Το σπίτι της Έμιλυ Ντίκινσον, «της ποιήτριας που δεν άντεχε να ζει φωναχτά»

Το σπίτι της Έμιλυ Ντίκινσον, «της ποιήτριας που δεν άντεχε να ζει φωναχτά»

Όσο #menoume_spiti ας εξερευνήσουμε σπίτια κλεισμένοι στα οποία συγγραφείς και συγγραφείς έγραψαν τα αριστουργήματά τους. Σήμερα, το σπίτι της μεγάλης αμερικανίδας ποιήτριας Έμιλυ Ντίκινσον στο Άμερστ της Μασσαχουσέτης, το οποίο είναι μουσείο σήμερα.

«Δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω»

«Είσαι μεγάλη ποιήτρια» θα της πει η συγγραφέας Ελεν Χαντ Τζακσον το 1898 προφητικά, αλλά ο κόσμος δεν θα την μάθει παρά μονάχα αρκετά χρόνια μετά από τον θάνατό της.
Το κορίτσι με τ’ άσπρα, που είδε το φως της ζωής στις 10 Δεκεμβρίου 1860, στο Άμερστ της Μασσαχουσέτης, μια μικρή πόλη δύο χιλιάδων κατοίκων, πλάι σε δάση από έλατα και σημύδες κι έφυγε ένα μαγιάτικο απομεσήμερο του 1886, σε ένα άσπρο φέρετρο για την αθανασία, αν κι έζησε μια ζωή κρυμμένη και κλειδωμένη γράφοντας στην κάμαρά της, έμελλε με την ποίησή της να σημαδέψει τους αιώνες που ακολουθούν.

Μορφή μυθική πια της λογοτεχνίας, η αμερικανίδα ποιήτρια Έμιλυ Ντίκινσον, λίγο νεότερη από τον Πόε, και σύγχρονη του Ουίτμαν, του Μέλβιλ και του Χώθορν, έγινε διαχρονική σπρώχνοντας όπως- όπως τον καιρό της. Υπήρξε οικουμενική δίχως να ξεμυτίσει από το δωμάτιό της στη μικρή πουριτανική πόλη του Άμερστ. Έγινε διάσημη, δίχως ποτέ να εκδώσει βιβλίο όσο ζούσε.

Ένα κλειδωμένο έπιπλο από ξύλο κερασιάς με 2000 ποιήματα που θα ανακαλύψει η αδελφή της Λαβίνια την ώρα που εκείνη ξεκινούσε για το δίχως επιστροφή ταξίδι στο επέκεινα, θα είναι το όχημα που θα αποδείξει για ακόμα μια φορά ότι η μεγάλη τέχνη βρίσκει τον τρόπο κι επιβάλλεται στον κόσμο, πολλές με τρόπο αρκούντως παράδοξο.

«Με κάλεσαν πίσω» πρόλαβε κι είπε να χαράξουν στον τάφο της. «Μακάρι να ‘μασταν πάντα παιδιά, δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω», το μόνιμο άγχος και το πρόβλημά της. Μοναδικό της βάσανο «εάν τα ποιήματά της ανασαίνουν». Και εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατό της τα ποιήματα και τα γράμματά της θα γίνουν «η ποιητική δωρεά της στον κόσμο».

Στα νυχτέρια της μοναξιάς, της γραφής και της μελέτης της, συντροφιά της η Αγία Γραφή, ο Σαίξπηρ και το λεξικό Webster’s. Το ζυμωτό ψωμί και τα μικρά γλυκά που έφτιαχνε με τα χέρια της, τα ζουζούνια και τ’ άνθη του αρχοντικού της. Τα ποιήματά της που έγραφε χωρίς παραλήπτη και δίχως σταματημό σε αυτοσχέδια τεύχη από διπλωμένα φύλλα χαρτιού αλληλογραφίας, επάνω σε φακέλους, στο πίσω μέρος λογαριασμών και προσκλήσεων. Για την εμπειρία της έκστασης και για τον έρωτα, για την εγκατάλειψη και το θάνατο, για την παντοδυναμία και την ομορφιά της φύσης, για την αναζήτηση το Θεού και την αμφιβολία. Και 1000 γράμματα. Εφάμιλλα πολλά απ’ αυτά με την ποίησή της.

Μικρό βιογραφικό μιας μεγάλης ποιητικής ζωής

Η Έμιλι Ελίζαμπεθ Ντίκινσον (Emily Elizabeth Dickinson, 10 Δεκεμβρίου 1830 - 15 Μαΐου 1886), Αμερικανίδα ποιήτρια- θεωρείται, μαζί με τον Ουώλτ Ουίτμαν, από τους πιο αναγνωρισμένους και αντιπροσωπευτικούς Αμερικανούς ποιητές του 19ου αιώνα,- πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μένοντας αποκλεισμένη στο σπίτι των γονιών της στο Άμερστ και ολόκληρη η εργογραφία της παρέμεινε ανέκδοτη και κρυμμένη μέχρι και το θάνατό της. Εξαίρεση αποτέλεσαν μονάχα πέντε ποιήματα, από τα οποία τρία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα και ένα εν αγνοία της ίδιας της ποιήτριας.

Η Έμιλι γεννήθηκε το 1830 στο Άμερστ της Μασαχουσέτης. Ο πατέρας της ποιήτριας, Έντουαρντ Ντίκινσον, είχε σπουδάσει νομικά στο Πανεπιστήμιο Γέιλ και εργαζόταν ως δικηγόρος στο Άμερστ της Μασαχουσέτης, ενώ αργότερα εκλέχθηκε μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Συγκλήτου της πολιτείας και μέλος του Αμερικάνικου Κογκρέσου. Στις 6 Μαΐου 1828, παντρεύτηκε την Έμιλι Νόρκρος Ντίκινσον και έκαναν τρία παιδιά: τον Γουίλιαμ Ώστιν, την Έμιλι Ελίζαμπεθ και τη Λαβίνια Νόρκρος, η οποία ήταν και αυτή που ανακάλυψε το έργο της αδερφής της, το συγκέντρωσε και το εξέδωσε μετά το θάνατό της.

Η Έμιλι Ντίκινσον προερχόταν από μια οικογένεια με ρίζες στη Νέα Αγγλία: οι πρόγονοί της έφτασαν στη Αμερική κατά το πρώτο μεταναστευτικό πουριτανικό κύμα. Συνεπώς, η αυστηρή προσήλωση της οικογένειάς της στον προτεσταντισμό επηρέασε και το έργο της ποιήτριας.

Η Έμιλι έζησε απομονωμένη στο δωμάτιό της μέχρι το θάνατό της. Σπάνια έβγαινε από το σπίτι κι ερχόταν σε επαφή με ελάχιστους ανθρώπους, οι οποίοι όμως την επηρέασαν σε μέγιστο βαθμό στην ποίηση και το τρόπο σκέψης της. Το 1854, γνώρισε τον πάστορα Τσαρλς Γουάντσγορθ σε ένα ταξίδι στην Φιλαδέλφεια. Ορισμένοι κριτικοί πιστεύουν ότι οι ρομαντικοί στίχοι των ποιημάτων της τα επόμενα χρόνια προέρχονταν από τον πλατωνικό έρωτά της για τον πάστορα, ωστόσο η ίδια τον αποκαλούσε "τον πιο κοντινό της άνθρωπο πάνω στη γη".
Τα αδέρφια της Έμιλι δεν ήταν μόνο η οικογένειά της, αλλά και οι σύντροφοι στις πνευματικές ενασχολήσεις της. Η ποίησή της αντανακλά τη μοναξιά που ένιωθε η ίδια, αλλά και στιγμές έμπνευσης που δίνουν ίσως μια αίσθηση ευτυχίας.

Τα παιδικά της χρόνια θα σημαδευτούν από οικιακές εργασίες, σχολικές υποχρεώσεις, δραστηριότητες στο Κατηχητικό, ανάγνωση βιβλίων (παρόλο που ο πατέρας της ήταν αυστηρός σχετικά με τα είδη λογοτεχνίας που επιτρέπονταν στο σπίτι) αλλά και μαθήματα τραγουδιού και πιάνου. Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, θα μελετήσει Άγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και σχεδόν ολόκληρη την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία. Όταν θα τελειώσει με την βασική της εκπαίδευση, και έχοντας εξαιρετικές επιδόσεις, θα ξεκινήσει την φοίτησή της στην ακαδημία Mount Holyoke College για έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτό θα είναι και το μεγαλύτερο διάστημα που θα ζήσει ποτέ έξω από το σπίτι της.

