Για να μην πιάσουμε πάτο...

Τις θετικές εξελίξεις, στα οικονομικά ζητήματα τουλάχιστον, να τις σημειώνεις με μεγάλα γράμματα στην σελίδα των «υπό διάψευση» καλών ειδήσεων. Τα κακά νέα πρέπει να τα κοιτάς δυό και τρεις φορές για να κατανοήσεις τι πρέπει να κάνεις καλύτερα.

Έχω σημειώσει παλαιότερα πως, σε ότι αφορά το ονομαστικό εθνικό εισόδημα (ΑΕΠ), δηλαδή αυτό με το οποίο ζούμε στην καθημερινότητά μας, έχουμε επανέλθει στο σημείο που ξέσπασε η ανοικτή δημοσιονομική κρίση.

Αυτό είναι καλό νέο. Και δεν έχει αλλάξει. Δεν είναι όμως αρκετό. Κυρίως γιατί η ένδειξη αυτή περιλαμβάνει τον πληθωρισμό. Απέναντι στον οποίο κάθε νοικοκυριό, επιχείρηση και το κράτος έχει διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας (money illusion), όπως ωραία έχουν εξηγήσει οι Αϊρβινγκ Φίσερ και Τζον Μάυναρντ Κέυνς με την κατάλληλη κριτική εξήγηση που έδωσε ο Μίλτον Φρίντμαν.

Γι αυτό άλλωστε μετρούμε το ΑΕΠ αφού του αφαιρέσουμε την πληθωριστική επαύξηση.

Εδώ τα νέα είναι λιγότερο καλά. Πριν λίγες ημέρες ο κ. Στυλιανός Γώγος, ερευνητής-οικονομολόγος της ομάδας ερευνών της τράπεζας Eurobank, δημοσίευση ένα σύντομο σημείωμα με προσεκτικούς υπολογισμούς που καταλήγει στο συμπέρασμα πως, στη βάση των στοιχείων μέχρι το 2024, «το πραγματικό ΑΕΠ υπολείπεται κατά 15,1% σε σύγκριση με την κορυφή του 2008».

Η διαφορά είναι μεγάλη, εξηγείται προφανώς, και νομίζω ότι θα μειωθεί κι άλλο εφέτος και το επόμενο έτος. Βεβαίως, το 2008 ήταν το έτος που πιάσαμε την ιστορικά υψηλότερη επίδοση εθνικού εισοδήματος (αντιστοίχως προφανώς και των προσωπικών) αλλά συντρέχανε λόγοι που δεν θα θέλαμε να τους δούμε να επιστρέφουν, όπως η σώρευση μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και υπερβολικού ατομικού δανεισμού.

Στο μεταξύ, η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε τον υπολογισμό της για την πορεία του ΑΕΠ (όπως πάντοτε κάνει) κατά το 2024 και βρήκε ότι η αύξηση από τον προηγούμενο χρόνο ήταν 2,1% μικρότερη από το 2,3% που είχε αρχικώς υπολογίσει. Αν η διαφορά σας φαίνεται «μικρή» πρέπει να σκεφτείτε ότι και ο παραμικρός «πόντος» μετρά, όταν σου λείπουν χρήματα για να προστατεύσεις την αγοραστική σου δύναμη.

Ιδίως για την χώρα μας, η οποία πέρασε πολλά χρόνια πολύ δύσκολα και, σήμερα ακόμη, δεν έχει βρει τι θα είναι αυτό που θα στηρίξει την ταχύτερη, έναντι των άλλων κρατών της Ευρωζώνης, ανάπτυξη, όταν θα έχει περάσει η θετικότατη επίδραση των χρημάτων που Ταμείου Ανάκαμψης.

Διαβάστε προσεκτικά την εξήγηση που δίνει ο κ. Γώγος για την υστέρηση των τελευταίων ετών και συγκρατείστε πως οι ίδιοι παράγοντες θα επιβραδύνουν την απαιτούμενη ταχεία άνοδο του ΑΕΠ στα επόμενα χρόνια.

