Μπαμπινιώτης στο Liberal: Τι πρέπει να γίνει για να αναβαθμισθεί η εκπαίδευση στην Ελλάδα

Μπαμπινιώτης στο Liberal: Τι πρέπει να γίνει για να αναβαθμισθεί η εκπαίδευση στην Ελλάδα

Κατάργηση και συγχώνευση μη βιώσιμων τμημάτων σχολών με πρωτοβουλία των διοικήσεων των πανεπιστημίων και παρά το όποιο πολιτικό κόστος. Καθιέρωση ενός μοντέλου εισαγωγής στα ΑΕΙ όπου θα λαμβάνεται υπόψιν η επίδοση των τριών τάξεων του Λυκείου, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό, αφού μόνο έτσι ένα ίδρυμα μπορεί να έχει επαρκή εικόνα για τον υποψήφιο φοιτητή του, καθώς από μόνη της η τρίωρη εξέταση των πανελλαδικών δεν αρκεί. Κυρίως όμως αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης, μέσω ΙΕΚ αλλά και καθιέρωσης πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών 2ετούς ή 3ετούς φοίτησης. Είναι μερικές από τις προτάσεις που καταθέσει μέσω Liberal ο πανεπιστημιακός και πρώην υπ. Παιδείας, Γιώργος Μπαμπινιώτης για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης στη χώρα μας.

Στην ίδια λογική και η πρότασή του οι εξετάσεις να διεξάγονται από ένα ειδικό φορέα που δεν θα συνδέεται με το υπ. Παιδείας, θα επιτρέπει στους μαθητές να κρατούν βαθμολογία και να επαναλαμβάνουν τις εξετάσεις στο μάθημα που δεν πήγαν καλά. «Αδιανόητο σε Βρετανία και Γερμανία ένα 70% των μαθητών να επιλέγει επαγγελματικές σχολές και στην Ελλάδα αυτό να μην αφορά ούτε το 30%», τονίζει χαρακτηριστικά.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

Τι πρέπει τελικά να γίνει με τις σχολές που δεν έχουν ζήτηση; Χρειάζεται επανασχεδιασμός ο πανεπιστημιακός χάρτης, όπως συνενώσεις και κλείσιμο σχολών και σε τι βαθμό αυτό μπορεί να συναντήσει εμπόδια λόγω πολιτικού κόστους;

Το πολιτικό κόστος μου είναι τελείως αδιάφορο. Ως άνθρωπος που έχω διοικήσει το πανεπιστήμιο Αθηνών έχω άποψη επί του θέματος και είναι απλή. Πρέπει οι διοικήσεις των πανεπιστημίων, με αίσθηση ευθύνης, να μελετήσουν με βάση και τα νέα αποτελέσματα από το τόλμημα της καθιέρωσης ελάχιστης βάσης εισαγωγής και να δουν τι θα κάνουν με τμήματα τα οποία δεν είναι βιώσιμα. Ο αριθμός τους είναι μεγάλος αν το δει κανείς για το σύνολο της χώρας, αλλά ανά πανεπιστήμιο είναι λιγοστά. Άρα το πρόβλημα είναι αντιμετωπίσιμο. Αυτά λοιπόν τα λιγοστά τμήματα πρέπει οι διοικήσεις των ΑΕΙ είτε να τα συνενώσουν με άλλα, είτε να τα καταργήσουν, με πρόβλεψη για την επόμενη ημέρα των φοιτητών και του προσωπικού που διδάσκει εκεί. Χρειάζεται τόλμη. Πιθανώς να υπάρξουν αντιδράσεις από τοπικούς παράγοντες. Αλλά δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να αντιμετωπίζουμε παθητικά το θέμα. Το θέμα της πανεπιστημιακής παιδείας και της επαγγελματικής αποκατάστασης οδηγεί αναπόφευκτα σε ανασχεδιασμό του ακαδημαϊκού χάρτη. Είναι το νέο τοπίο που δρομολογούν οι επιπτώσεις της ελάχιστης βάσης εισαγωγής.

Αυτό το πρόβλημα δεν τακτοποιείται με την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής ή η ρύθμιση του υπ. Παιδείας ήταν απλώς το πρώτο βήμα;

Επιχειρείται να επιλυθεί με την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει μια βάση εισαγωγής στα πανεπιστήμια. Δεν είναι δυνατόν το εκπαιδευτικό μας σύστημα να συνεχίζει να απορροφά ανέτοιμα για τη τριτοβάθμια εκπαίδευση παιδιά. Καλώς έγινε η ρύθμιση, τα εύσημα ανήκουν στην υπουργό και την κυβέρνηση που το τόλμησε, αλλά είναι κάτι που ισχύει σε όλα τα πανεπιστήμια διεθνώς, δεν πρόκειται για κάποια πρωτοφανή σύλληψη. Είναι επομένως ένα πρώτο βήμα ώστε να αποκτήσουν λόγο τα πανεπιστήμια στα κριτήρια εισαγωγής των φοιτητών. Στην Ευρώπη, κάθε πανεπιστήμιο έχει άποψη στην επιλογή των φοιτητών του.

Έχω προτείνει και το θεωρώ το καλύτερο σύστημα, το βασικό κριτήριο για την εισαγωγή σε ΑΕΙ είναι να λαμβάνεται κυρίως υπόψιν η επίδοση των τριών τάξεων του Λυκείου. Τα τρία αυτά έτη δίνουν στο πανεπιστήμιο μια πολύ καλή εικόνα για τον υποψήφιο φοιτητή. Έτσι κάνουν σε μεγάλο βαθμό τα ξένα πανεπιστήμια, παρακολουθούν την επίδοση του υποψηφίου στο λύκειο, δηλαδή στην καθοριστική βαθμίδα. Τέτοια εικόνα δεν γίνεται να προσφέρει η τρίωρη εξέταση των πανελλαδικών. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο και στην Ελλάδα θα έπρεπε να υπάρξει ένας αξιόπιστος τρόπος αξιολόγησης των μαθητών σε αυτή τη τριετία– έτσι είχε προκύψει και η ανάγκη δημιουργίας της «τράπεζας θεμάτων». Τέτοια μοντέλα στο εξωτερικό είναι αποτελεσματικά, ακριβώς επειδή είναι αξιοκρατικά. Αν θέλουμε να έχουμε μια αξιόπιστη εικόνα του μαθητή αυτή είναι η λύση. Στην Ελλάδα ωστόσο, κάθε φορά που πέφτει στο τραπέζι μια παρόμοια ιδέα, πυροδοτούνται αντιδράσεις από μαθητές, γονείς, κόμματα της αντιπολίτευσης και για λόγους πολιτικού κόστους η εκάστοτε κυβέρνηση δεν το αποτολμά. Επίσης μια άλλη πρόταση, την οποία έχουμε εισηγηθεί τα τελευταία χρόνια μέσα από τον εθνικό διάλογο για την παιδεία, είναι οι εξετάσεις να διενεργούνται από έναν εθνικό φορέα εξετάσεων, μέσα δηλαδή από ένα μοντέλο που θα έδινε στον μαθητή να κρατήσει βαθμολογία και να επαναλάβει την εξέταση εκεί που δεν πήγε καλά, ώστε την επόμενη φορά να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο της επιλογής του. Έγινε επομένως ένα πρώτο σωστό βήμα με την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, μένει να δούμε τη συνέχεια.

Ένα άλλο θέμα αφορά την επαγγελματική εκπαίδευση. Εκεί που στην Ευρώπη, τα πανεπιστήμια αποτελούν στόχο εισαγωγής για το 30% των μαθητών, στην Ελλάδα εισαγωγή στα ΑΕΙ επιδιώκει πάνω από το 70%. Έχει αναβαθμισθεί στην πράξη η επαγγελματική εκπαίδευση;

Αγγίζετε την καρδιά του προβλήματος. Το βαθύτερο πρόβλημα της ανώτατης εκπαίδευσης είναι ότι καθοδηγούμε τα παιδιά προς σχολές που δεν έχουν καμία σχέση με την τεχνολογία και την πρόοδο στις εφαρμοσμένες επιστήμες. Αδιανόητο στην Βρετανία και στη Γερμανία ένα 70% των μαθητών να επιλέγει επαγγελματικές σχολές και στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό να μην είναι ούτε 30%. Η προσπάθεια αναβάθμισης των ΕΠΑΛ από την παρούσα κυβέρνηση, η πιστοποίηση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, το γεγονός ότι πάνω από 22.000 υποψήφιοι επέλεξαν ειδικότητες στα δημόσια ΙΕΚ της χώρας, είναι στην θετική κατεύθυνση. Αλλά το εγχείρημα αυτό χρειάζεται οργάνωση και ανάδειξη της σημασίας του στην κοινωνία, να ανατρέψουμε την βαθιά αποτυπωμένη άποψη ότι το παιδί πρέπει να γίνει νομικός και γιατρός, όχι ένας καλός τεχνίτης. Το επόμενο μεγάλο στοίχημα είναι η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και αφορά όλα τα επίπεδα. Καταρχήν με αναβάθμιση των ΙΕΚ. Κατά δεύτερο, τα ίδια τα ΑΕΙ να καθιερώσουν προγράμματα σπουδών 2ετούς ή 3ετούς φοίτησης για να αποκτήσει πτυχίο μιας τεχνικής ειδικότητας. Και όλα αυτά να έχουν πιστοποίηση, αναγνώριση και απήχηση στον επαγγελματικό χώρο, στην οικονομία. Απαιτείται ένας σχεδιασμός, χρηματοδότηση και πόροι για εργαστήρια, υποδομές, πρόσληψη κατάλληλου διδακτέου προσωπικού από τα πανεπιστήμια. Και πρέπει τέλος να υπάρξει σύμπνοια των πολιτικών δυνάμεων, αν συμφωνούσαν σε πέντε βασικά σημεία, ζητήματα σαν τα παραπάνω θα είχαν λυθεί εδώ και χρόνια. Το επόμενο λοιπόν μεγάλο στοίχημα είναι αυτό της επαγγελματικής εκπαίδευσης.