Ο Jeremy Grantham και το κυνήγι της μεγάλης φούσκας

Ο Jeremy Grantham και το κυνήγι της μεγάλης φούσκας

Ο Jeremy Grantham είναι πλέον ογδόντα δύο ετών, παραμένει όμως ενεργός στα χρηματιστηριακά δρώμενα. Ασχολείται με την διαχείριση κεφαλαίων από το τέλος της δεκαετίας του 1960.

Εδώ και 40 και πλέον χρόνια, η GMO (Grantham, Mayo Van Otterloo), επενδυτική επιχείρηση της οποίας είναι συνιδρυτής, είναι από τις πιο γνωστές φίρμες της αγοράς και οι επιστολές που στέλνει στους πελάτες/επενδυτές της κάθε τρίμηνο διαβάζονται από πλήθος αναλυτών, δημοσιογράφων και παρατηρητών των αγορών.

Στους επενδυτικούς κύκλους είναι γνωστός και για τις εκτεταμένες ιστορικές του γνώσεις, όπως και για την έγκαιρη διάγνωση των καταστάσεων υπερβολικής ευφορίας και ανόδου των τιμών που στα χρηματιστήρια τις ονομάζουμε φούσκες. Η διάγνωση ήταν μερικές φορές περισσότερο έγκαιρη απ’ όσο θα ήθελε και ο ίδιος, όπως στην περίπτωση της Ιαπωνικής φούσκας η οποία έσκασε το 1989 και αυτός την είχε προβλέψει από το 1986. Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει και το 1999-2000 με την φούσκα των τεχνολογικών επιχειρήσεων, και το 2007-2008 με την χρηματοοικονομική κρίση.

Λόγω αυτής της τάσης αναζήτησης της επόμενης φούσκας, έχει αποκτήσει (μάλλον αδίκως) την φήμη του perma bear, δηλαδή του επενδυτή που είναι μόνιμα απαισιόδοξος. Αυτό έχει κοστίσει στην GMO τα τελευταία χρόνια, καθώς αρκετοί πελάτες έχουν αποσύρει τα χρήματά τους διαφωνώντας με την συντηρητική στάση της εταιρείας.

Προχθές Τρίτη, ο Grantham απάντησε για διάστημα πλέον της μίας ώρας, στις ερωτήσεις των συνδρομητών του Bloomberg, σε ένα είδος ζωντανού blog. Σε γενικές γραμμές, επανέλαβε τις γνωστές εδώ και μήνες θέσεις του για την κατάσταση των αγορών, ελαφρώς ενισχυμένες σε σχέση με ό,τι έλεγε στις αρχές του χρόνου.

Ο Grantham είναι πεπεισμένος πως οι αγορές μετοχών και ομολόγων βρίσκονται σε κατάσταση φούσκας και όσον αφορά στις αποτιμήσεις, και όσον αφορά στην συμπεριφορά των επενδυτών.  Για τις αποτιμήσεις δεν χρειάζεται και πολύ για να μας πείσει πως βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, κυρίως λόγω των χαμηλότερων επιτοκίων των τελευταίων τεσσάρων χιλιάδων ετών. Τα πολύ χαμηλά επιτόκια έχουν κάνει πολύ ακριβά τα ομόλογα, και έχουν ανεβάσει πάρα πολύ τα περιθώρια κέρδους και κατά συνέπεια τις χρηματιστηριακές αποτιμήσεις των μεγάλων επιχειρήσεων, αυξάνοντας κατά πολύ τις πιθανότητες «ατυχημάτων» όταν κάποια στιγμή αυξηθούν τα πραγματικά επιτόκια.

Όσον αφορά στην επενδυτική συμπεριφορά, έδωσε ορισμένα παραδείγματα που κατά την άποψή του (μάλλον όχι μόνο την δική του), δείχνουν πως ορισμένοι τομείς της αγοράς βρίσκονται σε κατάσταση μανίας. Αναφέρθηκε χαρακτηριστικά στα λεγόμενα «meme stocks», δηλαδή τις μετοχές που αγοράζονται κυρίως από μικροεπενδυτές που ακολουθούν διάφορες μόδες που υπαγορεύονται από τα κοινωνικά δίκτυα, ενώ δεν ξέχασε τα κρυπτονομίσματα, την εικόνα των οποίων παρομοίασε με τον δείκτη Nasdaq λίγο πριν την κατάρρευσή του το 2000.

Συνδυάζοντας τις αποτιμήσεις με τις ενδείξεις μανίας, θύμισε την τεράστια διαφορά στις αποτιμήσεις μεταξύ της Tesla και όλων των παραδοσιακών αυτοκινητοβιομηχανιών (διαφορά που έχει μικρύνει από τότε αλλά παραμένει χαώδης), και επισήμανε πως στην αρχή του χρόνου η εταιρεία Quantum Scape, που φιλοδοξεί να πρωταγωνιστήσει στην αγορά μπαταριών για αυτοκίνητα, είχε χρηματιστηριακή αξία μεγαλύτερη από την General Motors.

Ο Grantham υποστηρίζει πως η φούσκα που ζούμε είναι επικών διαστάσεων και θυμίζει την περίπτωση της Ιαπωνίας του 1989, καθώς σε κατάσταση υπερτίμησης βρίσκονται σε πολλές δυτικές χώρες οι αγορές μετοχών, ομολόγων και ακίνητης περιουσίας, ενώ και τα εμπορεύματα βρίσκονται σε πολυετή υψηλά.

Κατά την άποψή του, υπεύθυνοι για την κατάσταση που επικρατεί τώρα και για τα μεγάλα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουμε όταν σκάσει η φούσκα, είναι οι επικεφαλής των κεντρικών  τραπεζών, οι οποίοι μονίμως αφήνουν τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο χρειάζεται, φουσκώνοντας τις αγορές και δυσκολεύοντας την ομαλή επάνοδο σε πιο φυσιολογικά επιτόκια.

Όσον αφορά στο πότε θα σκάσει η φούσκα, εκτιμά πως δεν θα αργήσει πολύ, κρίνοντας από ορισμένα σημάδια που έχουμε δει σε παρόμοιες παλαιότερες περιπτώσεις. Κατά τον Grantham, τέτοιο σημάδι είναι η σημαντική υποχώρηση των πιο υπερτιμημένων τομέων των αγορών, όπως παρατηρούμε τους τελευταίους μήνες με την πορεία των κρυπτονομισμάτων, των SPAC και αρκετών μικρών εταιρειών του τεχνολογικού κυρίως χώρου. Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να καθυστερήσει λίγο την γενίκευση της πτώσης, αλλά δεν θα καταφέρει να την αποτρέψει, πάντα κατ’ αυτόν.

Για να μην τον αδικήσουμε, ο Grantham δεν λέει πως τα πάντα είναι πανάκριβα, πιστεύει πως οι μετοχές των αναδυομένων αγορών, καθώς και οι λεγόμενες μετοχές αξίας (value stocks) προσφέρουν ένα ασφαλές καταφύγιο στους επενδυτές, όπως βέβαια και τα μετρητά, τα οποία θα είναι πολύ χρήσιμα όταν οι μετοχές αξιόλογων επιχειρήσεων θα ξαναβρεθούν σε λογικά επίπεδα.

Επίσης, πιστεύει πως οι μετοχές του κλάδου των ηλεκτρικών οχημάτων, και γενικά όσες μετοχές έχουν σχέση με την στροφή στην «πράσινη ανάπτυξη», μπορεί να είναι αρκετά ακριβές και να πέσουν πολύ όταν «σκάσει η φούσκα» αλλά θα επανέλθουν σταδιακά γιατί το μέλλον είναι δικό τους, θυμίζοντας την πορεία της Amazon μετά το σκάσιμο της φούσκας του Nasdaq. Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει για ορισμένες από τις πρώτες ύλες που έχουν σχέση με την πράσινη στροφή, αναφέροντας μάλιστα το λίθιο και τον χαλκό. Εδώ αξίζει να πούμε πως ο Grantham είναι πολύ ενεργός στα «πράσινα» θέματα και το 2016 τιμήθηκε από τον πρίγκηπα Ουίλιαμ του Ηνωμένου Βασιλείου, για την προσφορά του υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος.  

Οι ανησυχίες και οι παρατηρήσεις του Jeremy Grantham, έχουν όλες λογική βάση και θεωρητική τεκμηρίωση. Δεν ξέρουμε όμως πως θα εξελιχθούν τα πράγματα, μπορεί τελικά το σκάσιμο μίας σειράς από «μικρές φούσκες» όπως π.χ. τα κρυπτονομίσματα και τα SPAC να αποφορτίσει την κατάσταση και να επιτρέψει στις αγορές να κρατήσουν τα τωρινά υψηλά, ή ακόμα υψηλότερα επίπεδα, με την βοήθεια πάντα των χαμηλών επιτοκίων και της εγκατάλειψης της λιτότητας.

Μπορεί η τεράστια ανάγκη για επενδύσεις σε έργα υποδομής, σε όλο τον δυτικό κόσμο, να απορροφήσει όλα αυτά τα χρήματα που μπαίνουν στην οικονομία και να αποτρέψει την εμφάνιση σοβαρών  πληθωριστικών πιέσεων που μπορεί να απειλήσουν το καθεστώς των χαμηλών επιτοκίων. Μπορεί όμως να έχει δίκιο ο Grantham, και κάποια στιγμή μέσα στους επόμενους μήνες ή λίγο πιο μακριά, να ζήσουμε καταστάσεις ανάλογες με κάποιες από τις πάμπολλες που έχει μελετήσει στην μακρόχρονη καριέρα του. Όπως και να έλθουν όμως τα πράγματα, είναι φρόνιμο να ακούσουμε τις απόψεις του με προσοχή, κάτι χρήσιμο θα μας μείνει.