Σαράντα χρόνια ΔΕΚΟ κάτι άφησαν

Περίπου τo 1986, σε μια προσπάθεια να μπει «τάξη» στις δημόσιες επιχειρήσεις, δημιουργήθηκε στο Υπ. Εθνικής Οικονομίας ειδική γραμματεία ΔΕΚΟ. Το ΠΑΣΟΚ μόλις είχε βγει από το «όνειρο» της κρατικοποίησης κρίσιμων μονάδων παραγωγής και εμπορίας. Το κρατικό ταμείο είχε ήδη αρχίσει να βουλιάζει υπό το βάρος των ελλειμμάτων που εμφάνιζαν αρκετές δημόσιες εταιρείες.

Επιπλέον, είχε φορτωθεί με σειρά πρώην ιδιωτικών και ήδη «προβληματικών» μεγάλων μονάδων. Οι τελευταίες προστέθηκαν στις ΔΕΚΟ και οδηγήθηκαν σε κρατική - κομματική διαχείριση. Ήταν άλλωστε πολιτικά αδύνατον στο τότε ΠΑΣΟΚ να τις επανα-ιδιωτικοποιήσει.

Επήλθε χάος. Χάος οργανωτικό (με τους συνδικαλιστές και εκπροσώπους της Αυτοδιοίκησης στα Διοικητικά Συμβούλια). Χάος πολιτικό, με τους ψηφοφόρους να απαιτούν προσλήψεις και άλλα προνόμια. Χάος οικονομικό με τη σώρευση ολοένα μεγαλύτερων ελλειμμάτων.

Ο δανεισμός μεγάλωνε συνεχώς, αυξάνοντας το εξωτερικό χρέος και βυθίζοντας τις τράπεζες με θαλασσοδάνεια. Επιπλέον, ο κρατικός προϋπολογισμός πλήρωνε συνεχώς περισσότερα χρήματα, μιας που τότε δεν το «απαγόρευε» η Κομισιόν, τα οποία επίσης προκαλούσαν νέα κρατικά δάνεια, τα οποία με τη σειρά τους προκαλούσαν, μαζί με τον καλπάζοντα πληθωρισμό, σε συνεχείς υποτιμήσεις της δραχμής.

Μεγάλο χάος, από το οποίο οι ψηφοφόροι αποκόμισαν τις καλύτερες αναμνήσεις για τα έργα και τις ημέρες εκείνης της περιόδου.

Πρωθυπουργός ήταν βεβαίως ο Αντρέας Παπανδρέου, και υπουργός Εθνικής Οικονομίας, το 1985-87, ο Κώστας Σημίτης. Ο οποίος βρήκε μπροστά του το πρόβλημα των ΔΕΚΟ και άλλων προβληματικών επιχειρήσεων του κράτους όταν, το 1996, έγινε ο ίδιος πρωθυπουργός.

Η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, που μεσολάβησε επιδίωξε να δρομολογήσει τη μεταπώληση ορισμένων από αυτές τις εταιρείες σε ιδιωτικά κεφάλαια. Δύσκολο έργο, πολύ δύσκολο, όταν απέναντί σου έχει το όλον ΠΑΣΟΚ, την αριστερά και τους τρομοκράτες της 17Ν.

Αλλά και το σύνολο των συνδικαλιστών, ανεξαρτήτως «χρώματος» στις επάλξεις εναντίον του ξεπουλήματος των... χρυσαφικών του κράτους που «ανήκουν στην κοινωνία», να ασκείται τιμολογιακή πολιτική για τον φτωχό καταναλωτή, να φροντίζουν για την αντιμετώπιση της ανεργίας και να στηρίζουν τις τοπικές κοινωνίες μαζί και τους εγχώριους μικρομεσαίους επιχειρηματίες.

Πλην όμως, η σκληρή πραγματικότητα των ατελείωτων κρατικών ελλειμμάτων και του διογκούμενου δημόσιου χρέους, η αλλαγή των ευρωπαϊκών κανόνων με την Ενιαία Αγορά μετά το 1993 μαζί και η επιταχυνόμενη παγκοσμιοποίηση, ειδικά στα ζητήματα τεχνολογίας, υποχρέωσε τους πολιτικούς να ξαναδούν τον τρόπο διαχείρισης των ΔΕΚΟ. Η συμμετοχή ιδιωτών στο κεφάλαιο πολλών εξ αυτών και η ανάθεση της διοίκησής τους σε ανεξάρτητους τεχνοκράτες μάνατζερς έγιναν απαραίτητα στοιχεία του επιδιωκόμενου τότε «εκσυγχρονισμού».

Η μεγάλη δημοσιονομική κρίση μετά το 2010 έφερε τις ΔΕΚΟ και πάλι στο προσκήνιο. Κυρίως επειδή συνέχιζαν να δημιουργούν ελλείμματα και προβλήματα στον κεντρικό κρατικό προϋπολογισμό, ο οποίος επιβαρυνόταν, κάθε μερικά χρόνια, με αυξήσεις κεφαλαίου προκειμένου να καλυφθούν ζημίες.

Μέχρις που ήρθε ο... Σόιμπλε. Το είχε ζητήσει από όλους τους πρωθυπουργούς και υπουργούς που διαχειρίστηκαν Μνημόνια. Το πήρε από τους Τσίπρα/Τσακαλώτο. Ας δανειστούμε την αφήγησή του στο βιβλίο που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα (σελ 601):

«Στο επίκεντρο των μαρτυρικών διαπραγματεύσεων για τους όρους ενός νέου προγράμματος στήριξης βρέθηκε η θέσπιση ενός καταπιστευματικού ταμείου επιπλέον πενήντα δισεκατομμυρίων. Εκεί θα εισέρρεαν έσοδα από πρόσθετες ιδιωτικοποιήσεις ελληνικής δημόσιας περιουσίας, προκειμένου να καταστεί εφικτή η αποπληρωμή χρεών».

