Οι επαγγελματίες και οι εκπρόσωποί τους διαμαρτύρονται ότι ο τεκμαρτός τρόπος φορολόγησής τους είναι άδικος. Δεν έχουν άδικο. Κάποιος που επιθυμεί περισσότερο από κάποιον άλλο ένα αγαθό, θα το πάρει «θυσιάζοντας» την αγορά κάποιου τρίτου. Γιατί λοιπόν να θεωρείται ότι ένα αυτοκίνητο «κάπως ακριβούτσικο» υποδηλώνει απόκτηση ενός κατά τεκμήριου «ελαχίστου» εισοδήματος; Μπορεί ένας να κάνει «θυσίες» για να το αποκτήσει, ενώ ο άλλος βολεύεται με τη δημόσια συγκοινωνία!
Όλοι οι επαγγελματίες όμως όταν ερωτώνται «πόσο κοστίζει» η υπηρεσία τους, δεν ανακοινώνουν την πραγματική τιμή που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής, αλλά μια άλλη, χαμηλότερη, τιμή και προσθέτουν: «συν ΦΠΑ». Ποια είναι η τιμή αυτή, ο καταναλωτής δεν την γνωρίζει. Θα την μάθει όταν θα κληθεί να πληρώσει και θα είναι, προφανώς πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που έχει συμφωνήσει.
Καθόλου τυχαία, σε όλα τα καταναλωτικά αγαθά, στο σούπερ μάρκετ, στην τιμή ενός εισιτηρίου, στο ξενοδοχείο αλλά και στο λίτρο της βενζίνης, η τιμή είναι η πραγματική, δηλαδή με όλους τους φόρους και τις άλλες επιβαρύνσεις.
Η κακή αυτή συνήθεια πρέπει να σταματήσει.
Οι εκπρόσωποι των επαγγελματιών ζητούν την εφαρμογή συστήματος απομείωσης του φορολογητέου εισοδήματος, δηλαδή αφαίρεση από τον φόρο εισοδήματος για όσους αγοράζουν με τιμολόγια. Η ιδέα αυτή, ενώ στη θεωρία μοιάζει να έχει το προσόν ότι οι πελάτες θα προτιμήσουν να πάρουν τιμολόγιο, δηλαδή να πληρώσουν τον ΦΠΑ για να λάβουν, σε αντάλλαγμα, τη φορολογική έκπτωση, στην πράξη δεν μπορεί να δουλέψει.Ο πιο απλός λόγος είναι ότι οδηγεί σε υπερτιμολογήσεις και σε μια ιδιότυπη αγορά έκδοσης και ανταλλαγής πλασματικών τιμολογίων, ιδίως μεταξύ των εύπορων συμπολιτών, ενώ παραμένει αμφίβολο ότι θα προσφέρει πραγματικό κίνητρο.
Αν θέλουν οι επαγγελματίες να μας πείσουν ότι τιμολογούν ορθώς, πληρώνονται με διαφάνεια και αποδίδουν στο κράτος τους φόρους που τους αναλογούν, άρα δεν πρέπει να υπάρχουν τεκμήρια πρέπει να κάνουν δύο άλλα, πολύ απλά βήματα.
Το ένα είναι να προηγείται μια προσφορά ή εκτίμηση κόστους και να αποτελεί αυτή επίσημο φορολογικό στοιχείο. Επ’ αυτής, άλλωστε, θα εκδοθεί και το τελικό φορολογικό παραστατικό για την είσπραξη.
Το παραστατικό αυτό είναι απολύτως απαραίτητο για τον πελάτη γιατί περιλαμβάνει κάτι εξαιρετικά σημαντικό, δηλαδή την εγγύηση ποιότητας και λειτουργίας. Αυτό το ειδικό χαρακτηριστικό, η εγγύηση, πρέπει να ενισχυθεί στις συνήθειες των συναλλαγών, να το ζητούν οι πελάτες και να το παρέχουν οι επαγγελματίες. Το κάνουν μεταξύ τους, το κάνουν οι μεγάλες εταιρείες, να το κάνουν και στους «μικρούς» καταναλωτές.
Το άλλο που πρέπει να κάνουν οι επαγγελματίες είναι να δηλώνουν πλήρως τις εισπράξεις τους και να φορολογούνται επ’ αυτών. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό πως όσοι το κάνουν, και είναι πλέον πολλοί, ιδίως μεταξύ των καλά οργανωμένων εταιρειών, που επιδιώκουν για δικούς τους λόγους, εσωτερικής διαφάνειας και ελέγχου, δεν έχουν κανένα πρόβλημα τεκμηρίου. Μένει μόνον ο έκτακτος έλεγχος ανεξήγητου πλουτισμού, ένα διαρκές πόθεν έσχες που υπάρχει σε όλα τα φορολογικά συστήματα. Σε τελευταία ανάλυση τα έχουν όλα υπολογίσει στις τιμές που προσφέρουν.
Καθόλου τυχαία, τα τεκμήρια εισοδήματος δούλεψαν πολύ ικανοποιητικά επειδή ο Κωστής Χατζηδάκης ανέλαβε το πολιτικό κόστος να τα εφαρμόσει. Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις κατέληγαν σε πραγματικά, δηλαδή υπαρκτά, εισοδήματα. Γι αυτό δεν αμφισβητήθηκαν και όχι επειδή οι επαγγελματίες «φοβήθηκαν» την πιθανότητα πενταετούς ελέγχου, την οποία την έχει, έτσι κι αλλιώς, η Εφορία.
Τέλος, αν καθιερωθεί η ενημέρωση της τελικής τιμής/κόστους να γίνεται σε πραγματικούς όρους, δηλαδή μαζί με τον ΦΠΑ, ευκολότερα θα καθιερωθεί και θα διαδοθεί η σύγκριση και διαπραγμάτευση των τιμών. Πιστεύω πως σε όχι πολλά χρόνια, θα έχει μπει στην καθημερινότητα και τις συνήθειες των συναλλαγών. Αν το είχαμε κάνει ενωρίτερα, όπως μας ζητήθηκε επιμόνως στη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης, τώρα θα είχαν ήδη καταργηθεί τα τεκμήρια εισοδήματος. Μας «αρέσει» όμως να κάνουμε κύκλους επανάληψης των ίδιων κακών συνηθειών φοροδιαφυγής, οι οποίες όμως τελικά καταλήγουν στην τσέπη του καταναλωτή.