Φιλελεύθερη συμφωνία σοσιαλδημοκρατικών ιδεών

Είναι από τα σπάνια γεγονότα, που μπορούν να αλλάξουν τη χώρα. Και είναι η καλύτερη «σφραγίδα» ότι η οικονομία πάει και μπροστά και καλύτερα. Ο λόγος για την Κοινωνική Συμφωνία που υπέγραψαν οι εκπρόσωποι εργαζομένων και εργοδοτών, υπό την αιγίδα της υπουργού Εργασίας Νίκης Κεραμέως, μέσω της οποίας θα ανασχεδιαστεί το πλαίσιο των Συμβάσεων Εργασίας.

Τρεις αποδείξεις για τη σημασία του εγχειρήματος.

Μία είναι πως χρειάστηκαν πολλοί μήνες διαβουλεύσεων, οι οποίες έγιναν μάλιστα σε κλίμα εμπιστευτικότητας και αλληλοσεβασμού. Δεύτερη απόδειξη είναι πως η συμφωνία θα βρει απέναντί της εκείνους που προτιμούν τον εργαζόμενο να περιμένει τη «σωτηρία» από τον πραγματικό σοσιαλισμό και, μέχρι τότε, να εξαρτάται από τις πλάτες του κομματικού συνδικαλισμού. Τρίτο αποδεικτικό στοιχείο είναι ότι η συμφωνία είναι ρεαλιστική και επιλύει τα βασικά ζητήματα που εμπόδιζαν την εξάπλωση, κατά τρόπο ουσιαστικό και πρακτικό, των συλλογικών συμβάσεων σε, σχεδόν, ολόκληρη την οικονομία.

Το τελευταίο αυτό είναι άλλωστε εκείνο που θα κρίνει, τελικά, την επιτυχία του «νέου εργασιακού χάρτη», όπως ονομάστηκε. Στους επόμενους μήνες και πάντως εντός του 2026, θα χρειαστεί να καθίσουν στο τραπέζι όλοι με όλους. Θα χρειαστεί να επαναφέρουν, όσοι κλάδοι δεν το έχουν ακόμη καταφέρει, πνεύμα συζήτησης και διαπραγμάτευσης με σκοπό την αύξηση του πραγματικού πλούτου των συντελεστών της παραγωγής, μέσω μιας πραγματικής βελτίωσης του αποτελέσματος.

Αν το πείραμα γίνει πράξη, η θέση της εργασίας θα αλλάξει με τον ίδιο τρόπο που άλλαξε δύο μόνον φορές στην ιστορία των εργασιακών σχέσεων: το 1982 (κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου) και το 1990 (οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα).

Η Συμφωνία, εφόσον εφαρμοστεί, θα συγκεράσει φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές ιδέες, οι οποίες, σε άλλα κράτη, έχουν συμπεριληφθεί, στο πέρασμα των δεκαετιών, στο παραγωγικό μοντέλο. Αυτό ακριβώς το «μοντέλο» στο οποίο κατά κανόνα αναφερόμαστε όταν θέλουμε να αναδείξουμε την απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από τις μεγάλες δημοκρατίες.

Το ερώτημα που συχνά έρχεται στις συζητήσεις είναι αν και κατά πόσον οι συλλογικές συμβάσεις οδηγούν, από μόνες τους, σε καλύτερες αμοιβές για τους εργαζομένους και καλύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις.

Η απάντηση είναι θετική, υπό δύο, κατ’ αρχήν, προϋποθέσεις. Η πρώτη, που προβλέπεται στη Συμφωνία, είναι ότι οι επόμενες συλλογικές συμβάσεις θα μπορούν να υπογράφονται ταχύτερα, να εφαρμόζονται ευκολότερα και να ισχύουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Αν αυτό επιβεβαιωθεί, οι αιτίες οικονομικών προστριβών και κοινωνικών συγκρούσεων θα μειωθούν, εξέλιξη που θα ακυρώσει τις εμμονικές προσπάθειες όσων, μέσα στο εργατικό κίνημα εκμεταλλεύονται την ανασφάλεια που προξένησε στον κόσμο της εργασίας η κατάρρευση του ελληνικού κρατικοδίαιτου καπιταλισμού μετά το 2010. Αυτοί πρώτοι θα αντιδράσουν, από σήμερα, στην εμπέδωση του κλίματος συνεννόησης που εξέπεμψε η χθεσινή ανακοίνωση.

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά στη λειτουργία του νέου μηχανισμού επίλυσης των διαφορών, οι οποίες πάντοτε προκύπτουν σε κάθε συναλλακτική διαδικασία. Ο νέος μηχανισμός διαιτησίας δεν είναι επαρκώς ευκρινής στην ίδια τη Συμφωνία και θα χρειαστεί μαεστρία από την πλευρά της υπουργού Κεραμέως, για να στρωθεί σε νομοθετικό κείμενο.

Η Συμφωνία δεν κατάφερε να επεκταθεί σε κάτι το οποίο θεωρώ σημαντικό εδώ και πολλά χρόνια: να κατοχυρώνεται με την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας η ελάχιστη κοινή αμοιβή των μισθωτών. Η κυβέρνηση κρατά, όπως ορίζει ο ισχύον νόμος, για τον εαυτό της τη δικαιοδοσία αυτή, προφανώς για καθαρά πολιτικούς λόγους. Επιδιώκει να είναι η ίδια, δηλαδή ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, που θα ανεβάσει τον κατώτατο μισθό στον στόχο των 950 ευρώ το 2027, όπως έχει δεσμευτεί προεκλογικώς.

Είναι πάντως αυτονόητο πως, όταν θα κλείσει και ο τρέχων εκλογικός κύκλος, αν όχι ενωρίτερα, η ρύθμιση αυτή πρέπει να αλλάξει. Σε μεγάλο βαθμό, θα εξαρτηθεί από την επιτυχία της παρούσας Κοινωνικής Συμφωνίας. Αν δουλέψει σωστά, τότε αυτό που σημείωσε - και δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει - ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ), ότι δηλαδή «ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων δεν απολαμβάνει την ανάπτυξη (και είναι) υποχρέωση των εργοδοτών να συμβάλουν στην αύξηση των εισοδημάτων», θα αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα.

Επ’ αυτής της πραγματικότητας μπορεί να χτιστεί η νέα Συνεννόηση, ικανή να εγκαταστήσει στο προσκήνιο του δημόσιου διαλόγου τη σημασία της επίτευξης συγκεκριμένων, ετησίως, στόχων βελτίωσης της παραγωγικότητας, οι οποίοι θα στηρίξουν το νέο καθεστώς στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.