Έτσι στήθηκε το Υπερταμείο. Σταδιακά, μεταξύ 2016 και 2018. Το 2017, ο τότε υπουργός Οικονομικών Τσακαλώτος, προσέθεσε και τις υπόλοιπες ΔΕΚΟ στο χαρτοφυλάκιο του «Σούπερ Ταμείου». Στη Βουλή είχε πει, μεταξύ άλλων, το εξής:

«(Αναλάβαμε) την υποχρέωση «απο-πολιτικοποίησης» του κρατικού τομέα, από μια πολιτικοποίηση που υπήρχε με την κακή έννοια, και για αυτό και οι ΔΕΚΟ έφτασαν εδώ που έφτασαν.  Το «μπουγαδόνερο» του ρουσφετιού θα σταματήσει. Το Ταμείο θα δουλεύει ανεξάρτητα, και δεν θα μπορεί ο κάθε υπουργός να φτιάχνει τη δική του φράξια. Θα λειτουργεί με αξιοκρατικά κριτήρια. Στρατηγική της κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) είναι να κόψει τους πολιτικούς δεσμούς και να βρει τρόπους να αναπτυχθεί η κάθε επιχείρηση που θα έχει ενταχθεί στο Ταμείο».

Ωραία λόγια, έτσι για να θυμηθούμε τι γινόταν εκείνη την εποχή, στα οποία φαντάζομαι θα αναφέρεται και η «Ιθάκη» του Τσίπρα. Μοιάζει παράδοξο, αλλά κάπως προχωρούσαν κάποια πράγματα, ακόμη και αν η κάθε παράταξη τα έβλεπε από διαφορετική σκοπιά. Η πλήρης αρμοδιότητα επί των ΔΕΚΟ της Εταιρείας Δημοσίων Συμμετοχών (ΕΔΗΣ), που ολοκληρώθηκε το 2018, οδήγησε, οριστικά, στην ανάληψη από τον κρατικό προϋπολογισμό των όποιων κοινωνικών παροχών πλήρωναν οι ΔΕΚΟ.

Για να καταλάβουμε, στο Υπερταμείο «ανήκουν» όλες οι συγκοινωνίες (ΟΑΣΑ, ΟΣΥ, ΣΤΑΣΥ, ΟΣΕ), η Διώρυγα Κορίνθου, 12 μεγάλα λιμάνια και 10 περιφερειακά, το Ελληνικό Κέντρο Αμυντικής Καινοτομίας, η Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου, τα βιομηχανικά πάρκα ΕΤΒΑ, το 1/3 της ΔΕΗ, η ΔΕΘ, η ΔΕΠΑ Εμπορίας, Κεντρικές Αγορές, οι Αλυκές, και, βεβαίως, τα ΕΛΤΑ.

Πριν λίγο καιρό, ο Κωστής Χατζηδάκης, ως υπουργός Οικονομικών, εισήγαγε στη Βουλή και πήρε την έγκρισή της για μια ουσιαστική και ενδιαφέρουσα αναδιοργάνωση, με την ενσωμάτωση και όσων εργασιών έκανε μέχρι πέρυσι το ΤΑΙΠΕΔ, (που καταργείται) δηλαδή την «αξιοποίηση της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου» που περιλαμβάνει εκατοντάδες σημαντικά ακίνητα, αυτοκινητοδρόμου, μαρίνες και δεν συμμαζεύεται. Έγινε ταυτόχρονα και η απορρόφηση και των εποπτικών, κυρίως, αρμοδιοτήτων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που παρακολουθεί τις συμφωνίες ανακεφαλαιοποίησης των διασωθέντων τραπεζικών ιδρυμάτων.

Δημιουργήθηκε δηλαδή ένα πραγματικά σούπερ - Υπερταμείο, ένας πραγματικός μηχανισμός ελέγχου των πάντων όλων της κρατικής περιουσίας. Χρειάστηκαν σαράντα χρόνια για να γίνει πράξη, αφού όμως ανατράπηκε πλήρως, το σχέδιο ελέγχου του κράτους επί της περιουσίας του, όπως το είχαν συλλάβει οι εμπνευστές του.

Ένας γιγάντιος κρατικός οργανισμός, που ξεπερνά κατά πολύ το «όνειρο Σόιμπλε». Ο οποίος, ταυτοχρόνως, ομοιάζει εξαιρετικά με αντίστοιχους οργανισμούς διαθέτουν και άλλα, πολύ πιο προοδευμένα, κράτη.

Καλά όλα αυτά, αλλά οι ίδιοι βουλευτές που τα ενέκριναν, δεν μοιάζουν πρόθυμοι να τα αποδεχτούν στην πολιτική και κομματική πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Αν δεν μπορείς να διορίσεις τον σταυροδότη σου στο υποκατάστημα της περιφέρειά σου, μπορείς ακόμη να «εκδικηθείς» το κεντρικό σύστημα, όταν αυτό κάνει βλακείες. Αρκεί να δοθεί η κατάλληλη αφορμή, όπως συνέβη με το τρέχων επεισόδιο των ΕΛΤΑ.