Εδώ και 20 μέρες εξελίσσεται μια απεργία πείνας ενός πατέρα θύματος των Τεμπών, στον Άγνωστο Στρατιώτη με αίτημα την εκταφή, ταυτοποίηση και εξέταση του πτώματος του παιδιού του, η τουλάχιστον ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό.
Και δεν έχω καταλάβει καλά τη στρατηγική και το σχέδιο των κυβερνώντων, αν υπάρχει. Θέλουν ν' αφήσουν να περάσει ο καιρός και να καταλαγιάσει η υπόθεση;
Να πιάσουν τα κρύα και οι βροχές και ν' αναγκαστεί να φύγει ο πατέρας; Η μήπως να συμβεί το απευκταίο και να καεί η Αθήνα όπως το 2008; Γιατί αυτή η απραξία, στα όρια της νωθρότητας, είναι ανεξήγητη.
Ναι μεν εξηγήθηκε ότι τέτοιο αίτημα εκταφής δεν υπήρξε εξαρχής και έγινε εκ των υστέρων, ναι μεν ειπώθηκε - και σωστά - ότι αυτό είναι θέμα της Δικαιοσύνης και ότι η κυβέρνηση αδυνατεί να παρέμβει, αλλά όλα αυτά έγιναν πολύ αργά κι αφού στο μεταξύ χάθηκαν οι εντυπώσεις.
Στο μεταξύ κατακλυζόμαστε από αφόρητες κοινοτοπίες. Όλοι εξακολουθούν να λένε ότι σέβονται το δράμα του πονεμένου πατέρα που έχασε το παιδί του, ότι συμπαρίστανται, ότι δείχνουν κατανόηση. Τα απολύτως δηλαδή αυτονόητα τα οποία ευτελίζονται όμως όταν επαναλαμβάνονται τόσο συχνά και τόσο αχρείαστα.
Αλλά κανείς δεν προτείνει λύση. Ίσως, γιατί λύση δεν υπάρχει πλέον. Αλλά και να υπήρχε τέτοια, ήμασταν ικανοί να την κάνουμε κι αυτήν πρόβλημα.
Και συνεχίζεται έτσι μια δυστοπία, στο κεντρικότερο σημείο της Αθήνας μπροστά στα μάτια έκπληκτων ξένων τουριστών και με καθημερινή σχεδόν πασαρέλα πολιτικών και άλλων κολαούζων για τα περίφημα πέντε λεπτά δημοσιότητας.
Το ότι ο άνθρωπος αυτός χειραγωγείται, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας. Αλλά και το ότι κάποιοι στην κυβέρνηση θα’πρεπε να είναι υποψιασμένοι, επίσης. Αλλά φαίνεται πως πιάστηκαν στον ύπνο και το πράγμα δύσκολα μαζεύεται πια. Γιατί ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, εργαλειοποίησης υπήρχαν άφθονες. Και σε τέτοιες καταστάσεις, μια κυβέρνηση θα’ πρεπε να δρα προενεργητικά (proactively) και διαμορφώνοντας η ίδια τις εξελίξεις και όχι αντιδραστικά (reactively) και εκ των υστέρων.
Στο μεταξύ συνεχίζεται το θέατρο του παραλόγου. Οι εισαγγελείς δέχθηκαν το αίτημα της εκταφής κατά το μέρος της ταυτοποίησης, προτείνοντας μια διαδικασία ώστε να μην καθυστερήσει η δική.
Ο απεργός το απέρριψε ενώ η δικηγόρος του ζήτησε αναβολή μέχρι να βρεθεί τεχνικός σύμβουλος. Ορίστηκε νέα ημερομηνία εκταφής, επιδόθηκε στο γραφείο της δικηγόρου του το οποίο όμως όλως περιέργως ήταν κλειστό κι έτσι η απόφαση θυροκολλήθηκε. Και είναι άγνωστο αν θα προχωρήσει τελικά η εκταφή.
Και στο μεταξύ οι θεωρίες συνομωσίας οργιάζουν πάλι. «Μα τι έχουν να κρύψουν και δεν δίνουν άδεια για τοξικολογικές εξετάσεις;» διερωτάται πολύς κόσμος. Άσχετα αν τέτοιες εξετάσεις δεν προβλέπονται για σιδηροδρομικά δυστυχήματα. Και άσχετα αν δεν ζητήθηκαν από κανέναν συγγενή, 2,5 χρόνια πριν, όταν συνέβη η τραγωδία. Χώρια που οι θεωρίες των ξυλολίων αποκλείστηκαν από την Ανάκριση με βάση όλες τις σοβαρές μελέτες και τα πορίσματα που προσκομίστηκαν.
Μ' αυτά και μ' αυτά καταφέραμε έτσι και κάναμε μια ανθρώπινη τραγωδία για την οποία το αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης είναι πάνδημο, Δελφινάριο. Όπου μόνο ο Σεφερλής λείπει.
Πριν ένα μήνα, έγινε ένα τρομακτικό δυστύχημα στο κέντρο της Λισσαβόνας όταν εκτροχιάστηκε ένα βαγόνι του εμβληματικού τελεφερίκ της πόλης, που έπεσε πάνω σε σπίτια.
16 άνθρωποι σκοτώθηκαν ακαριαία και 22 τραυματίστηκαν. Η χώρα βυθίστηκε στο πένθος. Αλλά μετά το πρώτο σοκ, οι άνθρωποι σήκωσαν τα μανίκια, προχώρησαν ταχύτατα σε διερεύνηση, διόρθωσαν τις αστοχίες, παρέπεμψαν σε δίκη τους υπαίτιους. Αλλά κανείς εκεί δεν ζήτησε παραίτηση της κυβέρνησης, κανείς δεν μίλησε για «δολοφόνους», κανείς δεν αμφισβήτησε την αποδεικτική αξία των γεγονότων, κανείς δεν έκανε κουβέντα για ξυλόλια, κανείς δεν οργάνωσε συλλαλητήρια για να τιμήσει δήθεν τους νεκρούς. Γιατί τους νεκρούς τους τίμησαν με τον τρόπο που έπρεπε και που αρμόζει σε μια πολιτισμένη χώρα.
Εδώ αντίθετα, το ρίξαμε στις κραυγές, στις κατάρες, στη συνωμοσία. Ίσως, γιατί όπως έλεγε και ο ψυχίατρος και ψυχαναλυτής Ματθαίος Γιωσαφατ, «είμαστε κατά βάση ένας λαός καταθλιπτικών, που αντιδρούμε υπομανιακά». Και τείνουμε να κάνουμε τα πράγματα περίπλοκα.
Κι αυτό εξηγεί και το γιατί οι Πορτογάλοι χρειάστηκαν μόνο τρία χρόνια για να βγουν απ’ τα μνημόνια. Κι εμείς κάτι παραπάνω από δέκα.