Έρχεται το τέλος των χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα;

Έρχεται το τέλος των χαμηλών αποδόσεων στα ομόλογα;

Κάτι δεν πάει καλά με την αγορά ομολόγων. Το παρήγορο είναι ότι και οι μεγάλες αγορές σε Ευρωζώνη και στις ΗΠΑ βρίσκονται σε «αναβρασμό», όμως δεν κάνει την κατάσταση πιο «υποφερτή» για τα ελληνικά ομόλογα τα οποία μάλιστα δεν διαθέτουν επενδυτική αξιολόγηση (investment grade).

Οι επενδυτές έχουν σίγουρα ξαφνιαστεί από την απότομη πτώση στις τιμές των ομολόγων, η οποία παραπέμπει σε συνθήκες του 2018. Στην εγχώρια αγορά όπως και σε άλλες περιφερειακές αγορές της ευρωζώνης η κατάσταση είναι ελαφρώς χειρότερη καθώς οι πιέσεις που έχουν δεχθεί τα κρατικά χαρτιά είναι μεγαλύτερες.

Στην εγχώρια αγορά οι τιμές κατά μέσο όρο των κρατικών ομολόγων έχουν υποχωρήσει από την αρχή του έτους κατά περίπου 9,5%. Η τιμή του 10ετούς κυμαίνονταν χθες στις 97μονάδες βάσης από τις 107,9 μονάδες βάσης που είχε φθάσει στις αρχές Ιανουαρίου. Συνακόλουθα η απόδοση του ομολόγου ξεπέρασε το 1% (1,05%) από τα ιστορικά χαμηλά επίπεδα του 0,65% που είχε υποχωρήσει στις αρχές του 2021.

Η αύξηση αυτή του κόστους δανεισμού δημιουργεί αναμφίβολα προβληματισμό στην Κυβέρνηση η οποία σχεδίαζε να αντλήσει φέτος από τις αγορές 10 με 12 δισ. ευρώ. Ενδεχομένως το ποσό αυτό να χρειαστεί να είναι ακόμη μεγαλύτερο μετά την αύξηση του πακέτου βοήθειας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας από τα 7,5 δισ. ευρώ πέρυσι, στα 11,6 δισ. ευρώ. 

Οι ελληνική αγορά ομολόγων χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητες (πολύ μικρό βάθος, μεγάλη συγκέντρωση των ομολόγων και κυρίως έλλειψη επενδυτικής βαθμίδας). Όμως αποτελούσε κοινό τόπο ότι μετά την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα πανδημίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (PEPP ) το πρόβλημα της αναχρηματοδότησης του Χρέους και την κάλυψης των ελλειμμάτων είχε λυθεί.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΚΤ μέχρι στιγμής η Κεντρική Τράπεζα έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα 18,9 δισ. ευρώ. Με την επέκταση του συνολικού προγράμματος στα 1,850 τρισ. ευρω υπολογίζεται ότι η ΕΚΤ θα μπορέσει να αγοράσει ακόμη αλλά 17 έως 20 δισ. ευρώ από τη δευτερογενή αγορά.

Στην πρωτογενή αγορά το πρόβλημα είχε επιλυθεί πάλι από την ΕΚΤ η οποία αποδεχόμενη τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες, επέτρεψε στις ελληνικές τράπεζες να αγοράσουν πέρυσι όλα σχεδόν τα ομόλογα (12 δισ. ευρω) από τις δημοπρασίες που πραγματοποίησε το Δημόσιο.


Η ρευστότητα αυτή που διοχέτευσε η ΕΚΤ είχε ως αποτέλεσμα να μειωθούν δραστικά τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων τους προηγούμενους μήνες. Όμως ό,τι συνέβη στην εγχώρια αγορά ομολόγων δεν είναι παρά μία  μικρογραφία του τρόπου που λειτούργησαν όλες οι αγορές ομολόγων χάρη στα τρισεκατομμύρια που έριξαν στην αγορά με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης τόσο η Fed όσο και η ΕΚΤ. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ισολογισμός του Ευρωσυστήματος αυξήθηκε πέρυσι στα περίπου 7 τρισ. ευρω από 4,7 τρισ. ευρώ που ήταν το 2019. Έτσι μέχρι πριν από λίγες ημέρες στην αγορά της Ευρωζώνης ελάχιστα ήταν τα ομόλογα που προσέφεραν θετικές αποδόσεις (Ελληνικά και Ιταλικά κυρίως).

Όταν ξεκίνησε η αντιστροφή της τάσης στην αγορά διάχυτη ήταν η εντύπωση ότι οι αυτή οφείλονταν στην πίεση των επενδυτών προς τις Κεντρικές Τράπεζες να τρέξουν ακόμη πιο γρήγορα τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης. Η ΕΚΤ για παράδειγμα σε όλα σχεδόν τα προγράμματα αγοράς ομολόγων που εφαρμόζει έχει κρατήσει πάνω – κάτω ένα σταθερό ρυθμό αγορών. Στο κλίμα αυτό η επικεφαλής της ΕΚΤ Κρ. Λαγκάρντ προχώρησε προχθές σε μία δήλωση «ανησυχία» για τα τεκταινόμενα στις αγορές ομολόγων. Προς το παρών η παρέμβαση της αυτή δεν φαίνεται να ήταν αποτελεσματική. 

Έτσι όχι μόνο συνεχίστηκαν οι μαζικές ρευστοποιήσεις ομολόγων, αλλά πλέον οι μεγαλύτεροι διαχειριστές ομολόγων όπως BlackRock Inc. ΗSBC Holding, Aberdeen Standard Investments, Axa Investment Managers,κ.α συστήνουν στους πελάτες τους να κλείσουν μακροπρόθεσμες θέσεις. Οι ίδιοι φαίνεται να απομακρύνονται όχι μόνο από τα πολύ μακροχρόνια ομόλογα (διάρκειας 30 ετών) αλλά και για οτιδήποτε έχει διάρκεια μεγαλύτερη των 7ετών.

Η «μαγική λέξη» που χαρακτηρίζει πλέον τις αγορές ομολόγων είναι το reflation, «η αναθέρμανση» της οικονομίας την οποία τη βλέπουν να έρχεται μετά το πέρασμα της πανδημίας.