«Η παραγωγικότητα της εργασίας και οι δημογραφικές τάσεις αποτελούν αγκάθια για την ελληνική οικονομία. Αθροιστικά εξηγούν άνω του 80% της απόκλισης του πραγματικού ΑΕΠ το 2024 σε σύγκριση με την κορυφή του 2008».

Τα δύο αυτά «αγκάθια» από τα οποία εξαρτάται τελικά κάθε θετική προοπτική, υπήρξαν στη διάρκεια της κρίσης, υπάρχουν και σήμερα και δεν φαίνεται να μπορέσουμε να αλλάξουμε κάτι ως προς αυτά στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.

Η μόνη αμέσου αποτελέσματος δράση στο δημογραφικό εμπόδιο είναι να μπουν στην αγορά εργασίας οι γυναίκες και οι νέοι που για διάφορους λόγους εξαιρούνται -συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα- από την αγορά εργασίας. Εξαίρεση που αφαιρεί πολλά από το ΑΕΠ που θα μπορούσαμε να δημιουργούμε, ενώ, ταυτοχρόνως, μεγαλώνει την πίεση επί των οικογενειακών εισοδημάτων, τα οποία δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στο κόστος ζωής, δηλαδή στην ακρίβεια.

Κι επειδή ούτε αυτό αρκεί, χρειάζεται να επιστρέψουν στην πατρίδα πολύ περισσότεροι από όσους έφυγαν τα προηγούμενα χρόνια, ειδικά επειδή πρόκειται για εργαζομένους που θα φέρουν μαζί τους υψηλότερη προστιθέμενη αξία. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως δημιουργίας των αντίστοιχης αξίας επιχειρηματικών επενδύσεων.

Ακόμη κι αυτό δεν είναι αρκετό. Είναι προφανές ότι η χώρα χρειάζεται ταχεία αύξηση εργατικών χεριών χαμηλής εξειδίκευσης. Που σημαίνει πως θα πρέπει να ανατρέψουμε, με τον κατάλληλο τρόπο, την ακολουθούμενη μεταναστευτική μας πολιτική.

Ακόμη όμως κι αν γίνουν όλα αυτά, που δεν μοιάζουν και δεν είναι καθόλου εύκολα, απαιτείται ένα συμπαγές και ρεαλιστικό  σχέδιο για την αύξηση της παραγωγικότητας. (Ο εθνικός στόχος για τον οποίο μίλησε τις προάλλες ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ). Θα κατανοήσουμε καλύτερα την αξία του Στόχου, αν νοήσουμε τον οικονομίστικο όρο «παραγωγικότητα της εργασίας» χωρίς ιδεολογικές παρωπίδες αλλά ως πολλαπλασιαστή αξίας της εργασίας όλων μας.

Τα τελευταία δύο χρόνια η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ ήταν καλή και ακόμη καλύτερη, όπως σημειώνει και η μελέτη, επειδή «δεν προήλθε μόνο από την ενίσχυση του ποσοστού απασχόλησης αλλά και από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και του ποσοστού συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό».

Το θέμα είναι τελικά να ορίσουμε ένα ποσοστό ανόδου της παραγωγικότητας ως τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή της συλλογικής προσπάθειας. Υπάρχουν αξιολογότατοι οικονομολόγοι, ινστιτούτα και άλλοι κύκλοι μελετών που μπορούν να κληθούν να κάνουν τους σχετικούς υπολογισμούς. Ο υπουργός Οικονομικών θα μπορούσε να πάρει την πρωτοβουλία, με την ευκαιρία της περιόδου συζήτησης του κρατικού προϋπολογισμού.

Σίγουρα πάντως -και εκ του προχείρου- θα πρέπει ο συντελεστής βελτίωσης της παραγωγικότητας να είναι μεγαλύτερος από το 1,5% και όσο γίνεται πλησιέστερα στο 2%. Μπορούμε καλύτερα.

Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε πολιτική αντάρα και, το χειρότερο, ο διογκούμενος κίνδυνος επιστροφής σε λαϊκίστικες πολιτικές, θα οδηγήσει την χώρα στον «πάτο» της Ευρωζώνης. Δεν απέχουμε και πολύ άλλωστε...