Τα στοιχεία του πληθωρισμού δείχνουν ότι η ακρίβεια δεν πρόκειται να υποχωρήσει αλλά, αντιθέτως, ενισχύεται. Και αυτό συμβαίνει ενόσω ο πληθωρισμός, ως νομισματικό φαινόμενο, βρίσκεται, πλέον, υπό έλεγχο. Αυτό όμως δεν λέει κάτι χειροπιαστό για το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις.
Αυτό δείχνει η εξέλιξη του μέσου ρυθμού των τελευταίων δώδεκα μηνών (δηλαδή η τάση εξέλιξης του δείκτη και όχι η στιγμιαία σύγκριση με τον ίδιο περυσινό μήνα) που βρίσκεται στο +0,8 της εκατοστιαίας μονάδας. Το πρόβλημα για εμάς είναι ότι μια ίδια ποσότητα χρημάτων, χάνει με ταχύτερο ρυθμό την αγοραστική της αξία όταν βρίσκονται στην τσέπη των Ελλήνων σε σύγκριση με την τσέπη του μέσου μέλους της Eυρωζώνης.
Μπορεί το 0,8 να μοιάζει μικρό νούμερο - και είναι πράγματι μικρό σε σύγκριση με τις διαφορές που είχαμε να αντιμετωπίσουμε προτού μπούμε στην Ζώνη του Ευρώ - αλλά επειδή είναι συνεχής και επίμονη, ανοίγει συνεχώς περισσότερο την ψαλίδα του πραγματικού εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων αυτής της χώρας.
Ακόμη πιο δυσάρεστο είναι το γεγονός ότι για να κλείσει, κάπως, αυτή η ψαλίδα, πρέπει οι ελληνικές επιχειρήσεις να αυξάνουν τις αμοιβές των εργαζομένων τους περισσότερο από όσο χρειάζεται να το κάνουν ομοειδείς επιχειρήσεις της Ζώνης του Ευρώ. Αλλιώς από κάπου αλλού πρέπει να βρουν να «κόψουν». Αν δεν βρουν τι και πώς να «κόψουν» τελικά θα οδηγηθούν σε συγκράτηση των αμοιβών κάτω από τον μέσο ρυθμό αύξησης του τιμάριθμου ή σε «παραμέληση» άλλων υποχρεώσεων όπως είναι οι φόροι και οι εισφορές.
Πρόκειται για αρνητική εξέλιξη.
Χειρότερο ακόμη είναι πως αυτή η αρνητική εξέλιξη δεν οφείλεται σε κάποιον, όπως ακούω, «εισαγόμενο πληθωρισμό». Ακόμη και η ενίσχυση του ελληνικού πληθωρισμού λόγω ανατιμήσεων στις υπηρεσίες, που ήταν γεγονός αλλά στους μήνες που πρoηγήθηκαν, το πρόβλημα της ακρίβειας εξηγείται ειδικότερα λόγω του διαφορικού πληθωρισμού σε βάρος των Ελλήνων εργαζομένων.
Είπαμε ότι, κατά μέσο όρο, στη διάρκεια του δωδεκαμήνου που πέρασε (Οκτ. 2024-Οκτ. 2025) ο μέσος τιμάριθμος έτρεξε κατά 0,8 της μονάδας ταχύτερα από αυτόν της Ζώνης Ευρώ. Στις υπηρεσίες, η διαφορά αυτή ανήλθε στη 1,1 μονάδα. Ταχύτερα προφανώς, αλλά όχι εντυπωσιακά και σίγουρα δεν υποστηρίζει το σχετικό επιχείρημα.
Ούτε όμως ο τομέας των τροφίμων, ο οποίος παρουσιάζεται, τηλεοπτικώς, κυρίως λόγω του καλαθιού στο σούπερ μάρκετ, εξηγεί την επιβαρυντική διαφοροποίηση. Το αντίθετο μάλιστα αφού ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού στα τρόφιμα είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο της Ζώνης του Ευρώ κατά 0,1 της μονάδας. Παρά την επίσης διαφορικά υψηλότερη άνοδο των τιμών του βόειου κρέατος.
Τι συμβαίνει λοιπόν; Το θέμα απαιτεί προσεκτική ανάλυση εκ μέρους της κυβέρνησης και του επιχειρηματικού κόσμου. Θα κρατήσω για σήμερα δύο, συγγενικούς μάλιστα, τομείς που οδηγούν σε αυτή τη δυσμενή εξέλιξη: ηλεκτρισμός και στερεά καύσιμα. Πράγματι, το κόστος του ηλεκτρισμού ανέβαινε στη διάρκεια του δωδεκαμήνου που πέρασε με ρυθμό ταχύτερο σε σύγκριση με τον ηλεκτρισμό στη Ζώνη Ευρώ, κατά 5,2 μονάδες. Το ίδιο συνέβη και με τις τιμές των καυσίμων τα οποία ανέβηκαν ταχύτερα από τη Ζώνη κατά 4,9 μονάδες.
Δυστυχώς, οι δύο αυτοί τομείς επιβαρύνουν βαριά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς, αλλά και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρών. Είναι προφανές πως ακόμη και καλύτερη να ήταν η κατάσταση άλλων τομέων και πάλι η Ελλάδα θα ήταν αντιμέτωπη με το πρόβλημα του επιβαρυντικού διαφορικού πληθωρισμού.
Κατάσταση που γίνεται δυσχερέστερη στις πόλεις - ιδιαιτέρως μάλιστα της Αθήνας - αφού ο πληθωρισμός στα πραγματικά πληρωνόμενα ενοίκια, ο πληθωρισμός ήταν υψηλότερος έναντι του μέσου τιμάριθμου της Ευρωζώνης κατά 4,5 μονάδες.
Αρκούν αυτές οι παρατηρήσεις για να κατανοήσουμε γιατί το πρόβλημα της πραγματικής ακρίβειας και η δυσαρέσκεια που δικαιολογημένα προκαλεί χειροτερεύει παρά την εξίσου πραγματική συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων.
