Ας δούμε λίγο τη μεγάλη εικόνα των εισοδημάτων. Ας δούμε μια οικογένεια με δύο παιδιά και δύο εργαζόμενους γονείς των οποίων ο μισθός βρίσκεται στον αριθμητικό μέσο όρο των αμοιβών. Δεν είναι εύποροι, βρίσκονται όμως επαρκώς πάνω από την κατώτατη αμοιβή και, προφανώς, πολύ πάνω από το στατιστικά οριζόμενο «όριο φτώχειας».
Προτιμώ αυτό το παράδειγμα για δύο λόγους. Πρώτον, είναι η περίπτωση πάρα πολλών μισθωτών, ειδικά στις πόλεις. Δεύτερον, είναι το πιο ευαίσθητο κομμάτι μεταξύ εκείνων των πολιτών τους οποίους επηρεάζουν τα κυβερνητικά μέτρα, έχουν πληγεί από την ακρίβεια και αμφιταλαντεύονται για το «χρώμα» του ψηφοδελτίου που θα επιλέξουν στην επόμενη κάλπη.
Τα στοιχεία για το 2025 δεν υπάρχουν ακόμη, όπως είναι λογικό, αλλά στη βάση της τελευταίας διαθέσιμης μέτρησης μπορούμε να το υπολογίζουμε γύρω στα 45.000 ευρώ ετησίως μετά από φόρους, αυτό δηλαδή που «παίρνουν σπίτι» όπως λέγεται στους διεθνείς κανόνες.
Ας δούμε επίσης την εξέλιξή του. Πριν πέντε χρόνια το νοικοκυριό «μας» είχε στη διάθεσή του 31.000 ευρώ. Η βελτίωση είναι σημαντική, περί το 45%. Το 2010 όμως το σχετικό ποσό ήταν στα 43.772 ευρώ. Με άλλα λόγια, στη διάρκεια των 15 ετών που πέρασαν, κολλήσαμε και μείναμε στα ίδια. Μεσολάβησαν η ύφεση της μεγάλης κρίσης και η ύφεση της πανδημίας. Δύο μεγάλες καταστροφές, επενδύσεων, προϊόντος και, τελικά, εισοδημάτων. Προσετέθησαν όμως τα εισοδήματα που έφεραν ο καλπάζων τουρισμός, η βελτίωση των εξαγωγών δηλαδή, τελικά, η συνεχής άνοδος του ΑΕΠ.
Ο πληθωρισμός δεν μετρά γιατί ενσωματώνεται στα εισοδήματα. Στα έτη της μεγάλης κρίσης δεν είχαμε πληθωρισμό. Είχαμε όμως - και μάλιστα υψηλό - μετά την πανδημία. Στον οποίο πρέπει να προσθέσετε την πίεση που ασκείται στις τιμές, μέχρι σήμερα, από την ανάκαμψη της ζήτησης των τελευταίων τριών ετών.
Με δύο λόγια, χάσαμε, κερδίσαμε και βρεθήκαμε στα ίδια. Τι μας λείπει για να αυξηθούν τα εισοδήματα που κερδίζουμε και να κλείσουμε την ψαλίδα; Μεγαλύτερη παραγωγικότητα στη δουλειά μας και καλύτερη ανταγωνιστικότητα των διεθνών προϊόντων μας. Τα δύο μαζί σημαίνουν ότι η προστιθέμενη αξία που δημιουργούμε μεγαλώνει και αξίζει περισσότερα στη διεθνή αγορά.
Δυστυχώς, στην περίπτωση της Ελλάδας, δηλαδή μια οικονομία μικρή σε μέγεθος πληθυσμού, χωρίς βιομηχανικό βάθος, με σημαντικές τεχνολογικές καθυστερήσεις, εξαρτώμενη κυρίως από την πορεία του κλάδου των υπηρεσιών, με λειψή επάρκεια τροφίμων και περιορισμένες εξαγωγές, μόνον μια έκρηξη παραγωγικότητας θα μπορούσε να βελτιώσει το πραγματικό εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης, συγκρίσιμης προς τις άλλες κρατικές οικονομικές οντότητες.
Αυτό δεν το έχουμε διασφαλίσει και, το χειρότερο, δεν συζητούμε για το πως θα το επιτύχουμε. Μπορούμε όμως να το βάλουμε σκοπό και να θέσουμε εθνικούς στόχους για τα αμέσως επόμενα χρόνια. Αν βάλουμε μετρήσιμους στόχους για τη βελτίωση της παραγωγικότητας θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα μειώσουμε την απόσταση που μας χωρίζει από όσων το επίπεδο ζωής «θαυμάζουμε».
Η κανονικότητα που έχει πλέον επιστρέψει και εμπεδωθεί επιτρέπει μια κάποια αισιοδοξία. Όχι μεγάλη, αλλά υπολογίσιμη. Είναι δουλειά των σοβαρών πολιτικών δυνάμεων να εξηγήσουν την αξία ενός παρόμοιου, φιλόδοξου, στόχου παραγωγικότητας και να παροτρύνουν την κοινωνία για να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση.