Η κιβωτός και η κοιτίδα του συγγραφέα

Η κιβωτός και η κοιτίδα του συγγραφέα

Η γλώσσα και η μνήμη μιας σχεδόν εκατόχρονης γυναίκας, η ζωή της και η ιστορία ενός τόπου κι ενός ήδη σχεδόν χαμένου χρόνου, η προσωπική κιβωτός και κοιτίδα του συγγραφέα σε έναν μονόλογο- ποταμό με έναν γλωσσικό πλούτο που ήταν τόπος και τρόπος, ο χαμένος συγγραφικός παράδεισος παρά τα λάθη και τα πάθη του σε ένα μυθιστόρημα που γίνεται «ο ξανακερδισμένος χρόνος» της Αλέξως, αλλά και ο δικός του μέχρι χθες ανακτηθείς «Χαμένος –του- Χρόνος».

Σωτήρης Δημητρίου «Ουρανός απ' άλλους τόπους», Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 584

Εάν πάρουμε ως δεδομένο ότι ένα βιβλίο, τελικά, στη ζωή μας γράφουμε ή ξαναγράφουμε, το τελευταίο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου είναι ο δικός του «ξανακερδισμένος χρόνος», όσον αφορά το δικό του «Αναζητώντας τον χρόνο» που ξεκίνησε με τα διηγήματα «Ντιάλιθ’ ιμ Χριστάκη», συνεχίστηκε στα μυθιστορήματα «Τους τα λέει ο Θεός» και «Ν’ ακούω καλά τα’ όνομά σου» για να καταλήξει ποταμός στον ωκεανό με τη ζωή και τη φωνή της σχεδόν εκατόχρονης Αλέξως, στο «Ουρανός απ’ άλλους τόπους». Διασώζοντας αριστουργηματικά πια σ’ αυτό την γλώσσα και τη μνήμη της μάνας του, την κοιτίδα του τόσο διαφορετικά πολύτιμου λογοτεχνικού σύμπαντος κόσμου του.

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ο λιθοξόος της ελληνικής λογοτεχνίας. Απέριττος μέχρι σιωπής. Λιτός έως καταργήσεως. Πηγαίος σχεδόν αρχετυπικός. Τόσο λεπτοδουλεμένος έως αχειροποίητος. Ο Σωτήρης Δημητρίου ειδικά στα προηγούμενα διηγήματα «Τα όνειρά μου δέλουν», «Σαν το λίγο το νερό», «Θάμπωσε ο νους», «Η βραδυπορία του καλού»… ήταν σαν την Πυθία. Χρησμός. Ο πυρήνας της ύπαρξής μας ατόφιος. Και οι αρμοί της κατάβασης. Λες και την «ακούει» ο συγγραφέας την ιστορία του. Να έρχεται από σοφά, άγρια, άγνωστα βάθη.

Και στο καινούργιο βιβλίο του, την «ακούει» την ιστορία του. Έρχεται μάλιστα σαν αχλολοή από γνωστά κι αγαπημένα σπλάχνα και χείλη. Εκείνος, ως καλός συγγραφέας φροντίζει και πάλι να εξαφανίζεται. Η Αλέξω αναπνέει, θυμάται, μιλάει, τραγουδάει, μοιρολογάει, αναθυμάται όλα τα αποθαμένα της και τα διασώζει μαζί με μια γλώσσα που χάνεται, για να ‘χεις να αφουγκραστείς όταν το σύμπαν όλο φυλλορροεί και καταρρέει.

«Την θέλω την έρημη την ζωή. Είπε κανένας να πεθάνει; Έτσι τα κατάφερε ο θεουλάκης. Γιατί τον δίνει τον άνθρωπο; Θε μου, σχώρα με, μεγάλη κουβέντα λέω, αλλά καλά λέω. Γιατί τον δίνει αφού τον παίρνει πίσω; Να μην το είχε δώσει καθόλου. Τι καρτερώ τώρα εγώ; τον χάρο. Να μην καταλάβαινα κάνε, αλλά ποιος τα ξέρει αυτά. Από τα μικρά μου χρόνια, παιδέψου, παιδέψου, παιδέψου, τι κατάλαβα; Ένα χουουου στα πλατανόφυλλα» (569).

Στο καινούργιο του μυθιστόρημα η Αλέξω που είναι η μάνα του, σε έναν προφορικό μονόλογο και σχεδόν με μια σωματική ποιητική γλώσσα που χάνεται, ανασταίνει το παλίμψηστο του δικού της κόσμου που χάθηκε, μνημονεύοντας έναν έναν μέσα από ένα σπλαχνικό συνειρμικό μονόλογο και ανασταίνει μόχθους και κόπους και Κατοχή και πόλεμο και εμφύλιο, με πληγή χαίνουσα την δολοφονημένη από τους αντάρτες μάνα της.

Η Αλέξω γεννήθηκε στην Πόβλα, σύνορο με την Αλβανία, «περπατά[ει] κοντά τα εκατό» (σ. 544), έχει παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα (δίγγονα τα λέει η ίδια), και ζει τώρα μόνη της στη ’Γουμενίτσα. Μιλάει σε κάποιον, του απευθύνεται, χειρονομεί, βγάζει επιφωνήματα και ο συγγραφέας αποτυπώνει στο κείμενό του τον ρυθμό του λόγου. Η αφήγηση είναι συνειρμική, πάει από το ένα στο άλλο, αυτό που η ίδια ονομάζει αφολοή, αχός που ξεπηδά από μέσα της και έρχεται στην επιφάνεια της μνήμης.

Η Αλέξω έχει άλλες πέντε αδελφές και έναν μικρό αδελφό. Η μάνα τους, η Μηλιά, είναι μια γυναίκα ακατάβλητης εργατικότητας, «από νύχτα σε νύχτα ζεμένη στο μάγκανο» (σελ. 22), προκομμένη («όπου ήβρισκε εδώ, εκεί, φωλιά με χώμα, τσίτωνε κηπικά, μυρωδικά. Ουδέ πιθαμή χέρσο» (σελ. 107), συνετή, προνοητική, φιλόξενη και φιλάλληλη (σελ. 68), «ψωμοδότα», ένα βήμα μπροστά από την κοινωνία της (έβγαλε πρώτη τα «ρουτιά», πρώτη φόρεσε παπούτσια, από τις πρώτες που άφησε κάτω την κοτσίδα της, σελ. 21), αλλά είναι και σκληρή με τα παιδιά της: τα στέλνει σε βαριές δουλειές από πολύ μικρά (βλ. σελ. 137-138).

Το μυθιστόρημα είναι το πορτρέτο μιας κοινωνίας: φτώχεια, πείνα, σκληρή δουλειά, καταπίεση των γυναικών και των μικρών παιδιών, βία και αποκλεισμός (τη δύστυχη Πανωραία που την έχουν βιάσει Τσάμηδες –Τούρκοι, στη γλώσσα του τόπου– δεν θέλουν να τη δουν ούτε οι γονείς της, γιατί είναι πια μολεμένη και την αφήνουν να πεθάνει, σελ. 287-293), δεισιδαιμονία, καταλαλιά, κατάρες, τυφλά μίση, ξενιτεμός (Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία), πόλεμος, Κατοχή, Εμφύλιος. Ο κόσμος της Πόβλας είναι ένας κόσμος του προφορικού πολιτισμού, όπου το τραγούδι και ο χορός έχουν μεγάλη θέση: «έστρωναν τον χορό με τα τραγούδια πο’ ’πρεπε και με τα πατήματα, όχι ταραές και φωνές» (σελ. 160). Η θρησκευτικότητα δεισιδαιμονική: «ο πατέρας ήταν βλάσφημος, λόγο και χριστοπαναΐγια, αλλά ήτανε και θρήσκος», κρατούσε τις νηστείες (σελ. 64, βλ. και σελ. 291).
Από όσα έζησε και τράβηξε η Αλέξω ένα μένει μέσα της άσβηστο και την περονιάζει ακόμη και τώρα στα βαθιά γεράματα, και έρχεται και επανέρχεται στην αφήγησή της από την αρχή (σελ. 14) έως το τέλος: ο φόνος της μάνας της από τους αντάρτες. Όλη η φαμίλια γλίτωσε εκτός από τη μάνα: την πιάσανε, την πήγανε στον Λια και τη σκότωσαν.
Η Αλέξω είναι αντικομμουνίστρια. Βρίζει τους κομμουνιστές και τους υποστηρικτές τους, με πάθος και έμπνευση. «Αυτές που δεν έκαναν ούτε για σκιάχτρο στ’ αμπέλι» (σελ. 255), λέει για τις κομμουνίστριες, έκαναν διαφωτισμό. Ο άντρας της ο Φώτος έχει πάει για λίγο στους χίτιδες (σελ. 407) και έτσι θα πάρουν ένα σπιτάκι στη Νέα Ελβετία της ’Γουμενίτσας, που, αν δεν ήσουν εθνικόφρων, δεν το έπαιρνες (σελ. 531). Στο χωριό, στην Πόβλα, μετά τον χαμό της μάνας της, πάει πολύ σπάνια, σε καμιά κηδεία, «αρύ και πού σε λύπη» (σελ. 268). Δεν το αντέχει, εξάλλου ρήμαξαν όλα, λόγγιασαν.

Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος χειροτέρεψε την κατάσταση στην Πόβλα και στα γύρω χωριά και ο Εμφύλιος που ακολούθησε επέφερε μιαν αφάνταστη σκληρότητα. Οι περισσότεροι άνδρες εγκατέλειψαν τα χωριά τους για να μην τους στρατολογήσουν με τη βία οι αντάρτες κομμουνιστές που κατέλαβαν την περιοχή το φθινόπωρο του 1947, οι νέες γυναίκες επιστρατεύτηκαν στον Δημοκρατικό Στρατό και τα μικρά παιδιά μεταφέρθηκαν σε κομμουνιστικές χώρες στον Βορρά. Στην καχυποψία και τον φόβο, προστέθηκαν ο φθόνος, η προδοσία και η ψευδομαρτυρία.

Η μητέρα της Αλέξως, η Μηλιά, η σύζυγος του προέδρου του χωριού, που όπως και οι περισσότεροι άντρες της Πόβλα, τράπηκε σε φυγή καθώς πλησίαζε ο Δημοκρατικός Στρατός. Όταν οι αντάρτες δεν κατάφεραν να βρουν τον πρόεδρο του χωριού, άρπαξαν τη γυναίκα του τη Μηλιά. «Τις έκλεισαν τις γυναίκες στο κατώι του Λιάγκου. Τους έβαλαν τη μασιά πυρωμένην στον γκιοζι και στο στόμα. Μας τάειπε με χρόνια η Χρυσάνθη του Λιάγκου που την είχαν απόλυκουν. Ω, παιδάκια μου, τους έλεγε, έχω έξι κοπέλες παντρεμένες και ανύπαντρες. Και αυτή κοροϊδευαν που έκανε αράδα το σταυρό… Δεν αγλυμονήθηκαν κείνα τα δουλεμένα τα τυραγνισμένα χέρια;». Αλλ’ η Μηλιά δεν ήταν το μόνο θύμα…

Ο συγγραφέας έχει ξαναμιλήσει για όλα αυτά στο μυθιστόρημά του «Τους τα λέει ο Θεός», αλλά ποτέ τόσο παραστατικά, με τόσο θρήνο, με τόσο σπαραγμό, με τόσο μένος.

Όμως, εκτός από κοινωνικός, λαογραφικός και ιστορικός θησαυρός, αυτό το μυθιστόρημα είναι ο γλωσσικός θησαυρός μιας κοινωνίας κι ενός πολιτισμού που χάνεται, εάν δεν έχει χαθεί ήδη. Ο Σωτήρης Δημητρίου το συνηθίζει να διασώζει την ποιητικότητα της γλώσσας που μιλούν αυτές οι γυναίκες, «Να, για παράδειγμα, ελάχιστες λέξεις προς χαρακτηρισμό γυναικών: σκορπαλεύρω (σπάταλη νοικοκυρά), γραφοχέρα (γυναίκα με επιδεξιότητα στα χέρια), ηλιοκατέβατη (όμορφη), ισιοπέραστη (αθώα), συγκάμισσα (η φιλενάδα με την οποία συγκάνεις και λέτε και τα δικά σας), εξυπνοπουτάνα, μοναχοφαούσω» όπως ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ξεχωρίζει. Υπογραμμίζοντας: «Κάθε σελίδα του βιβλίου είναι θησαυρός. Σαστίζεις με την ευθυβολία, τη λιτότητα, την ευρηματικότητα, την ποιητικότητα, τις μεταφορές αυτής της γλώσσας.

Εδώ, στη γλώσσα, βρίσκεται η μεγάλη δύναμη του βιβλίου… Ασφαλώς και η γλώσσα είναι του τόπου και των ανθρώπων του, αλλά για να μπορέσεις σήμερα να αφηγηθείς στην αμίλητη πια αυτή γλώσσα, πρέπει να έχεις εσύ ο ίδιος φίνο μουσικό αυτί, να έχεις το χάρισμα της σωματικής αναστάτωσης στο σπάνιο άκουσμά της. «Αυτή μου τα ’μολόγαγε εμένα, εγώ τα λέω σε σένα και βάλ’ τα καλά στο αυτί σου» (σελ. 192), λέει κάποια στιγμή η αφηγήτρια στον ακροατή – συγγραφέα, μεταφέροντάς του διήγηση της αδελφής της Αρετής. Ο Σωτήρης Δημητρίου τα έβαλε καλά στο αυτί του και την ψυχή του τα λόγια αυτά και τη μουσική τους, γι’ αυτό μπόρεσε και τα έβαλε και στο χαρτί, ώστε να μείνουν εις τον αιώνα λαμπρό μνημείο της ελληνικής λαλιάς.»

Με σπαραγμό αλλά και χιούμορ, με αυτή την αίσθηση του πετρωμένου τετελεσμένου αλλά και με την υπέρβαση της ανατροπής να καραδοκεί, με το σύμπαν να διαφαίνεται στις μικρές ζωές και στις σπασμένες ιστορίες, με τις λέξεις να γίνονται σύμπαν κι εκείνη παρούσα να μας υποδεικνύει ακόμα και τις ραφές στο κέντημα του Θεού. Παντού ενυπάρχει το σύμπαν, ακόμα και στην «αυτονομία της φωνής», ποτέ δεν ξέρεις πού θα βρει ο καθένας τον επίγειο ή ουράνιο θεό του, την «φωλεά των νευρώνων». Αυτή τη φορά ο Σωτήρης Δημητρίου και το επιθυμεί και μας παίρνει μαζί. Σε όλες τις ιστορίες και στο σύμπαν του, ακόμα και ως την «φωλεά των νευρών». Μέσα από την ποιητική και βασανισμένη φωνή- ζωή- γλώσσα- μνήμη της ίδιας του της μάνας.

Βιβλία του συγγραφέα:

Ψηλαφήσεις. Ποιήματα, Δωδώνη, 1985

Ντιάλιθ' ιμ, Χριστάκη. Διηγήματα, Ύψιλον, 1987· 2η έκδ. Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998, 5η έκδ. Πατάκη 2018

Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη. Διηγήματα, Κέδρος, 1989, 4η έκδ. 1998, 5η έκδ. Πατάκη 2019

Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου. Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1993, 9η έκδ. 1998, 10η έκδ. Πατάκη 2015

Η φλέβα του λαιμού. Διηγήματα, Πατάκη, 1998, 4η έκδ. 1999

Η βραδυπορία του καλού. Διηγήματα, Πατάκη, 2001, 2η έκδ. 2019

Τους τα λέει ο Θεός. Μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2002, 2η έκδ. Πατάκη 2016

Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Αφήγημα, Πατάκη, 2005

Σαν το λίγο το νερό. Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, 2η έκδ. Πατάκη 2017

Τα ζύγια του προσώπου. Διηγήματα, Πατάκη, 2009

Η σιωπή του ξερόχορτου. Νουβέλα, Πατάκη, 2011

Το κουμπί και το φόρεμα. Διηγήματα, Πατάκη, 2012

Κοντά στην κοιλιά. Μυθιστόρημα, Πατάκη, 2014

Τα όνειρα μού δέλουν. Διηγήματα, Πατάκη, 2015

Θάμπωσε ο νους. Διηγήματα, Πατάκη, 2017

Ουρανός απ' άλλους τόπους, Μυθιστόρημα, 2021

Μεταφράσεις

Στα αγγλικά:

Woof, Woof Dear Lord and Other Stories, μετάφραση: Leo Marshall, Kedros, 1995

May Your Name Be Blessed, μετάφραση: Leo Marshall, University of Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000

Στα γερμανικά:

Lass es dir gut gehen, μετάφραση: Birgit Hildebrand, Romiosini, Koln 1998.

Στα ολλανδικά:

Het ga je goed, Dimitris, μετάφραση: Hero Hokwerda, Styx Reblications, Eironingen 2000