H «Πρωτοβουλία 1.000 κωδικών» την οποία έλαβαν οι επιχειρήσεις μαζικής λιανικής (super markets) σε συνεργασία με κάποιες δεκάδες προμηθευτών τους ώστε να προχωρήσουν σε μείωση τιμών επί 2.180 προϊόντων (1.074 σε τρόφιμα και 1.106 άλλα είδη) είναι θετική και αξιέπαινη.
Η πίεση που ασκεί ο πελάτης-καταναλωτής-πολίτης είναι πάντοτε υπολογίσιμη. Η πολιτική πίεση, την οποία ασκεί, με τον δικό του τρόπο, ο αρμόδιος υπουργός Θεοδωρικάκος, είναι επίσης χρήσιμη. Η ακόμη μεγαλύτερη πίεση που άσκησε, προφανώς, ο ίδιος ο πρωθυπουργός, είτε δημοσίως, είτε με άλλα μέσα, υπήρξε τελικά αποτελεσματική.
Οι μειώσεις κυμαίνονται μεταξύ 3-5% στα περισσότερα, αλλά υπάρχουν και μεγαλύτερες, άνω του 8% ακόμη και 23%! Κάτι δείχνει να κινείται στην πάντοτε στρεβλωμένη ελληνική αγορά. Εξάλλου, ήδη τους τελευταίους μήνες είχαν καταγραφεί μειώσεις σε κάποια, σημαντικά, είδη με πρώτο το ελαιόλαδο του οποίου η τιμή έχει (σχεδόν) επανέλθει σε κανονικά επίπεδα.
Δεν γνωρίζω ποια θα είναι τελικά η επίπτωση στον τιμάριθμο, αλλά σίγουρα θα είναι κατευναστική. Ηδη άλλωστε, το Ινστιτούτο Ερευνας Λιανεμπορίου (ΙΕΛΚΑ) που εδώ και πολύ καιρό υπολογίζει τον πληθωρισμό στο σούπερ μάρκετ είχε ανακοινώσει ποσοστό 0,61% σε ετήσια βάση για τον Σεπτέμβριο. Είχε επίσης αναφέρει ότι σε ορισμένες κατηγορίες υπήρχε μείωση τιμών: φρέσκα φρούτα και λαχανικά, απορρυπαντικά/καθαρισμός, παντοπωλείο εμφάνισαν μειώσεις 5-6%. Αντιστρόφως, άλλα κρίσιμα προϊόντα εμφάνισαν αυξήσεις: κρέατα και μπισκότα/σοκολάτες κοντά στο 10%, γαλακτοκομικά/χυμοί ψυγείου και κατεψυγμένα 4-6%.
Κάτι κινείται, στη «σωστή» κατεύθυνση. Κυρίως επειδή ο καταναλωτής αντέδρασε διακόπτοντας ή μειώνοντας τις αγορές του, μετά, είναι αλήθεια πολύν καιρό συνεχούς ανόδου, η οποία διογκώνεται τεχνητά λόγω του ογκώδους μη ξενοδοχειακού τουρισμού (ενοικιαζόμενα).
Οι καταναλωτές κάνουν το «καθήκον» τους όχι επειδή αποφάσισαν να τιμωρήσουν την αισχροκέρδεια, όπως τους παροτρύνουν διάφοροι τηλε-επισπεύδοντες, για προφανείς πολιτικούς λόγους, αλλά γιατί οικονομικά δεν αντέχουν να μην το κάνουν λόγω των επιπτώσεων της ακρίβειας στο εισόδημα.
Αποδεικνύεται ότι η κυβερνητική εμμονή με το κλείδωμα του ποσοστού κέρδους στο ύψος της πανδημίας ουδόλως εμπόδισε την άνοδο του πληθωρισμού. Πιστεύω μάλιστα ότι συνέβαλε στην περαιτέρω στρέβλωση της εσωτερικής δομής των τιμών, ενισχύοντας τους πολύ δυνατούς προμηθευτές, οι οποίοι είναι κατά τεκμήριο οι πολυεθνικές. Με αποτέλεσμα η δομή τιμολόγησης να μπερδευτεί ακόμη χειρότερα από όσο ήταν προηγουμένως, να δυναμώσει τεχνητά την «εξουσία» των υπεραγορών έναντι των αδύναμων ελληνικών εταιρειών, οι οποίες φορτώθηκαν με μεγάλα έξοδα «επιστροφών», προβολής δηλαδή, χωρίς να έχουν τις δυνατότητες των πολυεθνικών να τα φορτώσουν στις τιμές τους.
Ευτυχώς, μέσα σε αυτό το μπερδεμένο τοπίο της μεγάλης λιανικής αγοράς, η παραδοξότητα που «πέταξε» την προηγούμενη εβδομάδα ο κ. Θεωδωρικάκος, να αναγράφεται ξεχωριστά η «τιμή παραγωγού», πετάχθηκε στα σκουπίδια της ιδεοληπτικής προσέγγισης των αγορών. Είναι βέβαιο πως θα την ανασύρουν οι τηλε-επισπεύδοντες για να πλήξουν, πολιτικά πάντοτε, την κυβέρνηση.
Όχι πως δεν έχει και το δίκιο του ο υπουργός, αλλά το έχασε με τον τρόπο που το υπερασπίστηκε. Γιατί, είναι αλήθεια πως κάτω από όλα αυτά, κρύβεται μια μεγάλη αδυναμία των σουπερμαρκετάδων: έχουν πολύ υψηλότερο εσωτερικό κόστος διαχείρισης και λειτουργίας από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Το οποίο υψηλό κόστος, με κάποιους τρόπους, φροντίζουν να το «πασάρουν» στους προμηθευτές τους και, δυστυχώς, στους πελάτες τους. Χωρίς όμως οι ίδιες οι εταιρείες να πετυχαίνουν υψηλά περιθώρια πραγματικών (καθαρών) κερδών, γεγονός που δυσκολεύει τις επενδύσεις εκσυγχρονισμού, που έχουν πλέον καταστεί υποχρεωτικές.
Έχουμε ακόμη πολύ δρόμο για να επικρατήσει η λογική των ανταγωνιστικών αγορών σε μια από τις σπουδαιότερες αγορές, ειδικά λόγω της ακρίβειας.