Από 10 έως 20 χρόνια για να επανέλθουν οι επενδύσεις στα προ κρίσης επίπεδα

Από 10 έως 20 χρόνια για να επανέλθουν οι επενδύσεις στα προ κρίσης επίπεδα

Του Γιώργου Φιντικάκη

Δέκα στη καλύτερη, και είκοσι ή περισσότερα χρόνια στη χειρότερη περίπτωση, θα μας πάρει για να επανέλθουν οι επενδύσεις στα προ κρίσης επίπεδα, δηλαδή εκείνα του 2007.

Δίχως ένα σοκ ανάπτυξης, δηλαδή σταθερούς κάθε χρόνο ρυθμούς πάνω από 2%, θα χρειαστούμε περίπου… 19 χρόνια για να φτάσουν οι επενδύσεις από τα 23,38 δισ ευρώ του 2017, στα 61,61 δισ ευρώ του 2007. Τα 38,23 δισ. ευρώ που μας χωρίζουν από τη “χρυσή” εποχή του 2007 προέρχονται από την ΕΛΣΤΑΤ (4ο τρίμηνο 2017), και αφορούν επενδύσεις δημόσιες, ιδιωτικές, και σε κατοικίες.

Διαιρώντας λοιπόν αυτά τα 38,2 δισ με ένα μέσο ρυθμό αύξησης επενδύσεων ύψους 2 δισ. ευρώ, όπως αυτό που πετύχαμε τη χρονιά 2016-2017, προκύπτει ότι θα κλείσουμε το κενό σε 19 χρόνια. Στο καλύτερο σενάριο, όπου η ανάπτυξη ανεβάσει ταχύτητες, με ένα μέσο ρυθμό αύξησης επενδύσεων 3 δισ ευρώ ετησίως, θα χρειαστούμε 13 χρόνια. Και στο πολύ καλό σενάριο, όπου θα καταφέρουμε να γίνουμε ένας “τίγρης” των Βαλκανίων, διπλασιάζοντας το μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης επενδύσεων στα 4 δισ, σε μια δεκαετία θα έχουμε πιάσει τα επίπεδα του 2007.

Άλλο βέβαια οι προσδοκίες, και άλλο ο ρεαλισμός. Αν απομονώσει κανείς τις ιδιωτικές επενδύσεις, διαπιστώνει ότι από 50,13 δισ ευρώ το 2007, έκλεισαν το 2017 στα 17,19 δισ ευρώ, μια διαφορά της τάξης των 33 δισ ευρώ. Ακόμη δηλαδή και 50% να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια οι ιδιωτικές επενδύσεις, προϋπόθεση απαραίτητη για μια βιώσιμη ανάπτυξη, όπως είπε προ ημερών ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας Ι.Στουρνάρας, το πολύ να φτάσουμε στα επίπεδα του 2011 (26,48 δισ). Το κενό και πάλι δεν καλύπτεται.

Εκτός και αν η Ελλάδα βιώσει ένα μοναδικό αναπτυξιακό σοκ. Αρχίσει δηλαδή να αναπτύσσεται με ρυθμούς σταθερά πάνω από 2% για συνεχή διάστημα ετών, ζήσει επομένως ένα επενδυτικό σοκ όχι υπό μορφή “πυροτεχνήματος” για ένα -δύο χρόνια, αλλά για μια δεκαετία. Τούτο σημαίνει ότι θα έχει προηγηθεί δραστική μείωση φορολογίας, περιορισμός γραφειοκρατίας, μεταρρυθμιστικός άνεμος παντού, δηλαδή θα έχει αλλάξει το κράτος.

Και το ερώτημα είναι κατά πόσο έχει τη δυναμική και τα περιθώρια να δημιουργήσει ανάπτυξη και πλούτο μια χώρα που φορολογεί τα πάντα για να πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα, δίχως μάλιστα τραπεζική χρηματοδότηση. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να μειωθούν δραστικά οι φορολογικοί συντελεστές και οι ασφαλιστικές εισφορές, κάτι που δεν προβλέπεται παρά μόνο για το 2020, υπό τη μορφή αντίμετρων τα οποία όμως αμφισβητεί το ΔΝΤ.

Σε ποια άραγε χώρα θα ρίξουν μαζικά χρήματα εγχώριοι και ξένοι επενδυτές όταν οι περικοπές σε συντάξεις και αφορολόγητο, μαθηματικά θα προκαλέσουν νέα βουτιά στη κατανάλωση; Εφόσον το ΔΝΤ επιμείνει στη θέση ότι δεν είναι εφικτός ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, χωρίς επίσπευση της μείωσης του αφορολόγητου και της περικοπής των συντάξεων το 2019, αντί του 2020, είναι προφανές ότι πέραν των πολιτικών παρενεργειών, ο λογαριασμός σε μισθωτούς και συνταξιούχους θα είναι βαρύς. Όπως επίσης, ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα δεχθεί νέο ισχυρό πλήγμα. Με στάσιμη όμως ή μειούμενη κατανάλωση, πως είναι δυνατόν να μιλάμε για επενδύσεις;

Στο οξύμωρο της υπόθεσης αναφέρθηκε πρόσφατα ο ΣΕΒ. Στο δελτίο του “ανάκαμψη επενδύσεων με στάσιμη κατανάλωση”, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Καθώς ναι μεν υπήρξε μια μικρή επιτάχυνση των επενδύσεων στο 4ο τρίμηνο 2017 στις επενδύσεις, αλλά η υπεροφορολόγηση για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων ασκεί πιέσεις στην ιδιωτική κατανάλωση, γεγονός το οποίο θα συνεχισθεί, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, τουλάχιστον για τα επόμενα 2 έτη.

Έχει μάλιστα σημασία ότι στο πρώτο δίμηνο του 2018, οι απαντήσεις των καταναλωτών δείχνουν επιδείνωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Δύο μήνες δεν δημιουργούν, βεβαίως, τάση, αλλά η κατάσταση φαίνεται να είναι εύθραυστη. Έπειτα από ένα εννεάμηνο συνεχούς βελτίωσης, η κάμψη που εμφανίζει η καταναλωτική εμπιστοσύνη στο πρώτο δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2018, πρέπει να προβληματίσει. Ιδίως επειδή το δίμηνο αυτό ακολουθεί το “καλό” τελευταίο τρίμηνο του 2017.

Έχει τη σημασία του ότι στην ανάλυσή του για την ιδιωτική κατανάλωση ο ΣΕΒ, δεν καταπιάνεται με την επικείμενη μείωση σε αφορολόγητο, συντάξεις...