Η Ελλάδα περιβάλλεται από δορυφόρους της Τουρκίας του Ερντογάν. Κράτη, κρατίδια και «οντότητες» διατηρούν μαζί της, σχέσεις φιλικές ή εξάρτησης (ακόμη και στρατιωτικής κατάληψης). Μέχρι στιγμής μετράμε πέντε: Αλβανία, Λιβύη, Συρία, Κατεχόμενη Κύπρος, Σκόπια. Αλλά και ο διαλυμένος Λίβανος και η επαμφοτερίζουσα Βουλγαρία, ακόμη και η προσεκτική όσο και ασταθής Αίγυπτος, σίγουρα δεν συγκαταλέγονται στην πρώτη γραμμή των συμμάχων και φίλων παντός καιρού της πατρίδας μας.
Το θέμα είναι αν, πότε και με ποιόν τρόπο οι προβληματικές σχέσεις μας με την Τουρκία του Ερντογάν θα καταστούν αφόρητες για τα εθνικά και γεωπολιτικά μας συμφέροντα. Θέμα είναι επίσης αν και πότε και με ποιόν τρόπο, προτού φθάσουμε ως εκεί, θα δεχτούμε καίριο πλήγμα στα οικονομικά μας συμφέροντα.
Προφανώς η διπλωματία θα πρέπει, υπό όλες τις συνθήκες, να παραμένει ανοικτή, συγκαταβατική και έτοιμη να εξεύρει διεξόδους έναντι κινδύνων πρόσκρουσης.
Πλην όμως, η πρόσκρουση φαίνεται πλέον πολύ πιθανότερη παρά σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή από τότε που η χώρα «έχασε» τη μισή Κύπρο.
Η πρόσκρουση μπορεί να εκδηλωθεί σε δίδυμο πεδίο, δηλαδή ενός συνδυασμού διπλωματίας και στρατιωτικών κινήσεων. Το δίδυμο αυτό έχει ήδη συμβεί επί χρόνια. Είτε όταν οι διπλωματικές συναλλαγές έμεναν παγωμένες, είτε, πολύ χειρότερα, όταν τα τουρκικά μαχητικά προσέβαλαν τον εναέριο χώρο μας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε να πάει πέραν αυτών των περιορισμών. Γρήγορα όμως φάνηκαν τα όρια αυτής της φιλειρηνικής διπλωματίας. Για διάφορους λόγους, τα κράτη-δορυφόροι της Τουρκίας, βλέπουν τη μεγάλη αυτή χώρα ως πρόθυμο χρηματοδότη, ως φιλικό προς αυτές καθεστώς ή ως ουδέτεροι παρατηρητές. Μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχουν ή αναζητούνται σχέσεις θρησκευτικές ή, έστω, «ιδεολογικές».
Οι τελευταίες κυβερνήσεις, συνεχίζοντας κάποιες παρόμοιες πρωτοβουλίες προκατόχων τους, κατάφεραν να κρατήσουν μακριά τον κίνδυνο ανάφλεξης. Με αντάλλαγμα όμως βαρύ, αφού σε πολύ σημαντικό βαθμό η Ελλάδα υστέρησε, χρονικά και ουσιαστικά, στην προβολή, οργάνωση και διεκδίκηση των οικονομικών της συμφερόντων. Τώρα, δηλαδή τα πολύ τελευταία χρόνια, που η πολιτική εκείνη αλλάζει, με τον προσδιορισμό θαλασσίων χώρων, την έκδοση αδειών έρευνας, επομένως και δυνητικής εξόρυξης με σκοπό την απόκτηση εισοδημάτων από την εκμετάλλευση περιουσίας, η κατάσταση των σχέσεών μας με την Τουρκία αλλάζει επίσης.
Λύσεις υπάρχουν. Ειδικά όταν πρόκειται για οικονομικά ζητήματα, ο συμβιβασμός είναι ευχερέστερος από ανάλογους διπλωματικούς ελιγμούς. Πρέπει όμως να έχουμε ανά χείρας την αποκλειστικότητα των οικονομικών συμφερόντων μας. Να τα έχουμε διασφαλίσει. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνον αν έχουμε στο μεταξύ υπογράψει στέρεες συμφωνίες με εκείνα τα οικονομικά μεγαθήρια που είναι διατεθειμένα να υπερασπιστούν, με το σθένος που απαιτείται και την επιμονή που ορίζουν τα προσδοκώμενα κέρδη τους. Αν αυτό συμβεί μπορούμε να ελπίζουμε σε κάποια διαμεσολάβηση, προφανώς των Αμερικανών, αφού αμερικανικά είναι τα συμφέροντα που θα υπηρετηθούν. Αν αυτά τοποθετηθούν δίπλα στα προφανή στρατιωτικά συμφέροντά τους, η ελπίδα ότι θα φροντίσουν ώστε οι εντάσεις να μην ξεπεράσουν ένα κάποιο σημείο μπορεί να παραμείνει ζωντανή.
Το ερώτημα είναι μάλλον απλό: καθώς όλα αυτά ξεδιπλώνονται, όπως βλέπουμε τώρα να συμβαίνει με τις ανόητες προβοκάτσιες των επιγόνων του δικτάτορα Καντάφι, πόσο κοντά θα φθάσουμε στην ένοπλη ή quasi ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία;
Το ερώτημα αυτό πρέπει να το έχουν στην πίσω μεριά του μυαλού τους και στην μπροστινή των ενεργειών τους, όσοι, ειδικά στην αξιωματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ πιστεύουν ότι μια αποδυναμωμένη εθνική κυβέρνηση, μια παραπαίουσα πολιτική εξουσία, είναι το ζητούμενο.