Τα επιτελικά τα κράτη θέλουν και επιδέξιους άρχοντες

Τα επιτελικά τα κράτη θέλουν και επιδέξιους άρχοντες

Όσοι έκαναν, διαβάζοντας τον τίτλο, κάποιο συνειρμό με γνωστό και πικάντικο λαϊκό γνωμικό, έχουν δίκιο και ο υπογράφων αυτό το κείμενο είναι έτοιμος να παραδεχθεί ότι το έκανε σκόπιμα. Σε τελευταία ανάλυση, ο σαρκασμός ίσως μπορεί να είναι εποικοδομητικός εκεί που οι άλλοι τρόποι παρέμβασης έχουν αποδειχθεί ατελέσφοροι.

Εντούτοις, θέλοντας να είναι χρήσιμος - για το υπό της κας Πατουλίδου υποδειχθέν κίνητρο, θυμάστε οι παλαιότεροι…- δεν θα καταφύγει στην εύκολη κριτική για τα όσα, τραγικά και εν ταυτώ ευτράπελα, συνέβησαν με «την επέλαση του χιονιά» (προς τηλεοπτικούς δημοσιογράφους: παιδιά, μήπως είναι καιρός να αλλάξετε αυτή την πομπώδη κενολογία με κάτι άλλο, καλύτερης αισθητικής;).

Αντί καταγγελιών, λοιπόν, θα καταθέσω ορισμένες επισημάνσεις, σε μια προσπάθεια να εντοπίσω τις βαθύτερες αιτίες της, διαχρονικά και με εντυπωσιακή σταθερότητα εμφανιζόμενης ανεπάρκειας του πολιτικού συστήματος, στην αντιμετώπιση έκτακτων καταστάσεων. Οι οποίες καταστάσεις, με βάση τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, θα εξελίσσονται σε «τακτικές έκτακτες» τις επόμενες δεκαετίες. Πάμε λοιπόν:

Ίσως το πιο βασικό δίδαγμα της διαχείρισης - διοίκησης (management) είναι ότι πρώτιστο μέλημα του manager θα πρέπει να είναι να τοποθετήσει τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες θέσεις. Δεν χρειάζεται να αναδείξουμε εδώ το γεγονός ότι, στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος, η αρχή αυτή, παρά τη σχετική πρόοδο τα πολύ τελευταία χρόνια, παραβιάζεται συστηματικά. Σε πολλές περιπτώσεις αποτυχημένοι πολιτευτές ορίζονται Γενικοί Γραμματείς και Διοικητές Νοσοκομείων και Οργανισμών, επιδέξιοι πολιτικοί αναρριχητές προωθούνται σε υπεύθυνες πολιτικές θέσεις, ατάλαντοι απόγονοι μεγάλων πολιτικών οικογενειών γίνονται υπουργοί, καραμπόλες ανασχηματισμών καταλήγουν στην υπουργοποίηση «κάδρων» χωρίς πρακτικό αντίκρισμα. Με θύματα τους αντίστοιχους τομείς επί των οποίων επιπίπτουν οι ανωτέρω και βέβαια την ίδια την κοινωνία που θα γίνει ο τελικός αποδέκτης της ανεπάρκειάς τους.

Γιατί συμβαίνει αυτό, θα ερωτήσετε. Μα, διότι ο εκάστοτε Κυβερνήτης, με την αγωνία να διατηρήσει την εξουσία και στις επόμενες εκλογές, εκτιμά ότι είναι προτιμότερο να κρατάει τις κομματικές και γενικότερες πολιτικές ισορροπίες παρά να προωθεί σε θέσεις επιχειρησιακής ευθύνης άξια στελέχη, που ίσως δεν υπηρετούν αυτές τις ισορροπίες τόσο πιστά. Γι’ αυτό και δεν ιδρύονται, σε καίριους τομείς της διοίκησης, όπου η πολιτική και επιχειρησιακή συνέχεια είναι επιβεβλημένη, θέσεις Γενικών Γραμματέων ή/και Υφυπουργών, με θητεία που να ξεπερνάει τον χρονικό ορίζοντα μιας κυβέρνησης. Γι’ αυτό και, παρά τις πολλές υποσχέσεις περί της θεσπίσεως ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητας του μέλους του Κοινοβουλίου και του υπουργικού θώκου, κάτι τέτοιο δεν θα αποφασίζεται όσο το πολιτικό σύστημα βλέπει το κράτος ως το γέρας της εκλογικής επιτυχίας.

Το δεύτερο αξίωμα του management που παραβιάζει ευθέως η μικροπολιτική διαχείριση της εξουσίας είναι το ότι «όση είναι η ευθύνη που ανατίθεται σε μια θέση του οργανογράμματος, άλλη τόση πρέπει να είναι και η εξουσία που παρέχεται στον κάτοχο της θέσης προκειμένου να αντεπεξέλθει στην ευθύνη του». Εντούτοις κοινή πολιτική πρακτική, ιδιαίτερα στην «καθ’ ημάς ανατολή» είναι οι εξουσίες και αρμοδιότητες να προσδιορίζονται ανάλογα με το κομματικό βάρος των κατόχων της κάθε θέσης, τις περισσότερες φορές σε αναντιστοιχία με τις θεσμικές ή πρακτικές δυνατότητες των φορέων που καλούνται να τις διαχειριστούν.

Η βουλιμία της εξουσίας, που συχνά αντιστοιχεί στη διεκδίκηση μεγαλύτερου ρουσφετολογικού χώρου, οδηγεί στη συχνή αλλαγή αρμοδιοτήτων και οργανωτικών δομών, με τα όρια μεταξύ των συν-αρμόδιων ή μη φορέων να μετακινούνται συνεχώς, σε βάρος βέβαια της συνέχειας και της αποτελεσματικότητας του management. Παράδειγμα, πάλι από την κακοδιαχείριση της «Ελπίς»: Σε πολλές περιπτώσεις οι δρόμοι των οποίων την ευθύνη καθαρισμού είχαν οι οικείοι Δήμοι της Αττικής και όχι η παντοδύναμη Περιφέρεια, ήσαν περισσότεροι από όσους οι ίδιοι μπορούσαν να καθαρίσουν από το χιόνι με τα, συγκριτικά λιγοστά, μέσα που διαθέτουν. Εξ ου και, βοηθούσης και της παραδοσιακής αβελτηρίας κάποιων δημοτικών αρχόντων και των υπηρεσιών τους, η άθλια κατάσταση των τοπικών οδών και η βύθιση των άτυχων – αλλά και πολιτικά υπαίτιων, ως έναν βαθμό - δημοτών στο παρατεταμένο σκοτάδι…

Αν το management είχε μία μόνο σελίδα, θα έπρεπε να γράφει ότι αυτό είναι «η τέχνη και η επιστήμη “της ανάθεσης και του ελέγχου”». Ή, με πιο πολιτικούς όρους, «καλή η εμπιστοσύνη, ακόμη καλύτερος ο έλεγχος» όπως συνήθιζε να λέει ο Λένιν, που μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά, όχι όμως και για οργανωτική ανεπάρκεια. Στα καθ’ ημάς αυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί «Καλές οι διαβεβαιώσεις που σου έδωσαν «οι συναρμόδιοι φορείς» κατά τις απανωτές συσκέψεις στο υπουργείο σου, αλλά, καλέ μας Υπουργέ και καλέ μας Περιφερειάρχη, καλύτερο ακόμη θα ήταν να κάνατε οι ίδιοι τον έλεγχο» αυτών των διαβεβαιώσεων, προκειμένου να αποφευχθεί ο διασυρμός της Πολιτείας και η ταλαιπωρία των πολιτών.

Απαρίθμησα τρεις μόνο από τις αρχές/αξιώματα του management που παραβιάζονται κατάφωρα από τους ασκούντες διοίκηση υπό το κράτος της κρατούσας πολιτικής παιδείας. Ο κατάλογος αυτών των παραβιάσεων είναι πολύ μεγαλύτερος και, δυστυχώς, μεγεθύνεται με το χρόνο. Αυτή η αειφόρος υπανάπτυξη έχει τις βαθιές ρίζες της στη δυσπλασία της Δημοκρατίας μας, που με τη σειρά της είναι απότοκη των ιστορικών συνθηκών που τη γέννησαν. Στους «μιντιακούς» καιρούς μας, το δημοκρατικό μας πολίτευμα λειτουργεί με τρόπο που επιτρέπει στους πολιτικά και οικονομικά ισχυρούς να ποδηγετούν τους ψηφοφόρους ώστε να ψηφίζουν όχι με κριτήριο την απόδοση των αρχόντων που τους διοικούν, αλλά με βάση άλλα, έξωθεν επιβαλλόμενα κριτήρια και την, πλειστάκις οπαδικού χαρακτήρα, κομματική τους ένταξη.

Κατά συνέπεια, η ελπίδα είναι να κατανοήσουν τα αίτια της κακοδαιμονίας μας όχι τόσο οι πολιτικοί, όσο όλοι εμείς οι ψηφοφόροι τους και να δράσουμε αναλόγως, εξελισσόμενοι σε ενεργούς πολίτες. Αν δεν το κάνουμε, το αδιέξοδο management των πολιτικών θα υπερισχύει πάντοτε της ενδεδειγμένης πολιτικής του management.

* Ο Νίκος Αντ. Ζαχαριάδης είναι Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ και Επιχειρησιακός Ερευνητής (MSc Stanford University).