Γιατί υποχωρούν τα διεθνή χρηματιστήρια -Οι επενδυτικές επιλογές

Γιατί υποχωρούν τα διεθνή χρηματιστήρια -Οι επενδυτικές επιλογές

Τα σύννεφα στον ορίζοντα των αγορών αυξάνονται και πληθύνονται. Δεν έχουν όμως  τιμολογηθεί ή προεξοφληθεί. Και ενώ οι σταθμισμένοι κινητοί μέσοι των 200 ημερών αποκτούν την υφή αντίστασης για ένα σύνολο βαρυσήμαντων δεικτών, η ανακοίνωση της Gazprom για διακοπή παροχής φυσικού αερίου στην Πολωνία και στη Βουλγαρία έπεσε σαν «βόμβα» στην αγορά, εκτινάσσοντας 17% τις τιμές φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Το κάδρο συμπληρώνεται από μια σειρά κινδύνων που θα κάνουν τη ζωή των επενδυτών σαφώς δυσκολότερη τις επόμενες εβδομάδες.

Ο S&P500, έχει υποχωρήσει σχεδόν 8% από τα τέλη του Μαρτίου και πάνω από 12% από την αρχή του έτους, αντανακλώντας την αυξανόμενη ανησυχία των επενδυτών για τον ρυθμό νομισματικής σύσφιξης, τους αντίθετους ανέμους ανάπτυξης στην Κίνα και την μετατροπή του πολέμου στην Ουκρανία σε μια παρατεταμένη σύγκρουση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις πληθωριστικές πιέσεις σε έναν πολύ μεγάλο αριθμό εμπορευμάτων, με ευθεία αντανάκλαση στις τιμές της ενέργειας.

Οι σταθμισμένοι  κινητοί μέσοι των 200 ημερών αρχίζουν να αποκτούν την υφή της αντίστασης στα τεχνικά διαγράμματα ολοένα και περισσότερων αγορών, από τον S&P500 έως τον γερμανικό δείκτη Dax, τον γαλλικό δείκτη Cac40 και από  τον δείκτη HangSeng και τον SSEC Composite έως τον Nikkei 225.

Δεδομένου του πλήθους των εταιρειών που ανακοινώνουν αποτελέσματα αυτή την εβδομάδα αλλά και των κρίσιμων σημείων που έχουν προσεγγίσει δύο εκ των βασικότερων αγορών που παραδοσιακά δίνουν το «στίγμα» για τη συνέχεια,  οι αμέσως επόμενες ημέρες θεωρούνται ιδιαίτερης σημασίας καθώς θα δούμε αν θα κρατήσει ο S&P 500 τις 4120 μονάδες και ο Dax τις 13750 μονάδες.

Έσω έτοιμοι λοιπόν, καθώς τα σύννεφα στον ορίζοντα των αγορών συνεχίζουν να αυξάνονται και να πληθύνονται και κάθε άλλο παρά έχουν τιμολογηθεί ή προεξοφληθεί.

O πόλεμος στην Ουκρανία εξελίσσεται σ’ένα από τα χειρότερα σενάρια

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ενταθεί, με τη Ρωσία να εξαπολύει μια νέα επίθεση στην ανατολική Ουκρανία και όλα να  δείχνουν ότι το σενάριο μιας παρατεταμένης σύγκρουσης αρχίζει να κερδίζει πόντους.

Τι θα γίνει όμως αν «ανοίξει η βεντάλια» και η παρατεταμένη πολεμική σύγκρουση αρχίζει να εξελίσσεται σε μια πιο γενικευμένη σύγκρουση; 

Οι αρχές της Μολδαβίας για παράδειγμα φοβούνται άνοιγμα παράπλευρου μετώπου της ρωσικής επίθεσης στην Ουκρανία.

