Κόστος εργασίας: Το κρίσιμο μέγεθος

Το 2026 ανοίγει μια νέα μεγάλη διαπραγμάτευση, κρίσιμη για τον κόσμο της εργασίας, κυρίως της μισθωτής. Το κόστος της εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα θα επαναπροσδιοριστεί για τα επόμενα, αρκετά, χρόνια. Προφανώς, ανοδικά. Η διαδικασία θα ανοίξει με το νέο νομοθετικό πλαίσιο που προβλέπει η Κοινωνική Συμφωνία, όπως την επικύρωσε στη χθεσινή του συνεδρίαση το Υπουργικό Συμβούλιο.

Οι νέες συλλογικές συμβάσεις αμοιβών και άλλων παροχών, εθνικής εμβέλειας και εφαρμογής, που αναμένεται να συμφωνηθούν και να ενεργοποιηθούν μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στη διάρκεια των επομένων μηνών, θα επηρεάσουν άμεσα έναν δείκτη κρίσιμο αλλά δύσκολο στην εξαγωγή αυθαίρετων συμπερασμάτων: το ονομαστικό (δηλαδή το πραγματικά πληρωνόμενο) κόστος εργασίας υπολογισμένο στο σύνολο των ωρών εργασίας.

Στις σχετικές στατιστικές που χρησιμοποιεί η Eurostat, δεν υπάρχει η διάκριση «μισθωτοί», διάσταση κρίσιμη για την ελληνική οικονομία που χρησιμοποιεί σημαντικές δυνάμεις αυτοαπασχολούμενων, επιτρέπει όμως να έχουμε μια πειστική εικόνα για την εξέλιξη της αμοιβής  της Εργασίας. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν πτυχές που διαφεύγουν στις καθημερινές δημόσιες συζητήσεις. Στη συνέχεια του σημερινού σημειώματος χρησιμοποιούνται τα τελευταία στατιστικά στοιχεία μόνον για τα στοιχεία της Ευρωζώνης των 20 (Ε20) και βεβαίως της Ελλάδας.

Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας, όπως περιγράφηκε προηγουμένως, στην εικοσικοπενταετή μακρά περίοδο 1996-2024, ήταν 1,7% για την Ε20 και 2,2% για την Ελλάδα. Που σημαίνει ότι δημιουργήθηκε ένα μέρος του gap, δηλαδή του τεράστιου κενού σε βάρος των εργαζομένων της χώρας μας, λόγω της σωρευμένης οικονομικής καθυστέρησης, έκλεισε με ικανοποιητικό ρυθμό, παρά την μεγάλη δημοσιονομική κρίση.

Ειδικά στην περίοδο προ της εισόδου της  Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ (1996-2001) ξεπερνούσαμε κατά περισσότερο από έξι φορές τον μέσο όρο των σημερινών είκοσι χωρών του ευρώ ως προς τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του εργατικού κόστους. Το ίδιο, περίπου, συνέβη και στην αρχική  περίοδο ένταξης στο ευρώ (2001-2010) όταν η αύξηση του κόστους εργασίας στην Ελλάδα ήταν συγκριτικά διπλάσια.

Όμως, στα εννέα χρόνια οξείας δημοσιονομικής και τραπεζικής κρίσης, 2010-2018, το κόστος εργασίας αυξανόταν κατά 0,8%/έτος στην Ε20, αλλά στην Ελλάδα μειωνόταν κατά το ίδιο πλην όμως αρνητικό ποσοστό: -0,8%/έτος. Χάσαμε δηλαδή κρίσιμο έδαφος, όπως όλοι γνωρίζουμε. Τα τρία πρώτα χρόνια (2010-2012) το κόστος εργασίας επιβαρύνθηκε λόγω αύξησης των υποχρεωτικών εισφορών και άλλων κρατικών επιβαρύνσεων στην προσπάθεια να κλείσει το τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα. Στην αμέσως επόμενη περίοδο όμως (2013-2019) έγινε η «μεγάλη ζημιά» σε βάρος της εργασίας, αφού, σωρευτικά, το σχετικό κόστος ελαττώθηκε κατά 16 εκατοστιαίες μονάδες!

Το δυσάρεστο είναι όμως ότι στα μεταμνημονιακά χρόνια (2020-2024), παρά την σημαντική θετική διόρθωση του 2020, οπότε το κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά περισσότερο από 7%, και πάλι το ελληνικό κόστος εργασίας αυξανόταν κατά 2% ετησίως όταν στην Ε20 μεγάλωνε κατά 3,3%, μιάμιση φορά ταχύτερα!

Προφανώς, η προσαρμογή των εργατικών εισοδημάτων στην επέλαση του πληθωρισμού ήταν πολύ καλύτερη στις άλλες χώρες του ευρώ, παρά στη δική μας. Το γνωρίζουν τα νοικοκυριά «απ’ την κόψη» της ακρίβειας που με βία επλήγησαν.

Πίσω από όλα αυτά τα νούμερα με τα οποία σας βομβάρδισα -και συγγνώμη γι αυτό- υπάρχει μια αλήθεια η οποία θα κυριαρχήσει και στο πολιτικό προσκήνιο, εφόσον οι προβλεπόμενες ευεργετικές συνέπειες της Κοινωνικής Συμφωνίας επιβεβαιωθούν.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα έχει, στους επόμενους, προεκλογικούς μήνες, την ιστορική ευκαιρία να νουθετήσει, ενδεχομένως να πιέσει και τελικά να εκμεταλλευτεί πολιτικά, την τρίτη σπουδαιότερη επανευθυγράμμιση της αμοιβής της Εργασίας.

Οι μεγαλύτερες και, κατά τεκμήριο, πιο αποδοτικές και πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις θα το επιτύχουν με μεγαλύτερη ευκολία, αφού άλλωστε εμφανώς προηγούνται τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη προσαρμογή.

Οι μικρότερες όμως θα δυσκολευτούν. Ιδίως επειδή πιέζονται, ταυτόχρονα, να ανταποκριθούν στο αυξανόμενο γι αυτές κόστος φορολογικής συμμόρφωσης αλλά και της ρύθμισης σωρευμένων ακάλυπτων υποχρεώσεών τους.

Είναι ίσως το μεγαλύτερο προεκλογικό στοίχημα που καλείται να κερδίσει η χώρα μετά την επιτυχημένη μνημονιακή προσαρμογή των δημοσιονομικών της πραγμάτων, όπως την επιβεβαιώνει ο Πολυετής Δημοσιονομικός Προγραμματισμός 2026-2029 που κατάθεσε χτες ο υπουργός Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης .