Καλό (προεκλογικό) πακέτο ελαφρύνσεων

To πακέτο Μητσοτάκη είναι καλό. Δεν θα ήταν αντικειμενικά ορθό να ισχυριστεί κανείς το αντίθετο. Εκτός αν είσαι «αντιπολίτευση» και πρέπει κάτι να πεις. Λογικό, γιατί οι ρυθμίσεις μυρίζουν άσκηση εκλογικής επιρροής και τα κόμματα διαθέτουν τα κατάλληλα ένστικτα για να καταλάβουν το παιχνίδι της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Σε κάθε περίπτωση οι μειώσεις της φορολογικής επιβάρυνσης είναι πραγματικές και θα έχουν θετικό αντίκτυπο στο ανά χείρας εισόδημα, δηλαδή σε αυτό που αποκαλούμε «καθαρό». Από τον πρώτο μήνα του επόμενου έτους και κάθε μήνα οι μισθωτοί θα δουν αύξηση μισθού. Άλλοι μικρότερη, άλλοι λίγο μεγαλύτερη. Προφανώς, μπορεί να φανεί ανεπαρκής, αλλά είναι αύξηση που προκύπτει από μείωση της άμεσης φορολογίας, πάει δηλαδή κατευθείαν στο πορτοφόλι, προτού αρπάξουν το «μερίδιο» τους η ακρίβεια και το κράτος. 

Πόσοι θα το εκτιμήσουν; Άγνωστο. Θα το δείξει η κάλπη. Όταν στηθεί. Μέχρι τότε, που σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του πρωθυπουργού θα μεσολαβήσουν δύο ακόμη χρόνια, η κυβέρνηση ελπίζει ότι θα συμβούν δύο ακόμη πράγματα. Το ένα είναι οι αυξήσεις που θα δώσουν οι επιχειρήσεις μέχρι την επόμενη Άνοιξη.

Οι επιχειρήσεις λειτουργούν εδώ και καιρό σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης και δεν έχουν την «πολυτέλεια» να χάνουν τους ενσωματωμένους και συχνά εκπαιδευμένους υπαλλήλους και εργάτες τους. Προφανώς, αυτό δεν ισχύει σε ένα πολύ σημαντικό τμήμα της ελληνικής οικονομίας στο οποίο κυριαρχεί η μικρή επιχείρηση, η αμοιβή κάτω του χιλιάρικου, η ανειδίκευτη προσφορά βασικών υπηρεσιών και η πολύ συχνή αυθαιρεσία του «αφεντικού».

Το δεύτερο είναι ότι οι μεγαλύτερες επιχειρηματικές μονάδες θα ωφεληθούν καθώς θα συνυπολογίσουν την μείωση της φορολογίας, στις υπό επεξεργασία αυξήσεις αμοιβών που έτσι κι αλλιώς θα χρειαζόταν να κάνουν για να ανταποδώσουν την τρέχουσα πληθωριστική αφαίμαξη. Συνυπολογιζόμενα τα δύο, ο ιδιωτικός τομέας κρατά ένα ισχυρό εργαλείο επηρεασμού του πολιτικού κλίματος.

Είναι εξίσου σημαντικό ότι, τελικά, η κυβέρνηση δεν χρησιμοποιεί χρήματα από το λεγόμενο  υπερπλεόνασμα του τρέχοντος έτους. Τα φορολογικά μέτρα δεν θα καλυφθούν από κάποια υπερέσοδα του 2025 αλλά θα προκαλέσουν υστέρηση μελλοντικών εσόδων, δηλαδή εκείνων που θα έπαιρνε το κράτος στη διάρκεια του 2026 αν δεν προχωρούσε με τις φορολογικές μειώσεις. Γι αυτό και, από την άποψη των ευρωδημοσιονομικών κανόνων και της αυστηρά ελεγχόμενης πορείας της εξελισσόμενης πάντα μεταμνημονιακής δημοσιονομικής προσαρμογής τα μέτρα δεν περιέχουν μείζονες κινδύνους.

Αυτό που χρειάζεται να διασφαλιστεί είναι ότι ο ρυθμός αύξησης του εθνικού εισοδήματος θα συνεχίσει να κινείται πάνω από 5% (μαζί με τον πληθωρισμό). Παρόμοιος στόχος φαίνεται εφικτός (αν και το δεύτερο τρίμηνο εμφάνισε κόπωση της ζήτησης) άρα παραμένει ασφαλής. Πρακτικά, τα μέτρα θα «αυτοχρηματοδοτηθούν». Εάν μάλιστα συνεχιστεί η αύξηση των κρατικών εσόδων λόγω μείωσης της φοροδιαφυγής, γιατί περιθώρια βελτίωσης υπάρχουν ακόμη και είναι σημαντικά, τότε η κυβέρνηση θα συνεχίσει να διαθέτει «δημοσιονομικό χώρο».

Επί της ουσίας τώρα, τα κυβερνητικά μέτρα για την ελάφρυνση της φορολογίας εισοδήματος, επειδή μάλιστα επεκτείνονται πέραν της μισθωτής εργασίας, στους εισοδηματίες (μειωμένα τεκμήρια και ελάφρυνση φόρων στα ενοίκια) και τους συνταξιούχους (σταδιακή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς), μαζί με τις δύο (εξτρά αλλά μόνιμες κι αυτές) ανοιξιάτικες ενισχύσεις του ενός ενοικίου και της πρόσθετης παροχής σε συνταξιούχους, επιδρούν όλα στην πλευρά της ζήτησης.

Οι επιχειρήσεις, που διαπίστωσαν ελαφρά κάμψη της κατανάλωσης, θα πρέπει να είναι ευχαριστημένες. Μια κεντροδεξιά κυβέρνηση (την οποία «κατηγορούν» οι αντίπαλοι της ως νεοφιλελεύθερη) που ρίχνει το βάρος της στην πλευρά της ζήτησης δεν είναι κάτι που το ρίχνεις στην πυρά.

Παρά ταύτα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άφησε την ευκαιρία να καθιερώσει την αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή της κλίμακας φορολογίας εισοδημάτων. Όχι προφανώς επειδή, εσχάτως, το ζητεί το ΠΑΣΟΚ, αλλά γιατί η κυβέρνηση προτιμά να χειρίζεται πολιτικά τους φόρους παρά να υπάρχει ένα σύστημα καθιερωμένο και αυτοματοποιημένο με αντικειμενικούς κανόνες. Εδώ που τα λέμε, καμία πολιτική παράταξη δεν είναι πρόθυμη να υπερασπιστεί στην πράξη παρόμοια «έξοδο» της εξουσίας από ένα τόσο ισχυρό εργαλείο επηρεασμού της ψήφου.