Η ανησυχία αυτή μάλιστα ενισχύθηκε την περασμένη εβδομάδα όταν ο στρατηγός Ρουστάμ Μινεκάιεφ, υποδιοικητής των δυνάμεων της Κεντρικής Ρωσικής Διοίκησης δήλωσε ότι η Μόσχα επιδιώκει να καταλάβει την Νότια Ουκρανία, που συνορεύει με την Υπερδνειστερία, ώστε να διασφαλίσει απευθείας πρόσβαση στον αυτονομιστικό θύλακα που η Μόσχα υποστηρίζει οικονομικά και στρατιωτικά. (σ.σ: Η Υπερδνειστερία αποσχίσθηκε από το κράτος της Μολδαβίας έπειτα από σύντομη εμφύλια σύρραξη. Eξαρτάται σχεδόν πλήρως από τη Μόσχα, η οποία χορηγεί δωρεάν φυσικό αέριο και έχει αναπτύξει στην περιοχή δύναμη 1.500 στρατιωτών).

O Ρουστάμ Μινεκάιεφ δήλωσε επίσης ότι ο ρωσόφωνος πληθυσμός της Μολδαβίας είναι «θύμα καταπίεσης». Όσοι θυμούνται ότι η καταπίεση ρωσόφωνων πληθυσμών και η υπεράσπιση της ρωσικής μειονότητας ήταν η «σημαία» των Ρώσων για  την στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, προφανώς και δεν αισθάνονται άνετα με αυτές τις δηλώσεις.

Όπως ουδείς δεν θα έπρεπε να αισθάνεται άνετα με τις δηλώσεις του Ρώσου Υπουργού Εξωτερικών περί της σοβαρής πιθανότητας ενός  τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου με τα πυρηνικά μάλιστα να παραμένουν στο τραπέζι.

Είναι απορίας άξιον το γεγονός ότι μέχρι τις χτεσινές ανακοινώσεις της Gazprom για διακοπή του φυσικού αερίου προς την Βουλγαρία και την Πολωνία από σήμερα Τετάρτη, σε μια σαφή πίεση της Ρωσίας να υποκύψει η Ευρώπη στην απαίτηση της να αρχίσει να πληρώνεται για τις ενεργειακές της εξαγωγές με ρούβλια,  οι αγορές υποτιμούσαν την αβεβαιότητα σχετικά με την πιθανή έκταση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και την πιθανή οικονομική διάχυση, όσο και  για  τις κυρώσεις της Μόσχας στον νευραλγικό ενεργειακό τομέα της Ευρώπης.

 Όσον αφορά δε  την σοβαρή πιθανότητα ένα χτύπημα σε κάποια αποστολή του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία να αυξήσει επικίνδυνα τις εμπλεκόμενες χώρες σε αυτόν τον πόλεμο, οι αγορές αδιαφορούν πλήρως! 

Την σκυτάλη παίρνουν τα επιτόκια

Ο πρόεδρος της Federal Reserve Jerome Powell την περασμένη εβδομάδα άφησε να εννοηθεί ότι στο «τραπέζι» της συνεδρίασης στις αρχές του Μαρτίου είναι ήδη μια αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, καθώς η αγορά εργασίας των ΗΠΑ έχει αρχίσει να υπερθερμαίνεται και οι τιμές σκαρφαλώνουν από το ένα υψηλό στο άλλο.

Οι παρατηρήσεις του κεντρικού τραπεζίτη οδήγησαν τις αγορές στην  περαιτέρω κλιμάκωση των στοιχημάτων όσον αφορά τον πιθανό ρυθμό της σύσφιξης από τη Fed. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δείχνουν πλέον σχεδόν 100% πιθανότητα αύξησης των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης στις επόμενες τρεις συνεδριάσεις τον Μάιο, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο.

Οι προσδοκίες της αγοράς για το επίπεδο του επιτοκίου των Fed Funds στο τέλος του έτους αυξήθηκαν από 2,47% σε 2,83% την τελευταία εβδομάδα, αντικατροπτίζοντας τους φόβους ότι η επιτοκιακή πολιτική της Fed θα μπορούσε να κόψει τα φτερά της ανάπτυξης, ενώ η απόδοση των 2ετών ομολόγων των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 23 μονάδες βάσης στο 2,68% και του 10ετούς κατά 7 μονάδες βάσης στο 2,9%.

