Του Βασίλη Γεώργα
Η απόφαση του ΣτΕ με την οποία κρίνεται αντισυνταγματική η πρακτική των αλλεπάλληλων παρατάσεων στον έλεγχο φορολογικών υποθέσεων πέραν της πενταετίας, είναι μια ιστορική απόφαση.
Παρά τις εντυπώσεις που δημιουργεί ότι ευνοεί τους μεγάλους φοροφυγάδες, στην πραγματικότητα βάζει φρένο στην ασυδοσία του κράτους και των μηχανισμών ελέγχου που για πολιτικούς λόγους μετέτρεψαν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα σε ένα διαρκές φορολογικό κολαστήριο παραβαίνοντας συνειδητά το νόμο που ορίζει ότι οι φορολογικοί έλεγχοι δεν μπορούν να εκτείνονται πέραν της πενταετίας παρά μόνο αν προκύπτουν νέα στοιχεία στη διάρκεια των ερευνών.
Από την εποχή του Γιώργου Παπανδρέου και του τότε υπουργού των Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου που άνοιξαν νομοθετικά το Κουτί της Πανδώρας για τους φορολογικούς ελέγχους με ορίζοντα δεκαετιών επιχειρηματολογώντας στην τρόικα ότι στην Ελλάδα επικρατεί εκτεταμένη διαφθορά, χιλιάδες επιχειρηματίες και φυσικά πρόσωπα έχουν εμπλακεί σε έναν κυκεώνα ελέγχων, δεσμεύσεων λογαριασμών και εισαγγελικών ερευνών οι οποίες έχουν δημιουργήσει άπειρα προβλήματα, έχουν πλήξει την εμπιστοσύνη στην οικονομία και εν τέλει έχουν οδηγήσει σε πενιχρά αποτελέσματα με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις υποθέσεις που περιλαμβάνονται στις περιβόητες «λίστες» φοροδιαφυγής.
Τα τελευταία χρόνια, στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η κατάσταση ξεπέρασε τα όρια καθώς οι έλεγχοι για τη μεγάλη φοροδιαφυγή έγιναν εργαλείο επικοινωνίας και ενίοτε αξιοποιήθηκαν με εκβιαστικό τρόπο εναντίον επιχειρηματιών δημιουργώντας συνθήκες ομηρίας για τους ίδιους και τις επιχειρήσεις τους. Κριτήριο για την επέμβαση οικονομικών εισαγγελέων και το πάγωμα λογαριασμών μετά από εντολή των αρμόδιων υπηρεσιών ήταν πολλές φορές το «όνομα» των επιχειρηματιών και όχι η ύπαρξη στοιχείων που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έχουν φοροδιαφύγει για τα εισοδήματά τους.
Η απόφαση του ΣτΕ έρχεται να βάλει τέλος σε αυτή την δικαστική και οικονομική ομηρία όπου κυρίαρχο στοιχείο της είναι η γενικευμένη θεώρηση πως για το ελληνικό κράτος ο πολίτης είναι ένοχος και κλέφτης μέχρι ο ίδιος να αποδείξει στο τέλος ότι είναι αθώος.
Η συνηθισμένη πρακτική είναι να ζητείται από τον ελεγκτικό μηχανισμό ο έλεγχος των καταθέσεων, των τραπεζικών κινήσεων, των επενδύσεων κλπ, σε βάθος 10-15 ετών για να διαπιστωθεί αν τα εισοδήματα ανταποκρίνονται στα περιουσιακά στοιχεία όπως αυτά προκύπτουν από τους λογαριασμούς. Οι ελεγκτές δεν μπαίνουν καν στη διαδικασία να διερευνήσουν αν ο φορολογούμενος είχε υποχρέωση λ.χ να δηλώσει στην Ελλάδα κάποια από τα εισοδήματά του ή να διασταυρώσουν τις αν οι κινήσεις στους λογαριασμούς αποτελούν μόνο μεταφορές από τον έναν στον άλλο με αποτέλεσμα να αθροίζονται μεγαλύτερα ποσά. Η πρώτη κίνηση που γίνεται είναι να δεσμεύονται οι λογαριασμοί και ο φορολογούμενος να καλείται να δώσει εξηγήσεις και να προσκομίσει ο ίδιος στοιχεία για όσα έγιναν πριν από 10-20 χρόνια, ψάχνοντας να τα βρει σε κλειστές τράπεζες.
Είναι προφανές ότι η πρακτική αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί επί μακρόν. Ο έλεγχος των επιχειρήσεων και δη των μεγάλων είναι σημαντικός ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνεται με γνώμονα την εξόντωση μίας επιχείρησης ή τον διασυρμό του επιχειρηματία. Και σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν σκληρές ποινές για όσους εντοπίζονται να φοροδιαφεύγουν όπως ισχύουν και εφαρμόζονται σε αρκετές χώρες του κόσμου, αλλά η απόδειξη της ενοχής θα πρέπει να είναι αρμοδιότητα του Κράτους και όχι του φορολογούμενου.
Διαφορετικά η εμπιστοσύνη δεν θα μπορέσει να ανακτηθεί ποτέ σε αυτή τη χώρα και κανείς δεν θα τολμήσει να φέρει πίσω τα λεφτά του ξέροντας ότι ανά πάσα στιγμή θα είναι υπόλογος για φοροδιαφυγή και θα μπλοκαριστούν οι λογαριασμοί του μέχρι να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας.