Τι γυρεύει ο Ερντογάν στα κατεχόμενα

Τι γυρεύει ο Ερντογάν στα κατεχόμενα

Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί η πρώτη ημέρα της επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου Ερντογάν στα κατεχόμενα χωρίς να υπάρχει κάτι που να αξίζει να συζητηθεί. Εδώ και αρκετές εβδομάδες η Άγκυρα ερέθιζε τις προσδοκίες των εθνικιστών εντός και εκτός του κόμματός του αλλά και έτρεφε τις ανησυχίες σε Λευκωσία και Αθήνα για νέα τετελεσμένα στην κατεχόμενη Αμμόχωστο και στο Λευκόνοικο. Αν και η δεύτερη μέρα της επίσκεψης, η 20η Ιουλίου, δεν κρύβει κάποια «έκπληξη», τότε αυτό που έχουμε είναι ίσως μία τακτική αναδίπλωση στην οποία μάλλον υποχρεώνεται μετά από τις σαφείς και αυστηρές τοποθετήσεις της Ουάσιγκτον και των Βρυξελλών.

Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι είναι κάτι πέρα από αυτό, δηλ. μια τακτική αναδίπλωση. Η Τουρκία έχει εκφράσει με έντονο τρόπο ότι η όποια λύση του Κυπριακού δεν μπορεί παρά να έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη διεθνή νομιμοποίηση της εισβολής και κατοχής του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Για την Άγκυρα ήδη από την δεκαετία του 1960 και μετά, το μεγάλο αγκάθι και εμπόδιο στις επιδιώξεις της υπήρξε η διεθνής υπόσταση της ελεύθερης Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο συμβιβασμός της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδιακής λύσης έγινε αποδεκτός την δεκαετία του 1970 από την Λευκωσία στον βαθμό που θα εξασφαλιζόταν την ίδια στιγμή η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ενιαία κυριαρχία.

Για την Τουρκία, η ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους εξασφάλιζε την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, αλλά κυρίως επέτρεπε στην Άγκυρα να ελέγχει σε ένα βαθμό τις εξελίξεις και να εργάζεται σε ένα πλαίσιο διεθνούς νομιμότητας για τη «φινλανδοποίηση» της ΚΔ. Η αποτυχία των διαπραγματευτικών προσπαθειών ιδιαίτερα τα τελευταία είκοσι χρόνια μάλλον έπεισε την Άγκυρα ότι η Λευκωσία δεν θα δεχθεί ένα συμβιβασμό που θα την αποστερούσε από το μόνο όπλο που έχει απέναντι στην Τουρκία – τη νομιμοποίησή της ως κυρίαρχο κράτος. 

Τώρα, αυτό που φαίνεται ελκυστικό στην Άγκυρα – και γιατί τροφοδοτεί και την πολιτική εκπροσώπηση του τουρκικού εθνικισμού – είναι η νομιμοποίηση της διχοτόμησης. Σε αυτή την αντίληψη, τα κατεχόμενα εφόσον αναγνωριστούν θα επιτρέψουν στην Τουρκία να αναζητήσει νομιμοποίηση για κάποιες από τις αιτιάσεις της «Γαλάζιας Πατρίδας» μέσα από συμφωνίες οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών που θα έρχονται σε σύγκρουση με τις αντίστοιχες που έχει συνάψει η ΚΔ. Και βεβαίως θα τις επιτρέψουν να αποκτήσει νόμιμες στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν η παραπάνω ανάλυση είναι σωστή, τότε η προοπτική επανεκκίνησης της διαπραγματευτικής διαδικασίας είναι ισχνή. 

Υπάρχει μια παλιά ρήση ότι το Κυπριακό δεν «πουλάει». Προφανώς, η αδυναμία επίλυσης μετά από μισό αιώνα έχει κάνει πολλές και πολλούς αδιάφορους. Όμως, το Κυπριακό είναι πέρα από τραύμα στο εθνικό σώμα και ζήτημα που καθορίζει κυρίαρχα τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και ως εκ τούτου επηρεάζει άμεσα την ελληνική ασφάλεια.


*Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ερευνητικός Εταίρος στο ΙΔΙΣ.