Η ρητορική από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έγινε επίσης πιο επιθετική την περασμένη εβδομάδα, με τον αντιπρόεδρο Luis de Guindos να δηλώνει  ότι μια αύξηση των επιτοκίων είναι «πιθανή» από τον Ιούλιο.

Οι ισοτιμίες που πονάνε

Παρά το γεγονός ότι περιμέναμε μια αύξηση επιτοκίων στην Ευρωζώνη κατά τα τέλη του έτους, εντούτοις το σενάριο να έρθει αυτή η αύξηση νωρίτερα αρχίζει να κερδίζει πόντους.

Η ΕΚΤ έχει να αντιμετωπίσει δύο μέτωπα. Από τη μια την αύξηση των τιμών και από την άλλη την πέραν του δέοντος ενίσχυση του δολαρίου έναντι του ευρώ. 

Η ενίσχυση του δολαρίου κάτω από το πρίσμα του επενδυτικού καταφυγίου, από ένα σημείο και μετά  δεν προκαλεί προβλήματα μόνο στις αναδυόμενες αγορές, αλλά και στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Βλέπετε, μπορεί αμφότερες να επιθυμούν μια «μικρή» αδυναμία  των νομισμάτων τους έναντι του δολαρίου ως εξαγωγικές οικονομίες, όμως ας μην ξεχνάμε ότι κάτω από το 1,08 όσον αφορά το ζεύγος του eur/usd και πάνω από τα 120 το ζεύγος usd/jpy  αρχίζουν να ...πονάνε καθώς καθιστούν πιο ακριβές τις εισαγωγές και επιδεινώνουν τον πληθωρισμό.

Αυτός είναι άλλος ένας λόγος που η ΕΚΤ θα πρέπει να αναλάβει γρηγορότερα δράση προκειμένου να μειώσει την διαφορά των επιτοκίων μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού, πριν προλάβει να λάβει γιγαντιαίες διαστάσεις λόγο της διαφαινόμενης απόφασης της Fed να αυξήσει τα επιτόκια με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δεκαετιών. 

Εκ των συνθηκών λοιπόν πολύ σύντομα θα «αποχαιρετίσουμε»τα αρνητικά επιτόκια της τάξης του  -0,5%. Σε αυτό το συμπέρασμα έχει καταλήξει και η Goldman Sachs, η οποία σε πρόσφατη ανάλυση ανέφερε ότι αν και θα διατηρηθούν οι «χαλαρές»  χρηματοοικονομικές συνθήκες μέσω άλλων νομισματικών εργαλείων, όπως τα κίνητρα τραπεζικού δανεισμού, η ΕΚΤ θα προχωρήσει νωρίτερα  στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, ίσως ακόμα και μέσα στον Ιούλιο. 

Μάλιστα σύμφωνα με τις αναθεωρημένες εκτιμήσεις του οίκου, θα ακολουθήσουν και άλλες αυξήσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, ενώ το κόστος δανεισμού θα ανεβεί  τέσσερις φορές μέσα στο 2023, φτάνοντας πέριξ του 1,25%.

Προβληματίζει ήδη η επιβράδυνση εξ Ανατολάς

Μπορεί η  Ασία να παραμένει για τη διάμεσο των αναλυτών  η δυναμικότερη περιοχή του κόσμου από οικονομική σκοπιά, όμως στην πρόσφατη έκθεση του το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μας υπενθύμισε ότι οι προοπτικές της είναι «στασιμοπληθωριστικές» με βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης από ό,τι προβλεπόταν και υψηλότερο πληθωρισμό.

Και όλα αυτά τη στιγμή που η  Κίνα εντείνει την  πολιτική της μηδενικής ανοχής για τον COVID-19, με τις αρχές στη Σαγκάη να λένε ότι οι αυστηροί περιορισμοί κινητικότητας θα επεκταθούν και το Πεκίνο να είναι πολύ κοντά σε ένα ανάλογο αυστηρό lockdown. 

Η προσπάθεια  της Κίνας να ελέγξει τη διασπορά του υπερμεταδοτικού στελέχους Όμικρον εκ των πραγμάτων αποτελεί «κόντρα άνεμο» για την ανάπτυξη.  Ως εκ τούτου, οι καθοδικές αναθεωρήσεις  για την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας διαδέχονται η μια την άλλη. 

Πλέον οι αναλυτές της UBS αναμένουν  ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας πέριξ του  4,2% φέτος ενώ μείωσαν  τις προβλέψεις για την αύξηση των κερδών για το έτος 2022 τoυ MSCI China κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, στο 11%,  προκειμένου να «εμπεδωθεί»  ορθότερα η χαμηλότερη κατανάλωση και η πίεση του βιομηχανικού τομέα.

Το ΔΝΤ επίσης αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη του ασιατικού ΑΕΠ, στο 4,9% το 2022 από 5,4% που υπολόγιζε τον Ιανουάριο, εξαιτίας του πολέμου της Ουκρανίας, της αναζωπύρωσης της πανδημίας και του περιορισμού των πιστώσεων.

Αν οι προβλέψεις επαληθευτούν, θα πρόκειται για καθαρή επιβράδυνση, σε σύγκριση με την ανάπτυξη 6,5% που καταγράφηκε την περασμένη χρονιά.

Οι αντικρουόμενες εκτιμήσεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού

Για μια μεγάλη μερίδα αναλυτών η επιθετική ρητορική της Fed έχει κρύψει ορισμένα ενθαρρυντικά σημάδια. Αν και η στήλη θεωρεί ότι απέχουμε από το σημείο που οι τιμές θα «σκοτώσουν» τη ζήτηση, πολλοί αναλυτές τονίζουν ότι  οι στρεβλώσεις των τιμών που σχετίζονται με την πανδημία έχουν παρουσιάσει μια μικρή εξασθένηση,  με τις αυξήσεις των τιμών σε ορισμένα αγαθά να επιβραδύνονται ή ακόμη και να αντιστρέφονται. 

Τονίζουν ότι ο βασικός δείκτης ΔΤΚ, εξαιρουμένων των τροφίμων και της ενέργειας, αυξήθηκε 0,3% σε μηνιαία βάση τον Μάρτιο, ήτοι με  χαμηλότερο ρυθμό από τον Σεπτέμβριο. 

Άλλο ένα σημείο παρατήρησης είναι  ότι οι προκλήσεις στον εφοδιασμό έχουν αρχίσει να αμβλύνονται και το κόστος ναύλων έχει μειωθεί με τον  δείκτη Baltic Exchange Dry  να έχει μειωθεί κατά περίπου 60% από την κορύφωσή του τον Οκτώβριο του 2021. 

Αν και η  στήλη αναγνωρίζει την αποκλιμάκωση του Baltic Exchange Dry σε σχέση με τα επίπεδα του Οκτωβρίου του 2021 εντούτοις δεν μπορεί να μην επισημάνει ως αντίλογο ότι από τα χαμηλά του τον Ιανουάριο του 2022 έχει διπλασιαστεί και οι εξελίξεις στην Κίνα ενδεχομένως να τον οδηγήσουν σύντομα σε ακόμα υψηλότερα επίπεδα.

Επιπλέον όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι τα flash στοιχεία PMI των ΗΠΑ που δημοσιεύθηκαν την Μ.Παρασκευή, έδειξαν αύξηση στη συνιστώσα των τιμών των εισροών τόσο στους δείκτες μεταποίησης όσο και στους δείκτες υπηρεσιών. Σύμφωνα με το δελτίο τύπου της Markit,  «οι κατασκευαστές και οι πάροχοι υπηρεσιών ανέφεραν αυξήσεις σειρών-ρεκόρ εν μέσω ραγδαίας αύξησης των τιμών των εισροών», κάτι που έρχεται σε σαφή αντίθεση με την άποψη ότι ο πληθωρισμός κορυφώνεται.

