Το χάρισμα να είσαι Διονύσης Σαββόπουλος

Δεν πρέπει να υπάρχει κάποιος, τουλάχιστον από εκείνους που γεννηθήκαμε στην εικοσαετία μετά τον Πόλεμο, που δεν ακούμπησε, κάποιες στιγμές πάνω στον ιδιαίτερο «Σαββουπουλικό» πολιτισμό. Αλλοι με ενθουσιασμό, άλλοι τυχαία, άλλοι επικαιρικά, άλλοι απο σπόντα. Όλοι όμως ήξεραν ότι υπάρχει ένας ιδιόμορφος καλλιτέχνης που τον λένε Διονύση ή απλώς Νιόνιο και σίγουρα είχε κάτι να μας πει.

Μας τα είπε κι έφυγε. Όπως όλοι κάνανε και θα κάνουμε κάποια στιγμή.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος ήταν big star. Και ήταν ροκ, όχι απαραιτήτως «ροκάς». Αν είχε κάνει καριέρα στην Αμερική, με την κουλτούρα της οποίας είχε από νωρίς ψυχική, άμεση, επαφή θα ήταν πλούσιος και διάσημος.

Ηταν χαρισματικός, εκκεντρικός και βαθύτατα λαϊκός.

Ηταν βεβαίως αριστερός, αλλά ενός ξεχωριστού είδους. Από αυτούς που δεν τους αντέχει και δεν αντέχουν μέσα στον καθωσπρεπισμό των οργανωμένων. Δεν ήταν από εκείνους που εκείνους που πυκνώνουν τις γραμμές των διαδηλώσεων όταν και όπως το αποφασίζουν οι κομματικοί καθοδηγητές.

Ήταν άλλωστε απίθανο να καθοδηγήσει κάποιος «μηχανισμός» έναν τέτοιο άνθρωπο. Μόνον προσωπικότητες ισχυρές μπόρεσαν να το οδηγήσουν. Ο Χατζηδάκης, με τον ασύγκριτο τρόπο του, ο Θεοδωράκης, με τον ενθουσιασμό που τον καταλάμβανε, ο Τσιτσάνης, χωρίς καλά - καλά να το γνωρίζει, ο Πατσιφάς, που ήταν προφανώς ο μόνος που ήξερε τι είχε στα χέρια του και γνώριζε ακόμη καλύτερα τι να το κάνει και, υπέρτατη δύναμη, η Άσπα.

Στα δικά μου «μάτια», της ψυχής και του μυαλού τα μάτια εννοώ, ο Σαββόπουλος υπήρξε συνεπής αναρχικός και αναρχικά φιλελεύθερος. Σπάνια περίπτωση στην ελληνική πραγματικότητα των πενήντα ετών, στη διάρκεια των οποίων ανάπτυξε τα χαρίσματά του.

Ήξερε να αναγνωρίζει την αλήθεια των πραγμάτων, όταν την έβλεπε μπροστά του. Η δικτατορία δεν τον «μάζεψε» επειδή ήταν «κομμουνιστής». Τα γρανάζια καταστολής των ελευθεριών εκείνης της περιόδου κατάλαβαν γρήγορα τον «άλλο» κίνδυνο: μιλούσε απευθείας στους νέους της δεκαετίας των ’60 επειδή εκφραζόταν σε μια άλλη, άτακτη γλώσσα: ήταν αυθεντικά ανατρεπτικός. Άμεσα και χωρίς να περιμένει την απελευθέρωση του ατόμου δια της τεθλασμένης της «δικτατορίας του προλεταριάτου».

Γι αυτό, όταν του ήρθε, είχε πάντα βρει έναν καλό λόγο, στοχευμένο και ακριβή, να πει και για τον εθνάρχη Καραμανλή, και για τον Αντρέα όλων, και για τον πατέρα Μητσοτάκη. Κι αν τάραζε τις βεβαιότητες των «συντρόφων» ή των «νοικοκυραίων», και πάλι δεν έγινε και τίποτε τρομερό. Παρέμενε συμπαθής σε όλους γιατί ήταν, πάνω από όλα, επικαιρικός και δημιουργικός.

Ήταν, τελικά, ο δικός μας τραγουδοποιός, που μπορούσε να βάλει τον κόσμο σε «στιχάκια» και να τα βάλει όλα μαζί σε ρυθμική σειρά για να τα σιγοτραγουδάμε όταν δεν είχαμε τίποτε άλλο να πούμε μπροστά στις απίθανες στροφές που κάθε τόσο έπαιρνε η νεοελληνική ασταθής πραγματικότητα.

Κι αφού δεν μπορεί πια να με αποπάρει, θα συνθλίψω τα λόγια του από τις σελίδες 250 - 251 της στερνής αφήγησης για την εποχή μας (με πολυτονικό παρακαλώ...) την οποία μας χάρισε στο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (Αθήνα 2024).

«Από ζημιές και απώλειες κάθε είδους άλλο τίποτε όλες αυτές τις δεκαετίες. Μα δεν τα πήγαμε κι άσχημα εν τέλει. Κρατήσαμε τα μπόσικα. Φάγαμε στη μάπα μπόλικες εξωκοινοβουλευτικές δραστηριότητες, φονικές οδομαχίες, περιφρόνηση των θεσμών και απ’ τις δυό μεγάλες παρατάξεις. Λαϊκισμό ολούθε, και από πάνω μια αστυνομία που πυροβολούσε στο ψαχνό. Τέλος, υποστήκαμε κι έναν ψωροπερήφανο αντι-ευρωπαϊσμό. Κι όμως τα καταφέραμε, σύντροφοι. Παρ’ όλες τις λακκούβες καταφέραμε ομαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Πενήντα χρόνια πολιτική ομαλότητα. Δεν είχε ματαγίνει στην Ελλάδα.

Μπορούμε να δώσουμε συγχαρητήρια στους εαυτούς μας, και να μην ακούω από διάφορους εναλλακτικούς τζιτζιφιόγκους «Η χούντα δεν τελείωσε το ‘73». Κρατήσαμε τη Δημοκρατία μακριά από τους γαμοκαμπουρόσαυρους και προσπαθήσαμε, ο καθένας απ’ τη μεριά του, να φτιάξουμε ένα έργο που να δίνει φως και νόημα στα χρόνια που μας χαρίστηκαν. Να στήσουμε σπίτι, δουλειά, να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας, να χαρούμε τους φίλους και να μη χάσουμε τις ελπίδες μας. Εσείς, νεότερα παιδιά αυτής της πολιτείας, που με την ιερή της τρέλλα και το αιώνιο πάθος της γέννησε τη Δημοκρατία, προστατέψτε την. Να ζήσει ο τόπος μας, να ζήσει η Δημοκρατία μας».