Στο (ψηφιακό) Camelot του Κυριάκου Πιερρακάκη

Στο (ψηφιακό) Camelot του Κυριάκου Πιερρακάκη

Στον 6ο όροφο του υπουργείου Ψηφιακής Μεταρρύθμισης η είσοδος βγάζει σε ένα ευρύχωρο σαλόνι από όπου αριστερά και δεξιά του ξεκινούν δύο διάδρομοι. Ο ένας οδηγεί στον τομέα του Στέλιου Πέτσα, καθώς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και το επιτελείο του στεγάζονται στο ίδιο κτίριο, και ο άλλος στον τομέα του Κυριάκου Πιερρακάκη. Αν περάσεις λίγη ώρα εκεί, μαντεύεις εύκολα την κατεύθυνση που θα πάρει όποιος βγαίνει από το ασανσέρ. Προς την πλευρά Στέλιου Πέτσα κατευθύνονται περισσότερα κοστούμια με γραβάτα. Προς τον διάδρομο του επιτελείου Πιερρακάκη, πάλι, η εικόνα θυμίζει περισσότερο αυτά τα στελέχη των νέων ψηφιακών startups. Πολλά sneakers με παντελόνια κοστουμιού και πουκάμισα. Πολλά σηκωμένα μανίκια. Για την ακρίβεια, παντού σηκωμένα μανίκια.

Τα παιδιά με τα σακίδια και τα sneakers

Η μεγάλη διαφορά όμως βρίσκεται στο ύφος. Που δεν είναι το ύφος του βετεράνου της πολιτικής, που περπατάει και μιλάει χαμηλόφωνα στο hands free. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έχουν γνωρίσει καν πώς είναι η ζωή χωρίς internet. Εκείνο που τους προβληματίζει δεν είναι η στρατηγική του αντίπαλου κόμματος, αλλά «εκείνο το ‘’bug’’ στον κώδικα που βγάζει προβλήματα στην εφαρμογή». Είναι αυτά τα περίεργα παιδιά με τα σακίδια και τα sneakers, που (για τους μεγαλύτερους) «δεν μιλάνε πολύ», που «έχουν ένα κάπως αφηρημένο ύφος», που «δουλεύουν 24ωρα αν χρειαστεί»  γιατί οι ψηφιακές πλατφόρμες, ο κώδικας και τα deadlines δεν γνωρίζουν ωράρια. Κάποιοι από αυτούς βγάζουν και τα παπούτσια τις μικρές ώρες.

Ετσι κι αλλιώς, στο νέο επαγγελματικό σύμπαν των προγραμματιστών, τα τυπικά βιογραφικά και οι συμπεριφορές πρωτοκόλλου δεν παίζουν τον πρωτεύοντα ρόλο. Εκείνο που μετράει είναι πόσες γλώσσες προγραμματισμού ξέρεις. Κατά κάποιον τρόπο αυτοί αποτελούν την «ομάδα κρούσης» του Κυριάκου Πιερρακάκη. Που δεν πτοήθηκαν από τα απαισιόδοξα -έως πικρόχολα- χαμόγελα όσων άκουγαν τις λέξεις «ψηφιακός μετασχηματισμός». Πιθανότατα γιατί αγνοώντας την περίφημη «νεοελληνική πραγματικότητα», η συγκεκριμένη γενιά θεωρεί πως ο μόνος τρόπος να αποδείξεις ότι κάτι γίνεται, είναι απλώς να το κάνεις.


Μια startup σαν υπουργείο

Το χαρακτηριστικό αντικείμενο που βρίσκεται πάνω στο γραφείο του Κυριάκου Πιερρακάκη είναι μια μπλε κλεψύδρα. Για να του υπενθυμίζει τη σημασία του χρόνου, λένε οι άνθρωποι που τον ξέρουν. Και η αλήθεια είναι ότι σε περιπτώσεις τέτοιων εγχειρημάτων, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός μιας χώρας, που μόλις πριν από λίγους μήνες ήταν δύο θέσεις πριν από το τέλος σε θέματα ψηφιακών υπηρεσιών στην Ε.Ε., ο χρόνος αποκτά μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση. Ο ίδιος βέβαια δεν έκρυψε ποτέ τον κερδισμένο χρόνο. Γιατί αν για όλους τους άλλους υπουργούς η θητεία τους ξεκινάει λίγο μετά τις εκλογές, για τον Κυριάκο Πιερρακάκη έχει ξεκινήσει ήδη ανεπίσημα από το 2018. Τότε έγινε η συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όπου του ανατέθηκε αυτό που τότε έμοιαζε αδύνατο: να νικήσει ένα από τα μεγαλύτερα φετίχ του νεότερου ελληνικού κράτους: Τις σφραγίδες, τα παράβολα και τις ουρές μπροστά σε γκισέ. Την απόλυτη εξουσία του κράτους, δηλαδή, μπροστά στον ανήμπορο πολίτη. Εδώ είναι απαραίτητη μία παρένθεση:

Ο Κυριάκος Πιερρακάκης γεννήθηκε το 1983. Σε μια Ελλάδα δηλαδή που είχε αρχίσει να αλλάζει ραγδαία. Σε πέντε χρόνια ο Νίκος Γκάλης θα έδειχνε ότι το να σταθείς «εκεί έξω» όχι ως «Ψωροκώσταινα» αλλά ως ίσος δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Οτι εκτός από την ηττοπάθεια και την εσωστρεφή μοιρολατρία, υπάρχει και η δουλειά. Οταν ο Νίκος Γκάλης σήκωνε το Πανευρωπαϊκό, ο Κυριάκος Πιερρακάκης ήταν μόλις 4 ετών. Οταν όμως οι πιτσιρικάδες της Εθνικής Νέων, που είχαν τον Νίκο Γκάλη ως είδωλο, κέρδιζαν το Παγκόσμιο το 1995, ο μέλλων υπουργός ήταν ήδη σε ηλικία 12 ετών. Σε θέση δηλαδή να λάβει το μήνυμα που περνούσε στη γενιά του: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε. Αρκεί να γίνουμε καλοί». Και έγινε. Ενώ οι λίγο μεγαλύτεροί του ετοιμάζονται να αποκτήσουν βαρύγδουπους ξενόγλωσσους επαγγελματικούς τίτλους και να αρχίσουν να κλείνουν «deals» πάνω από freddo capuccino στα καφέ γύρω από τα κτίρια του Μπάμπη Βωβού στην Κηφισίας, εκείνος αποκτά την κοινωνική ευφυΐα των Κάτω Πατησίων. Ητοι: Λεόντειος (ένα σχολείο της μεσαίας τάξης, που εκείνη την εποχή λειτούργησε σαν «χωνευτήρι»), συναυλίες των Blues Brothers στον Λυκαβηττό, μπάσκετ στο Σπόρτιγκ, εκμέκ στη «Χαρά», ποτά στον θρυλικό «Κόμη», καφέ στην -επίσης θρυλική- «Posto» (δίπλα στον σταθμό του ΗΣΑΠ στα Ανω Πατήσια).

Μια ολόκληρη εποχή με τη μυθολογία της. Και μετά η ΑΣΟΕΕ. Και μετά Χάρβαρντ. Και ακόμα πιο μετά, το ΜΙΤ. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι ένας άνθρωπος που όταν καλείται να συστήσει μια ομάδα στελεχών για το project «Ψηφιακή επανάσταση στην Ελλάδα του 2020», φτιάχνει μια dream team (σ.σ.: δικά του λόγια). Που όταν γράφει κάτι, δεν έχει κανένα πρόβλημα να το δείξει σε άλλους και να ρωτήσει «δες το να μου πεις, είναι καλό;». Που δεν είναι ταμπουρωμένος μέσα στο γραφείο του, αλλά βγαίνει και περιφέρεται στα γύρω γραφεία για να πιάσει το κλίμα. Και να τσιμπήσει κάνα κεφτεδάκι όταν τα πετύχει. Και η αλήθεια είναι, ότι χωρίς αυτό το πνεύμα ίσως να μη μιλούσαμε τώρα για ένα από τα μεγαλύτερα success stories της δημόσιας διοίκησης. Ούτε για αυτή την αίσθηση «υπερηφάνειας και εταιρικού πατριωτισμού» που αποπνέουν όλοι όσοι περνούν τις μέρες τους -και ενίοτε τις νύχτες τους, όταν χρειάζεται- στο κτίριο της οδού Αλεξάνδρου Πάντου στην Καλλιθέα.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στη μεγάλη αίθουσα με τον αριθμό 607 κάθονται όλοι μαζί -και κυρίως χαμογελαστοί- σε καμιά 10ριά γραφεία μερικά σημαντικά στελέχη. Που θα μπορούσε ο καθένας από αυτούς να έχει το δικό του prive γραφείο, σε μέγεθος γηπέδου μπάσκετ, σε κάποια εταιρεία του ιδιωτικού τομέα. Κι όμως, όλοι έχουν κολλήσει στους υπολογιστές τους μια κόλλα A4 με το λογότυπο του υπουργείου και τη λέξη #Erxetai - που ήταν η καμπάνια για την πλατφόρμα του gov. gr. Και από κάτω, όλοι (μα όλοι) έχουν γράψει με στυλό -σαν ιδιωτικό αστείο- #irthe. Ολοι εκτός από τον Κώστα Χαμπίδη, πρώην Chief Digital Officer του Δήμου Αθηναίων, που προτίμησε να διαφοροποιήσει το αστείο, γράφοντας ένα #ΕΡΧΟΜΑCΤΕ…

Ήταν καλό το κλίμα, δούλεψε και ο γάιδαρος …

Αρκεί όμως η στήριξη του Κυριάκου Μητσοτάκη που έχει θέσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό σε απόλυτη προτεραιότητα; Που διευκολύνει αλλάζοντας νομοθετικά πλαίσια, μετακινώντας υπηρεσίες και γραμματείες και ελέγχοντας προσωπικά τα βιογραφικά που του προσκομίζει ο υπουργός του; Αρκούν όλα αυτά για να αντιμετωπιστεί ο λαβύρινθος του «βαθέος κράτους», με τις παγιωμένες γραφειοκρατικές διαδικασίες, τα χαρτόσημα, τα «κλειστά μικρά βασίλεια» της κάθε υπηρεσίας και του κάθε υπουργείου; Και κυρίως, πώς αντιμετωπίζεται ο θεματοφύλακας όλων αυτών των παγιωμένων αντιλήψεων, μυθικός Δημόσιος Υπάλληλος (στο μυαλό των απαισιόδοξων ήταν κάτι σαν Μινώταυρος), που εξοπλισμένος με τη σφραγίδα του είναι έτοιμος να την πατήσει με δύναμη πάνω στην οθόνη (όπως αστειεύονταν πολλοί) και να συντρίψει κάθε κίνηση εξέλιξης; Κοινώς, πώς μαθαίνεις ένα δυσκίνητο τέρας να τρέχει «ηλεκτρονικό κατοστάρι»;

Μάθημα πρώτο: αντιμετωπίζεις το ενδεχόμενο, το τέρας αυτό να βρίσκεται μόνο στο μυαλό σου - για την ακρίβεια στο μυαλό όσων ακούγοντας για ψηφιακή διακυβέρνηση κουνούσαν μελαγχολικά το κεφάλι και έβλεπαν στην αρχή τον Κυριάκο Πιερρακάκη σαν ένα ακόμα αθώο θύμα γεμάτο όνειρα, που σε λίγο θα το πατούσε το τεράστιο τριαξονικό της πραγματικότητας.

Μάθημα δεύτερο: Φρόντισε η ομάδα να καλύπτει εξίσου την άμυνα και την επίθεση. Συνδυασμός πολιτικής εμπειρίας και αποτελεσματικότητας ιδιωτικού τομέα. Ητοι: ένα έμπειρο πολιτικό στέλεχος, όπως ο Γιώργος Γεωργαντάς (υφυπουργός υπεύθυνος για την απλούστευση διαδικασιών των ΚΕΠ) και ένα στέλεχος που έχει στο βιογραφικό του τη θέση CEO Ανατολικής Ευρώπης στην Google, όπως ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος (υφυπουργός για την ψηφιακή στρατηγική που συνέταξε τη βίβλο ψηφιακού μετασχηματισμού). Ενα στέλεχος καριέρας του Δημοσίου, όπως ο Λεωνίδας Χριστόπουλος (γενικός γραμματέας Ψηφιακής Διακυβέρνησης, που μαζί με τον Γιώργο Γεραπετρίτη συνέταξε τον νόμο για το επιτελικό κράτος) και ένα πρώην κορυφαίο στέλεχος της Wind, όπως ο Αντώνης Τζωρτζακάκης (γενικός γραμματέας Τηλεπικοινωνιών, με το προσωνύμιο «γκουρού» για τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα). Και ένας πρώην πρύτανης στο Χαροκόπειο, όπως ο Δημοσθένης Αναγνωστόπουλος, που είναι υπεύθυνος για τη διαλειτουργικότητα (μετάφραση: να επικοινωνεί το ένα με το άλλο…) των μητρώων του ελληνικού Δημοσίου. Σαν να έχεις τους Bulls της «χρυσής εποχής των 6 πρωταθλημάτων ΝΒΑ» στο γήπεδο.

Οπότε, εκείνο που χρειάζεται ένας προπονητής να συντονίσει μια κοινή ροή. Ενας άνθρωπος «υβριδικός», όπως περιγράφει ο ίδιος ο Κυριάκος Πιερρακάκης τον εαυτό του, καθώς δεν είναι τελείως ξένος με την πολιτική (έχει πολιτευθεί στο παρελθόν με την Ελιά, ως υποψήφιος ευρωβουλευτής), ούτε με τον ιδιωτικό τομέα. Που αντιλαμβάνεται την ανάγκη του κάθε υπουργού να διαφυλάσσει τις ψηφιακές πλατφόρμες του υπουργείου του (και να τις εγκαινιάζει…), αλλά που επίσης ξέρει ότι μια πλατφόρμα όπως το gov. gr πρέπει να διέπεται από τα ίδια υψηλά πρωτόκολλα ασφάλειας, την ίδια κεντρική φιλοσοφία και την ίδια αισθητική. Με άλλα λόγια, ο Κυριάκος Πιερρακάκης καλείται να είναι ταυτόχρονα αρχιτέκτονας (που σχεδιάζει), πολιτικός μηχανικός (που φροντίζει για τη στατικότητα του οικοδομήματος) και πωλητής (που ξέρει πώς θα το «πουλήσει»). Αν έπαιξε ρόλο σε όλα αυτά η κοινωνική ευφυΐα που αποκτά κανείς μεγαλώνοντας στα Πατήσια; «Εννοείται», είναι η αβίαστη απάντηση…

Ο κύριος Παναγιώτης εγκρίνει

Εδώ κάπου είθισται στα πορτρέτα τύπου «Ο άνθρωπος Πιερρακάκης, πέρα από τον υπουργό…» να μπαίνουν οι lifestyle λεπτομέρειες του τύπου «μένει στο Μενίδι όπου κατέληξε ως ερωτικός μετανάστης, όπως λέει ο ίδιος, επειδή είναι εκεί το σπίτι της συζύγου του». Ή «είναι Λέων στο ζώδιο και ονομάζει το Λαμπραντόρ του ‘’Vitto’’, από τον Vitto Corleone». Ή «του αρέσει να τσιμπολογάει τυριά και άλλα αρμυρά και όχι γλυκά. Και πίνει 4-5 καφέδες την ημέρα από την εσπρεσιέρα που υπάρχει στο γραφείο του».

Οι συνεργάτες του πάντως, που συμμετέχουν στην καθιερωμένη σύσκεψη των 9.00 στο μεγάλο τραπέζι του γραφείου του (εκείνος φτάνει στο γραφείο πριν τις 9.00), μιλούν για τον «τρόπο» που έχει να εμπνέει ακόμα και τους «πληροφορικάριους» (σ.σ.: εκείνους δηλαδή που επικοινωνούν καλύτερα με τον κώδικα στην οθόνη παρά με τους άλλους ανθρώπους) να συμμετέχουν στο brain storming. Αλλες χαρακτηριστικές λεπτομέρειες που θα αναφερθούν, είναι η γραβάτα που κρέμεται «ετοιμοπόλεμη» στον καλόγερο του γραφείου για περιπτώσεις επίσημων εμφανίσεων, καθώς ο ίδιος συνηθίζει να κυκλοφορεί με το πουκάμισο - άντε και το σακάκι. Εκεί όμως που συμφωνούν όλοι, είναι στο «οικογενειακό» κλίμα που δημιουργεί. «Μπαίνεις στο γραφείο του όπου έχει στοίβες βιβλία. Σου λέει, το θέλεις αυτό; Πάρ’ το να το διαβάσεις…».

Ο ίδιος εξάλλου, ακολουθώντας είτε το ένστικτό του είτε το σύγχρονο πνεύμα του management που θέλει τα στελέχη να διατηρούν επαφή με τον «έξω κόσμο», ώστε να μπορούν να έχουν την οπτική του παρατηρητή του ίδιου τους του εαυτού για να βλέπουν τη «μεγάλη εικόνα» από αντικειμενική σκοπιά («drone view», λέγεται…), είναι μανιακός σινεφίλ και αναγνώστης. Και μπορεί με μεγάλη ευκολία να μιλήσει για τον Κρίστοφερ Νόλαν («προσπαθεί να κάνει ό,τι και ο Κιούμπρικ, ένα αριστούργημα από κάθε κινηματογραφικό είδος…»), όσο και για τα βιβλία του Ισαάκ Ασίμοφ της σειράς Foundation ή ακόμα και για τη θεωρία της «Ψυχοϊστορίας», σύμφωνα με την οποία, αναλύοντας την ψυχολογία ενός λαού βρίσκεις μοτίβα και εξισώσεις που σου επιτρέπουν να προβλέψεις το μέλλον. Αλλωστε, η πρώτη του δουλειά ήταν κριτικός κινηματογράφου (και κριτικός sites), για την οποία μάλιστα είπε ψέματα για την ηλικία του προκειμένου να προσληφθεί.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, συνεχίζει να ονειρεύεται την ώρα που θα ανοίξουν ξανά τα εστιατόρια. Γιατί κάπου στο Μενίδι υπάρχει μια ταβέρνα με παϊδάκια, που κατά πάσα πιθανότητα τον είχε ανακηρύξει «πελάτη της 10ετίας»… Ομως η μεγαλύτερη μαρτυρία για τις βαθύτερες αιτίες αυτού του ομαδικού success story που συνέβη τους τελευταίους μήνες στο Camelot του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, έρχεται από τον κύριο Παναγιώτη, τον καφετζή του κτιρίου. Και με τον πραγματικά εγκάρδιο και οικείο τρόπο που χαιρετά τον κύριο υπουργό (σ.σ.: τα αισθήματα του «κυρίου υπουργού» είναι αμοιβαία). Γιατί όπως λέει μια παλιά παροιμία, μπορείς να ψήσεις τους πάντες και να τους παραπλανήσεις. Ο καφετζής όμως θα σε καταλάβει αμέσως. Γιατί αυτός τα βλέπει όλα για πολλά χρόνια. Και πάντα ξέρει καλύτερα…

*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 16 Μαΐου