Θα παραμείνει ενθαρρυντική η κερδοφορία του πρώτου τριμήνου στις ΗΠΑ; 

Για πολλούς αναλυτές ένα από τα πιο ενθαρρυντικά στοιχεία για την αντίσταση των αγορών στα κακά νέα είναι το γεγονός ότι η η σεζόν κερδών πρώτου τριμήνου στις ΗΠΑ έχει ξεκινήσει καλά: Από το ¼ των εταιρειών του S&P 500 που έχουν δηλώσει αποτελέσματα μέχρι στιγμής, το 80% έχει ξεπεράσει τις προβλέψεις. Συνολικά, οι εταιρείες ξεπέρασαν τις προσδοκίες κατά 6% και η καθοδήγηση για τα κέρδη για το δεύτερο τρίμηνο είναι σταθερή (χωρίς αρνητικές αναθεωρήσεις).

Μέχρι στιγμής φαίνεται ότι πράγματι αρκετές εταιρείες στις ΗΠΑ  κατάφεραν να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στους πελάτες τους, με αποτέλεσμα να συγκρατήσουν τα περιθώρια κέρδους και να ξεπεράσουν τις προσδοκίες των αναλυτών. 

Όμως εκκρεμεί πληθώρα εταιρειών που αναμένεται να ανακοινώσουν αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων δεν αποκλείεται να έχουμε και κάποιες απογοητεύσεις «υψηλού προφίλ» τύπου Netflix, η μετοχή του οποίου απώλεσε  το ένα τρίτο της αξίας της αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων πρώτου τριμήνου και της καθοδήγησης για τα επόμενα τρίμηνα.  

Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ακόμα και αν τα εταιρικά κέρδη «πέσουν στα μαλακά»  σε αυτό το τρίμηνο, τα «ζόρια» στην τελική γραμμή αποτελεσμάτων θα φανούν κατά την ανακοίνωση αποτελεσμάτων δεύτερου τριμήνου, καθώς θα διαφανεί σε όλο το μεγαλείο του ο συντελεστής του κόστους παραγωγής και λειτουργίας.

Το «έξυπνο χρήμα» μήπως αρχίζει να  δείχνει το δρόμο;

Είναι όμως έτσι; Aδιαφορούν πράγματι οι αγορές για τις εξελίξεις στο ρωσοουκρανικό μέτωπο, την αύξηση των επιτοκίων και τον επίμονο πληθωρισμό ή έτσι δείχνουν;

To Reuters ανέφερε την Παρασκευή ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Refinitiv Lipper, 15,2 δισ. δολάρια διέρρευσαν από τα παγκόσμια μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια την εβδομάδα έως τις 20 Απριλίου. Πρόκειται για  τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία εκροή από τις 15 Δεκεμβρίου.

Καλό θα ήταν όσοι ασχολούνται με το άθλημα των επενδύσεων να παρακολουθούν λίγο στενότερα εφεξής τα στοιχεία των εισροών/εκροών των αμοιβαίων κεφαλαίων. Όπως και τις διαθέσεις πακέτων από ιδίες μετοχές κλπ κλπ. 

Και τώρα τι κάνουμε;

Η στήλη έχει καταθέσει εδώ και αρκετούς μήνες την άποψη ότι η αγορά δεν έχει τιμολογήσει επαρκώς ούτε τον βαθμό της νομισματικής σύσφιξης, ούτε τις πληθωριστικές πιέσεις, ούτε τις γεωπολιτικές εντάσεις.  

Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν επενδυτικές επιλογές. Και δεν μιλάμε μόνο για τα κλασσικά επενδυτικά καταφύγια όπως είναι ο χρυσός και το δολάριο. 

Έχουμε τονίσει πολλάκις ότι τη φετινή χρονιά, τη διαφορά διαχειριστικά θα την κάνει η σωστή κλαδική και γεωγραφική διασπορά, καθώς και η επαρκής ρευστότητα προκειμένου να μπορεί κανείς να εκμεταλλευτεί τις καθοδικές υπερβολές της αγοράς.

