Τρέφουν ψευδαισθήσεις αν νομίζουν ότι θα χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη

Τρέφουν ψευδαισθήσεις αν νομίζουν ότι θα χειραγωγήσουν τη Δικαιοσύνη

Η πολιτικοποίηση του δημόσιου λόγου μιας δικαστικής ένωσης είναι ένα φαινόμενο που δεν πρέπει να προκαλεί μόνο έκπληξη, αλλά –κυρίως- ανησυχία. Ανησυχία για την οικειοποίηση ρόλων που ανήκουν σε φορείς άλλων κρατικών λειτουργιών, ανησυχία για την ισχύ της διάκρισης των εξουσιών και την ίδια τη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε, με πρωτοφανή μορφή και με αυξανόμενη ένταση, εκ μέρους της πολυπράγμονος πλειοψηφίας του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, με την σωρηδόν έκδοση ανακοινώσεων και δελτίων τύπου επί ορισμένων θεμάτων, αλλά και την απόλυτη σιωπή σχετικά με άλλα.

Από το σύνολο των «παρεμβάσεων» της ΕνΔΕ και του προέδρου του Δ.Σ. αυτής, ξεχωρίζουν η έκδοση δελτίου τύπου, με το οποίο η Ένωση ζητούσε από την πολιτεία την ικανοποίηση των αιτημάτων απεργού πείνας-καταδικασμένου για σωρεία ανθρωποκτονιών και τρομοκρατικών πράξεων. H κριτική κατά της απόφασης του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. σχετικά με την απαγόρευση υπαίθριων δημόσιων συναθροίσεων λόγω της πανδημίας και το αίτημα για την ανάκλησή της. Eσχάτως δε η διατύπωση θέσης σχετικά με το υπό ψήφιση νομοσχέδιο για τα εργασιακά.

Το κοινό σημείο των παρεμβάσεων αυτών είναι ότι έγιναν επί ζητημάτων αναγομένων στην άσκηση πολιτικής από τα αρμόδια όργανα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, κατά τον χρόνο άσκησης αυτής της αρμοδιότητας, με τρόπο ο οποίος δεν συνιστά έκφραση επιστημονικής άποψης, αλλά απόπειρα επηρεασμού του αποτελέσματος κατά παρέκκλιση από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Αυτού του είδους οι ενέργειες και οι απόψεις που εκφράστηκαν από την ΕνΔΕ, στο βαθμό που έχουν πολιτική χροιά, ταυτίζονται με τις απόψεις κομματικών σχηματισμών και αναπαράγονται από συγκεκριμένα έντυπα, είναι επικίνδυνες από θεσμική άποψη. Διότι αποδεικνύουν ότι η Ένωση, υπό την παρούσα διοίκηση, αδιαφορεί για τις αρχές της αμεροληψίας και της ακεραιότητας, εκθέτει τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς στην υπόνοια της μεροληψίας και, σε τελική ανάλυση, πλήττει το κύρος και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, επιχειρώντας να επιβάλει ιδεολογικά χαρακτηριστικά στη δικαιοσύνη και να υποδείξει στους λειτουργούς της τι είναι ιδεολογικά αποδεκτό και τι όχι.

Το Δικαστικό Σώμα έχει αποδείξει στο παρελθόν ότι διαθέτει τα ανακλαστικά εκείνα που απαιτούνται για να αντιμετωπίσει τους «συνδικαλιστές-ινστρούκτορες» που έχουν την ψευδαίσθηση ότι θα χειραγωγήσουν τη δικαιοσύνη. Είναι βέβαιο ότι τα ανακλαστικά αυτά θα ενεργοποιηθούν και πάλι.

* Ο Δημήτριος Β. Φούκας είναι Πρόεδρος Πρωτοδικών, μέλος Δ.Σ. Εν.Δ.Ε