Επιπλέον, η υγεία της μητέρας της θα αρχίσει να επιδεινώνεται, με την ίδια να χρειάζεται να μένει πολλές ώρες στο σπίτι. Ο τρόπος ζωής που είχε δημιουργήσει για τον εαυτό της, εκτός από ποίηση, θα χαρακτηριζόταν από ησυχία και από ώρες ενασχόλησης της με την κηπουρική, στο θερμοκήπιο που της είχε φτιάξει ο πατέρα της με όνομα «The Homestead».

Στο δωμάτιο της Έμιλυ: Βουλιμική της ανάγνωσης

[Στο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό»,
«44 ποιήματα & 3 γράμματα» ο τίτλος του, ανθολόγος, μεταφραστής και σχολιαστής ο Ερρίκος Σοφράς, ανακαλύπτουμε θησαυρούς].

«Δεκαεννιά αντίτυπα της Αγίας Γραφής βρέθηκαν στο σπίτι των Ντίκινσον. Τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ήταν το θεμέλιο ανάγνωσμα των Νεοεγγλέζων, και ο εκκλησιασμός, η προσευχή και τα κηρύγματα, αναπόσπαστο τμήμα της κάθε μέρας. Την ποιήτρια που «δεν ήταν η αφοσιωμένη μαθήτρια κανενός», μονάχα η Βίβλος και τα έργα του Σαίξπηρ την έθρεψαν, τη στήριξαν και την ενέπνευσαν…
«Τα νυχτέρια της γραφής και της μελέτης ίσως ήταν η αιτία που κατέστρεψε η Ντίκινσον την όρασή της. «Και μένα μ’ άρεσε να βλέπω/ Προτού τα μάτια μου χαλάσω» (Π324)…»
«Διάβαζε με βουλιμία, είχε εποπτεία της παλαιότερης και της σύγχρονής της λογοτεχνίας. «Οι λέξεις… δεν ξέρω κάτι άλλο πιο δυνατό», έλεγε, όμως κανένας άλλος ποιητής δεν όφειλε στα βιβλία τόσο λίγα. Αν και έγιναν επίμονες απόπειρες να προσδιοριστούν οι πρόγονοί της, οι επιδράσεις που δέχτηκε και το λογοτεχνικό κίνημα όπου ανήκει, η Ντίκινσον αντιστέκεται σε όποια κατάταξη και μένει μακριά από κάθε άμεση εξάρτηση. Με κέντρο ανάγνωσης τη Βίβλο και τον Σαίξπηρ, μελέτησε τους Αγγλους μεταφυσικούς του 17ου αιώνα (Χέρμπερτ, Βων, Σερ Τόμας Μπράουν) και όλη σχεδόν την αγγλόφωνη ρομαντική και βικτωριανή λογοτεχνία.
Από τους Αμερικανούς: Εμερσον και Θορώ, Χώθορν, πολύ πιθανόν Πόε και Μέλβιλ. (Αρνήθηκε, όπως φαίνεται, την ποίηση του Ουίτμαν). Από τους Αγγλους: Κητς και Μπάυρον, Γουέρντσγουερθ και Τέννυσον, Ντίκενς. Ιδιαίτερα, όμως, τους Μπράουνινγκ (έγραψε τουλάχιστον δυο ποιήματα για την Ελίζαμπεθ), την Τζωρτζ Ελιοτ (δυο ποιήματα είναι αφιερωμένα στη μνήμη της), την Εμιλυ και την Σαρλότ Μπροντέ. Πολύ νέα διάβασε τη «Μίμηση του Χριστού» του Γερμανού μυστικού Thomaw a’ Kempis, που της φανέρωσε ένα παράδειγμα ζωής ριζικό και απόλυτο: απαρνήσου τον κόσμο, απόδιωξε την ταραχή του, βρες καταφύγιο στα μύχια της καρδιάς. Γνώριζε σε βάθος το έργο του Ράσκιν και του Καρλάυλ. Στα βιβλία του σπιτιού περιλαμβάνονταν ακόμη θρησκευτική ιστορία, θεολογία, φιλοσοφικά μελετήματα, βιογραφίες (αγαπημένο της ανάγνωσμα)».



Η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον

«Με ορισμούς, αποστροφές και δραματικούς μονολόγους, με κραυγές, σαρκασμούς και οξύμωρα, η Ντίκινσον μιλά διαρκώς για την εμπειρία της έκστασης’ για το πένθος της εγκατάλειψης και το θάνατο’ για την αναζήτηση του θεού και, την ίδια στιγμή, για την αμφιβολία της. Στίχοι ελλειπτικοί, σπαράγματα μιας μεγάλης εξομολόγησης και ίχνη μιας περιπέτειας πνευματικής, ποίηση αρχιτεκτονημένη με τρόπο συμφωνικό, αφού επαναλαμβάνονται τα θέματα, εισάγονται παραλλαγές, νοήματα αναδύονται μέσα από το πολύσημο λεξιλόγιο: όλα πασχίζουν να ονομάσουν μια απουσία, ένα χωρισμό.
Η Ντίκινσον, εγκαταλείποντας γρήγορα τη θεματολογία του ρομαντισμού, ερευνά περιοχές απόκρημνες, στις παρυφές της τρέλας και της ανυπαρξίας, εκεί που η αγωνία αναβλύζει σαν το μύρο. Με μια γραφή σχεδόν χωρίς εξέλιξη, αφού τα επιτεύγματα έχουν κατακτηθεί από τα πρώτα κιόλας βήματα, σε μια ασωτεία της μεταφοράς και της υπαινικτικότητας, γεννιούνται ποιήματα δύσβατα. Ούτε τα πρόσωπα ορίζονται ούτε οι τόποι – και η ιστορία που προηγήθηκε αποσιωπάται: τακτική σκόπιμη και μεθοδική, σταθερός συντελεστής του ποιητικού σχεδίου, ό,τι ονομάζει «παράλειψη του κέντρου». Κρυμμένη πίσω από προσωπικές και δεικτικές αντωνυμίες, η Ντίκινσον μετατρέπει το ποίημα σε αίνιγμα και καθιστά την αμφισημία κυρίαρχο χαρακτηριστικό: λόγου χάρη, όταν γράφει «αυτός» δεν ξέρουμε αν αναφέρεται στο Θεό, σε κάποιο έντομο ή στην αγαπημένη μορφή.
Στον αντίποδα του κέντρου υπάρχει ένα μυστικό σημαίνον, η περιφέρεια, κρίσιμη έννοια στο γλωσσικό της ιδίωμα, που εκφράζει την κίνηση από το γνώριμο και αντιληπτό στο άγνωστο και ασύλληπτο. «Δουλειά μου είναι η Περιφέρεια» θα δηλώσει, ορίζοντας τον κύκλο που «προσπαθεί να περικλείσει την αλήθεια της ζωής, όλο το πεδίο της ανθρώπινης εμπειρίας, δεσμεύοντάς το στην ποίηση». Η γραμμή που χαράζει η Ντίκινσον μπορεί ακόμη να εκφράζει το «όριο όπου το ανθρώπινο συναντά το θεϊκό για μια στιγμή, μα δεν το υπερβαίνει, αλλά και την έκσταση που λυτρώνει από το Εγώ».
Ο επίμονος έλεγχος του αισθήματος και η υπόταξή του σε ένα αισθητικό περίγραμμα συνιστούν ίσως το πιο σπουδαίο καλλιτεχνικό της επίτευγμα. Είναι η απροσδόκητη διάνοιά της, εξάλλου, το σπάνιο πνεύμα της (ό,τι όρισαν με τη λέξη wit), αυτό που θα τη γλιτώσει από το mal du siecle: δίπλα στην απόγνωση υπάρχει μια έμφυτη παιγνιώδης διάθεση, μια λοξή ματιά, που γίνεται κάποτε κοριτσίστικη δροσιά και ευθυμία.
Ζητώντας καταφύγιο στη μακαρία φύση, σκηνικό ατελεύτητης παρατήρησης, αντανάκλαση της πληρότητας και του αιώνιου, μεταμορφώνει τον κήπο της και τη γύρω εξοχή σε πνευματική έκταση. Αλλά και αυτή ακόμα η φύση, «αντίθετα από τους προγενέστερους ρομαντικούς, δε θεραπεύει τον ανθρώπινο πόνο»: θα ταυτιστεί με το χάος, θα γίνει ένα όραμα κατεστραμμένο, ένα πράσινο εργαστήρι όπου ασκείται ποιος ξέρει ποιο πανούργο πείραμα…
… Η αρχέγονη δύναμη που έκρυβε μέσα της, η ηλεκτρική τάση που θέλησε για τα ποιήματά της, την οδήγησαν σε συντακτικές ιδιομορφίες, σε ανακολουθίες γραμματικές, σε στίξη ταραγμένη. Από νωρίς, χρησιμοποιεί συστηματικά την υποτακτική αντί για την οριστική, αντιστρέφει τη θέση υποκειμένου και αντικειμένου, παραλείπει συνδετικά. Εξάλλου, με συχνούς διασκελισμούς καθυστερεί την απόδοση του νοήματος και υπονομεύει την αυτοτέλεια του στίχου της. Υποκαθιστά αδιάκριτα τα άλλα σημεία στίξης με την παύλα, για να παραστήσει οπτικά το μουσικό ρυθμό του ποιήματος. Θυσιάζοντας προθέσεις, συνδέσμους και αντωνυμίες και δένοντας το συγκεκριμένο με το αφηρημένο, φτάνει σε μια απόλυτη έλλειψη. «Ξέρεις πόσο απεχθάνομαι το κοινότοπο» (Γ5)….»