Όπως δεν βάζουμε όλα τα αυγά σε ένα καλάθι λοιπόν, έτσι δεν απορρίπτουμε όλα τα αυγά στα καλάθια που έχουμε γύρω μας.  Για παράδειγμα,  συμφωνούμε με την άποψη της UBS ότι ενώ ο  παρατεταμένος πληθωρισμός και η πιο επιθετική Fed αποτελούν κίνδυνο για την οικονομία και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εντούτοις μια ύφεση στις ΗΠΑ τους επόμενους 12 μήνες δεν είναι το βασικό σενάριο.

Βλέπετε η  δυναμική ανάπτυξης όπως αντικατροπτίζεται τουλάχιστον μέχρι στιγμής από τις μετρήσεις του ISM παραγωγής όσο και των υπηρεσιών είναι σταθερή,  οι ισολογισμοί των νοικοκυριών είναι ακόμα ισχυροί και οι αυξήσεις των μισθών συνοδεύονται από υψηλότερη παραγωγικότητα, μειώνοντας την πληθωριστική επίδραση των πιο γενναιόδωρων αμοιβών.

Φυσικά και θα υπάρξουν αναταράξεις, αλλά θα είναι μικρότερες σε σχέση για παράδειγμα με την Ευρώπη, που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει περισσότερες προκλήσεις λόγω της μεγαλύτερης εξάρτησης της από τη Ρωσία.  

Αν και δε συμμεριζόμαστε την αισιοδοξία της UBS για αύξηση κέρδων ανά μετοχή για τον S&P 500  της τάξης του 10% για το 2022 και της τάξης του 7% για το 2023, εντούτοις πιστεύουμε ότι τα κέρδη στις ΗΠΑ θα είναι πιο σταθερά σε σχέση με εκείνα από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. 

Χρειάζεται όμως διαλογή και μετακίνηση προς τους κλάδους που μπορούν να έχουν καλή απόδοση σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, ανοδικών επιτοκίων και αυξημένης αστάθειας. 

Υπενθυμίζουμε ότι μερικοί από τους  αγαπημένους κλάδους  της στήλης για τη φετινή χρονιά είναι τα εμπορεύματα, οι μετοχές αξίας, το healthcare, ο κλάδος της άμυνας και της κυβερνοασφάλειας.

Τα βασικά εμπορεύματα έχουν ιστορικά καλή απόδοση κατά τις περιόδους  πληθωρισμού και αποτελούν ένα εξαιρετικό αντιστάθμισμα στη γεωπολιτική ανασφάλεια των ημερών, δεδομένου του κινδύνου περαιτέρω διαταραχών του εφοδιασμού που προκύπτουν από τον συνεχιζόμενο πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας. 

Η UBS μάλιστα βλέπει περιθώρια για περαιτέρω αύξηση 10% στη συνολική απόδοση για ευρείς δείκτες εμπορευμάτων τους επόμενους έξι μήνες. 

Οι μετοχές αξίας, όπως για παράδειγμα οι ενεργειακές μετοχές, υποφέρουν λιγότερο σε ένα περιβάλλον ανόδου των επιτοκίων σε σχέση με εκείνες της ανάπτυξης- για παράδειγμα οι  περισσότερες τεχνολογικές- όπου οι αποτιμήσεις τείνουν να εξαρτώνται περισσότερο από τα μελλοντικά κέρδη. Η προσθήκη έκθεσης σε τομείς όπως η  υγειονομική περίθαλψη συμβάλει στη μείωση της συνολικής αστάθειας του χαρτοφυλακίου, ενώ η επιλογή ώριμων ονομάτων  αρχικά στο cybersecurity και η επιφυλακή για stock picking μικρότερων ανερχόμενων εταιρειών στους βυθούς της αγοράς θα αυξήσει τη συνολική απόδοση.

Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.