Τώρα που έκλεισε ο μετά τη ΔΕΘ κύκλος δημοσκοπήσεων μπορούμε να αντλήσουμε κάποια χρήσιμα συμπεράσματα. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνοι που δηλώνουν πως δεν είναι ικανοποιημένοι από τα μέτρα που θα οδηγήσουν, σταδιακά, σε μείωση της φορολογίας εισοδήματος και επομένως θα αφήσουν στα χέρια των εργαζομένων περισσότερα χρήματα, είναι περισσότεροι από όσους δείχνουν να αποδέχονται τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες ως μέτρα σε θετική κατεύθυνση.
Βέβαια, όσα «χάνει» ο Μητσοτάκης, δεν τα κερδίζει ο Ανδρουλάκης, ούτε, γενικότερα, η αντιπολίτευση. Προστίθενται απλώς στο κλίμα της γενικής δυσαρέσκειας. Οι Ελληνες γκρινιάζουν. Όχι πως δεν υπάρχουν λόγοι να είναι κανείς ανήσυχος από το στρίμωγμα που υφίστανται στα οικονομικά του, στην πίεση της δουλειάς του, στην καταπίεση που ασκεί η καθημερινότητα, ειδικά στις μεγάλες πόλεις.
Μια έρευνα, την οποία περιλαμβάνει η Eurostat στην ετήσια έκθεσή της «Key Figures on European Living Conditions-2025 EDITION» υπό τον τίτλο «Άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους φτωχούς» (σελ.32) δείχνει την Ελλάδα με πρωτιά εντυπωσιακή έναντι όλων των άλλων κρατών.
Περισσότεροι από 70 στους 100 Έλληνες άνω των 65 ετών θεωρούν πως είναι φτωχοί. Το υψηλότερο ποσοστό ήταν 76% το 2016. Το χαμηλότερο ποσοστό μεταξύ των συνταξιούχων (που είναι κατά τεκμήριο σε αυτή την ηλικία) που νοιώθουν «φτωχοί» ήταν 59% και καταγράφηκε το 2011. Όταν είχαν ήδη γίνει οι πρώτες μεγάλες περικοπές συντάξεων, είχαμε ήδη βυθιστεί στην δημοσιονομική κρίση και η οικονομία χτύπησε ύφεση -10%. Άβυσσος η ψυχή των ανθρώπων...
Δείχνει όμως κι αυτό πόσο δύσκολο είναι να αντιληφθούν οι πολίτες σε πραγματικό χρόνο τα πράγματα της οικονομίας, άρα και τα μέτρα που λαμβάνονται στο όνομά της. Αυτό το γνωρίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εξάλλου τα μέτρα θα αρχίσουν να καταγράφονται στις ενημερώσεις των συνταξιούχων τον Ιανουάριο και λίγο αργότερα στις μισθοδοσίες των ενεργών μισθωτών. Είναι και από αυτή την άποψη ευφυής η ιδέα του υπουργού Πιερρακάκη να δημιουργήσει μια πλατφόρμα ηλεκτρονικού υπολογισμού των θετικών επιπτώσεων των μέτρων, προτού εφαρμοστούν.
Εντυπωσιακότερη είναι η σύγκριση επί του ιδίου συναισθήματος φτώχειας με τα άλλα κράτη. Το χαμηλότερο ποσοστό αυτολύπησης έχουν οι άνω των 65 ετών στη Φινλανδία: 3%. ΟΙ Γάλλοι, γνωστοί «γκρινιάρηδες» είναι στο 14%, όσο και ο μέσος όρος της Ευρωζώνης. Ακόμη και οι Βούλγαροι, που εμφανίζουν το μεγαλύτερο μετά από τους Ελληνες ποσοστό «μιζέριας» είναι στο 43%.
Όμως, όταν πάρουμε ως ομάδα αναφοράς τους μεταξύ 18-64 ετών, όπου έχουμε πολλούς ενεργούς στην παραγωγή πολίτες, το ποσοστό των Βουλγάρων κατεβαίνει στο 34%, ενώ των Ελλήνων παραμένει στο 65%, των Ισπανών είναι 23%, των Γάλλων στο 22% και το χαμηλότερο εμφανίζεται στους Γερμανούς με 7,5%, με το μέσο όρο της Ευρωζώνης στο 18%.
Φαίνεται πως στην Ελλάδα γεννιέσαι και πεθαίνεις στην... ψάθα!
Υπάρχει περίπτωση να αλλάξει κάτι στους επόμενους μήνες; Δύσκολο. Γι αυτό, είμαι σίγουρος ότι η κυβέρνηση θα συνεχίσει τον βομβαρδισμό της κοινής γνώμης με νέα, πρόσθετα, μέτρα που θα έχουν όλα θετικό αποτύπωμα στο πραγματικό εισόδημα, σε ελάφρυνση φόρων και ενίσχυση των επιδομάτων.
Αυτά που έχουμε συνηθίσει, δικαίως, να αποκαλούμε προεκλογικές παροχές. Εξαρτάται από το κατά πόσον θα συνεχίσει η οικονομία να πηγαίνει «μάλλον καλά» και κατά πόσον θα συνεχίσει ο εισπρακτικός μηχανισμός να περιορίζει τη φοροδιαφυγή. Το θέμα τελικά είναι για ποιο διάστημα θα αντέχει ο κρατικός κορβανάς μιας κυβέρνησης χουβαρδά.
Δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Είμαι όμως σίγουρος και παίρνω στα σοβαρά τη διαβεβαίωση του πρωθυπουργού ότι δεν θα θέσει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική ισορροπία. Για να το επιτύχει όμως χρειάζεται να μην διασαλευθεί η κυβερνητική σταθερότητα. Που σημαίνει πως αν φανεί ότι οι αντοχές του κρατικού ταμείου εξαντλούνται, δεν θα έχει άλλο δρόμο από την εκλογική αναμέτρηση. Μόνον με τα αποτελέσματα από όσες κάλπες χρειαστεί να στηθούν θα μπορούμε να έχουμε μια κάποια σιγουριά ότι αυτό που ισχυρίζεται ο πρωθυπουργός θα είναι αυτό που θα κάνει, τελικά.