Φοβήθηκα και κρύφτηκα: Η απομόνωση 

«Η Ντίκινσον, πριν από τα σαράντα χρόνια της, έπαψε να βγαίνει από το σπίτι. Δεν ήταν μια απόφαση ή κάτι σκόπιμο, «απλώς συνέβη», σύμφωνα με την αδελφή της. «Δε βγαίνω από το χτήμα του πατέρα μου, για να πάω σε άλλο σπίτι ή σε άλλη πόλη», γράφει στον Χίγκινσον το 1869. Μιλώντας συγκλονιστικά για τη θέλησή της, επικαλείται τη φράση της Βίβλου: «Τ’ αληθινά εκείνα λόγια του Αδάμ και της Εύας δεν ξεπεράστηκαν ποτέ: «Φοβήθηκα και Κρύφτηκα». Και ακόμη: «Διαλέξτε ποιον θα υπηρετήσετε! Εγώ υπηρετώ τη Μνήμη». Μετά τους κλυδωνισμούς, στις αρχές της δεκαετίας του 1860, βυθίζεται στη μοναξιά, ασκώντας τον εαυτό της στη συνθετική τεχνική της αράχνης, τη «στρατηγική της Αθανασίας».
Τα χρόνια εκείνα, στα πολύ καιρό της απομόνωσης, η εικόνα της στο πατρικό σπίτι είναι μια σκιά ντυμένη στ’ άσπρα. Μετά το θάνατο του πατέρα της, πιθανόν νωρίτερα, η Ντίκινσον αποφασίζει να μην ντυθεί άλλο χρώμα, θέλοντας να σημάνει με το άσπρο φόρεμα είτε το μοναχικό σχήμα της μνηστής του κυρίου είτε το αιώνιο πένθος ή και τα λόγια της Αποκάλυψης: Και περιπατήσουσι μετ’ εμού εν λευκοίς ότι άξιοί είσιν. Ο νικών ούτος περιβαλείται εν ιματίοις λευκοίς, και ου μη εξαλείψω το όνομα αυτού εκ της βίβλου της ζωής»…
… Ο έρωτάς της για τον Λόρντ, φύση διαφορετική από τη δική της και μορφή επιβλητική, την έφερε πάλι στη ζωή. Στα γράμματά της, με ανάλαφρη διάθεση και εκφράσεις παιδικές, η Ντίκινσον αναλογίζεται τη δυνατότητα ενός γάμου, ως και την εγκατάστασή της στο σπίτι του δικαστή, στο Σάλεμ. Οπισθοχωρώντας όμως, νιώθοντας ίσως πως μια τέτοια απόφαση θα άλλαζε τον ορίζοντα της. Καταλάβαινε ότι μέσα στην ερωτική δίνη υπήρχε ο κίνδυνος να χάσει τα κίνητρα για την ποιητική της δημιουργία: τη στέρηση και τη μόνωση δηλαδή, το ανικανοποίητο της επιθυμίας. «Είναι φορές που φοβήθηκα ότι η Γλώσσα ανάμεσά μας στέρεψε». Πάντως, είναι αμφίβολο αν ο δικαστής γνώριζε την αφοσίωσή της στην τέχνη της. Δεν ξέρουμε πόσο κοντά έφτασαν στο γάμο. Η Ντίκινσον, σαν ηθοποιός που την καλούν πολύ αργά να ερμηνεύσει το ρόλο που ονειρευόταν, διστάζει. Για άλλη μια φορά ο θάνατος θα την προλάβει παίρνοντας τον Λόρντ (Μάρτιος του 1884)…»