Το τελευταίο τρένο για ανάπτυξη

Το τελευταίο τρένο για ανάπτυξη

Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2021 επιβεβαιώνουν την εκτίμηση ότι η οικονομική μεγέθυνση θα ξεπεράσει σε ετήσια βάση το 5,5%. Η ανάκαμψη της οικονομίας σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην ισχυρή δημοσιονομική παρέμβαση για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της κρίσης πανδημίας.

Η Ελλάδα είχε το 2020 την τρίτη χειρότερη ύφεση και στο δεύτερο τρίμηνο του 2021 την πέμπτη μεγαλύτερη ανάκαμψη, παρά το γεγονός ότι μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης είχε το υψηλότερο ποσοστό δαπανών ως προς το ΑΕΠ.

Αυτό σημαίνει ότι το δημοσιονομικό τίμημα που κατέβαλε για να στηρίξει την οικονομία είχε μικρότερη αποτελεσματικότητα από αυτή άλλων χωρών του νότου που μετέχουν στην ευρωζώνη.

Η μικρότερη αποτελεσματικότητα είναι το συνδυαστικό αποτέλεσμα της ατελούς στόχευσης των δημοσιονομικών παρεμβάσεων, της εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από τον τομέα των υπηρεσιών -γεγονός που αποτυπώνεται στην επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2020 σε σχέση με το 2019 - και της απουσίας ισχυρής εγχώριας παραγωγικής βάσης.

Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία καθώς η χώρα έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη το οποίο έχει φτάσει στο 205% του ΑΕΠ. Το γεγονός ότι η Ελλάδα μπορεί να το εξυπηρετεί με χαμηλό κόστος οφείλεται στα ιδιαίτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του.

Διακρατείται σε ποσοστό άνω του 75% από θεσμικούς φορείς. Έχει μέση διάρκεια μεγαλύτερη από αυτή άλλων χωρών. Έχει υψηλά ταμειακά διαθέσιμα και η ΕΚΤ αγοράζει κατ’ εξαίρεση ελληνικά ομόλογα παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτουν την επενδυτική βαθμίδα.

Η ιδιαίτερη αυτή δημοσιονομική θέση της Ελλάδας θα οδηγήσει - μετά τη λήξη της αναστολής στην εφαρμογή των δημοσιονομικών κανόνων της Ε.Ε. το 2022 - σε αποφάσεις για τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2%-2,2% του ΑΕΠ από το 2023 και μετά. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η χώρα για να μειώσει έγκαιρα το λόγο του χρέους θα πρέπει να επιδιώξει την περαιτέρω επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης.

Με βάση και τις εκτιμήσεις της ΕΕ για το 2022 η Ελλάδα την επόμενη χρονιά θα έχει επιστρέψει στο επίπεδο του ΑΕΠ του 2019. Θα απέχει όμως αισθητά από το σημείο το οποίο θα βρισκόταν το 2022 με βάση τις προβλέψεις που είχε κάνει η ΕΕ πριν την εκδήλωση της κρίσης πανδημίας.

Για να επιταχυνθεί η ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια θα απαιτηθεί προσπάθεια σε πολλά και διαφορετικά μέτωπα. Η χώρα θα πρέπει να καλύψει το επενδυτικό κενό της τελευταίας δεκαετίας κυρίως με μεταρρυθμίσεις στον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης, των ανεξάρτητων αρχών και της δημόσιας διοίκησης.

Η κυβέρνηση της ΝΔ οφείλει να απαλλαγεί από τις αυταπάτες του παρελθόντος ότι με ταυτόχρονη μείωση φορολογίας κερδών επιχειρήσεων και μερισμάτων θα έχουμε αύξηση των επενδύσεων. Το πιο πιθανό είναι ότι η παρούσα πολιτική της θα οδηγήσει σε εξαγωγή κεφαλαίων από την οικονομία.

Εξίσου σημαντική είναι η ανάγκη να αυξηθεί το ποσοστό απασχόλησης – από τα χαμηλότερα στην ευρωζώνη - με τη δημιουργία αξιοπρεπών και καλά αμειβομένων θέσεων εργασίας. Αυτό σημαίνει μεγάλη έμφαση στην εκπαίδευση και ιδιαίτερα στην αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων των εργαζομένων και των μακροχρόνια άνεργων αλλά και μέριμνα για δημιουργία βρεφονηπιακών σταθμών ώστε να διευκολυνθούν οι μητέρες.

Μια άλλη αυταπάτη από την οποία πρέπει να απαλλαγεί η κυβέρνηση είναι αυτή της θεωρίας της μηχανικά προς τα κάτω διάχυσης των ωφελειών από την ανάπτυξη. Η οικονομική της πολιτική πρέπει - όπως δεσμεύτηκε στη Σύνοδο του Πόρτο – να ενσωματώνει την κοινωνική διάσταση ως εξίσου καθοριστικού παράγοντα για την αύξηση της παραγωγικότητας.

Παρά τη ενίσχυση της εξωστρέφειας της οικονομίας σε σύγκριση με το 2008 - όταν η χώρα κατέγραψε το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην μεταπολεμική της ιστορία – έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε. Είναι ανάγκη να συνεχιστεί η προσπάθεια για αναδιάρθρωση της οικονομίας ώστε και τους στόχους για την κλιματική αλλαγή να πετύχουμε και στις προκλήσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της τεχνητής νοημοσύνης να ανταπεξέλθουμε.

Εδώ κρίσιμο ρόλο θα διαδραματίσουν οι αποφάσεις για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε ποιους τομείς, σε ποιες επιχειρήσεις και με ποια κριτήρια θα δοθούν. Αν υπερισχύσουν λογικές επιδοτήσεων και πελατειακές η χώρα θα χάσει την τελευταία ευκαιρία και θα μείνει πολύ πίσω.

Τέλος, το ζήτημα της ομαλής λειτουργίας των αγορών παραμένει ένα μεγάλο ζητούμενο. Πριν την κρίση πανδημίας είχε αρχίσει να διαφαίνεται ότι σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας διαμορφώθηκαν ολιγοπωλιακές ή μονοπωλιακές συνθήκες. Αυτό εντάθηκε με την κρίση πανδημίας και θα επηρεάσει – αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά – την ταχύτητα ανάκαμψης της οικονομίας.

Ταυτόχρονα θα δυσκολέψει την προσπάθεια ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου των άνεργων και των χαμηλόμισθων – όσων δηλαδή θίχτηκαν περισσότερο από την κρίση πανδημίας - στον βαθμό που πολλές επιχειρήσεις θα αυξάνουν αυθαίρετα τα τιμολόγια των αγαθών ή υπηρεσιών που παρέχουν.

Η αντιπολίτευση οφείλει να συνεισφέρει την προσπάθεια αναδιάρθρωσης της οικονομίας με τη δημιουργικά κριτική της στάση και την παρουσίαση των εναλλακτικών επιλογών. Διαφορετικά – αν δηλαδή δεν προχωρήσει η αναδιάρθρωση της οικονομίας - κινδυνεύει στο μέλλον να κληθεί να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας προβληματικής οικονομίας όπως αυτή που παρέδωσε η ΝΔ το 2009. Με απρόβλεπτες όμως συνέπειες για την κοινωνική και πολιτική συνοχή της χώρας μετά από τόσες συνεχόμενες κρίσεις.

*Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών