Πώς δεν ακούστηκε στην Αθήνα ο ουκρανικός εθνικός ύμνος

Πώς δεν ακούστηκε στην Αθήνα ο ουκρανικός εθνικός ύμνος

Η Μετροπόλιταν Όπερα μπορεί να κάνει πρεμιέρα με την ανάκρουση του ύμνου της Ουκρανίας, αλλά του Έλληνος μουσικού ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει. Η Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων αρνήθηκε, και τελικά δεν έπαιξε τον ουκρανικό εθνικό ύμνο κατά την αρχή της συναυλίας της στο Θέατρο Ολύμπια. Το ερώτημα δεν είναι μόνο γιατί έγινε αυτό αλλά και αν εφεξής κάθε ορχήστρα και χορωδία της χώρας μας θα καθορίζει το ρεπερτόριό της αυτοβούλως.

Οι καλλιτέχνες σε όλο τον πλανήτη, μηδέ πολλών Ρώσων εξαιρουμένων, παίρνουν θέση κατά της Ρωσίας από τη μέρα που άρχισε ο πόλεμος. Δυο τρόποι υπάρχουν να εκδηλωθεί η συμπαράσταση στον σκληρά δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό. Να διακοπούν όλες οι συνεργασίες με επίσημους ρωσικούς κρατικούς οργανισμούς και να βρεθούν καλλιτεχνικοί τρόποι: ένα τραγούδι, ένα ποίημα, μια αφίσα.

Τι απλούστερο από το να ακουστεί ο ουκρανικός εθνικός ύμνος παντού; Είναι το μουσικό έργο που αγκαλιάζουν όλοι οι Ουκρανοί και που τους αντιπροσωπεύει όσο τίποτα άλλο.

Το Δημοτικό Συμβούλιο Αθηναίων, ζήτησε, λοιπόν, από τη Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου να ερμηνεύσει τον εν λόγω ύμνο και οι μουσικοί έλαβαν τις παρτιτούρες. Αντίρρηση δεν υπήρξε, το αντίθετο μάλιστα, έως ότου κάποιοι συνδικαλιστές «δημιούργησαν επεισόδιο στην Ορχήστρα και την Χορωδία, ζητώντας να μην παιχτεί ο Ύμνος της Ουκρανίας, αλλά να παίξουμε κάτι άλλο υπέρ της... "Ειρήνης των Λαών"!» γράφει στο προφίλ του στο Facebook ο μουσικός Μάνος Επιτροπάκης.

«Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί!» συμπληρώνει.

Δυστυχώς, ο ουκρανικός ύμνος δεν παίχτηκε. Ο κ. Επιτροπάκης φώναξε «Ζήτω η Ουκρανία» και καταχειροκροτήθηκε, αλλά ουδείς ντράπηκε από την απαγόρευση, στην ουσία, ανάκρουσης ύμνου μιας χώρας που δέχεται πολεμική εισβολή. Δηλαδή, από μια πράξη πολιτιστικής αλληλεγγύης.

Όχι πως δεν ήταν αναμενόμενο ότι κάτι παρόμοιο θα γινόταν. Δέκα μέρες από την έναρξη του πολέμου, οι καλλιτέχνες έχουν πέσει σε… εαρινή νάρκη και δεν επιθυμούν να εκφέρουν γνώμη. Ποιος; Οι λαλίστατοι, ας πούμε, μόλις η υπουργός Πολιτισμού έκοψε τις συνεργασίες με τους ρωσικούς κρατικούς οργανισμούς.

Όπως πολύ σωστά γράφτηκε, ποιος θα φανταζόταν πως οι καλλιτέχνες και οι πνευματικοί μας άνθρωποι θα ήθελαν να παρακολουθήσουν «Λίμνη των Κύκνων» από τα Μπολσόι σε ζωντανή μετάδοση από το Μέγαρο Μουσικής όταν υπάρχουν χιλιάδες νεκροί και πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες; Μήπως θα ένιωθαν και αγαλλίαση; Μήπως και τα -όσα- χρήματα θα έδινε η χώρα μας για αυτή την αναμετάδοση σε μια χώρα που έχει εισβάλει σε άλλη δεν θα είχε καμιά σημασία που θα πήγαιναν σε ένα κράτος με χέρια αιματοβαμμένα;

Από την αρχή του πολέμου, και όσο ουδείς δείχνει πως προτίθεται να τον καταδικάσει, λέγαμε μεταξύ μας εν είδει αστείου πως οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι έχουν καθυστερήσει να εκφραστούν και να οργανώσουν συναυλίες για… την παγκόσμια ειρήνη! Όχι για τα θύματα του πολέμου, όχι για τον επιτιθέμενο, για όλα τα θύματα όλων των πολέμων. Μάλιστα. Αλλά δεν τους τρυπάει την καρδιά και τις συνειδήσεις το δράμα του ουκρανικού λαού που τώρα υποφέρει μπροστά στα μάτια μας λόγω τηλεοράσεων; Όπως φαίνεται όχι.

Η δικαιολογία όλων είναι (στο περίπου) πως όποιος ερμηνεύει τον ουκρανικό ύμνο, ή παίρνει πρωτοβουλίες υπέρ του Ουκρανικού λαού, δίνει… μήνυμα πολεμικής εμπλοκής της χώρας του. Και… η προσπάθεια του Δημάρχου Αθηναίων, αποτελεί συνέχεια των κυβερνητικών ενεργειών για δημιουργία κλίματος εθνικιστικής πόλωσης ώστε να εμπλακεί η χώρα μας ενεργά στον πόλεμο. Ως καλλιτέχνες, δεν θέλουν, είναι το σκεπτικό, να υπηρετήσει η τέχνη τους το μίσος ανάμεσα στους λαούς. Να μην τεθεί στην υπηρεσία του ενός ή του άλλου στρατοπέδου. Να υπηρετήσει τον άνθρωπο.

Ας μεταφερθούμε, λοιπόν, νοερά, στον Μάρτιο του 1945 ενώ έχει γίνει η απόβαση των Συμμάχων στη Νορμανδία (Ιούνιος του 44) και έχει ξεκινήσει η πορεία προς το Βερολίνο, γεμάτη φονικές μάχες. Και ενώ ο Κόκκινος Στρατός των σοβιετικών έχει πάρει από την άλλη πλευρά επίσης φαλάγγι τους ναζί, έχει απελευθερώσει τους ζωντανούς - νεκρούς του Άουσβιτς και άλλων στρατοπέδων, και κατευθύνεται κι αυτός προς τη Γερμανική πρωτεύουσα, στην οποία θα μπει πρώτος.

Φαντάζεται κανείς πως οι ορχήστρες και οι καλλιτέχνες ανά τον ελεύθερο ή απελευθερωμένο από τους Γερμανούς κατακτητές κόσμο τηρούσαν ουδετερότητα; Πώς δεν αφιέρωναν παραστάσεις και συναυλίες στους Συμμάχους, που, επιτέλους, τα είχαν καταφέρει να κάμψουν τη γιγαντιαία πολεμική μηχανή του φασιστικού Άξονα; Πώς η τέχνη δεν υπηρετούσε την Ελευθερία και τη Δημοκρατία, άρα τον Άνθρωπο;

Αν η τέχνη, τότε, δεν ήταν στρατευμένη υπέρ της ειρήνης (ναι) αλλά και υπέρ εκείνων που πολεμούσαν τον ναζισμό, θα ήταν μια ντροπή που ποτέ δεν θα είχε ξεπλύνει. Είχε στρατευθεί και μάλιστα με όλες τις δυνάμεις της. Θυμίζω, χαρακτηριστικά, την υπέροχα συγκινητική στιγμή στην «Καζαμπλάνκα» όπου Αμερικανοί και Γάλλοι τραγουδούν τη «Μασσαλιώτιδα» σε κλαμπ για να σκεπάσουν τη «Λιλή Μαρλέν» των Γερμανών. Μια σκηνή που πάντοτε φέρνει δάκρυα στα μάτια για το θάρρος όλων των ελεύθερων ανθρώπων. Για όσα μόνο η τέχνη μπορεί να καταφέρει εναντίον των πολεμοχαρών.

Πολλά έχουν αλλάξει τότε, και οι καιροί, και οι πόλεμοι, και οι καλλιτέχνες. Σε περίπτωση που κάποιοι δεν το έχουν προσέξει, έχουν αλλάξει και τα πράγματα. Ο ρωσικός στρατός δεν είναι ο Κόκκινος Στρατός και δεν απελευθερώνει, επιτίθεται αυτή τη φορά. Μηχανικές εξομοιώσεις οδηγούν σε τραγικές παρεξηγήσεις και λάθη. Αν βγάλει κανείς κομματικές ή/και ιδεολογικές παρωπίδες θα το καταλάβει αμέσως. Τι κρίμα, όμως. Οι καλλιτεχνικοί ταγοί του έθνους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αργούν χαρακτηριστικά.