Τρέφει ο πληθωρισμός την ακρίβεια, όπως σίγουρα το έκανε από τα μέσα του 2022 και επί μια διετία; Ή, μήπως, η ακρίβεια «τρέφει» τον επιμένοντα, ακόμη σήμερα, πληθωρισμό; Το μπέρδεμα είναι λογικό και υπάρχει σε όλες τις οικονομίες και όλα τα κράτη. Στην περίπτωσή μας όμως, έχει λάβει αχανείς και ατεκμηρίωτες διαστάσεις.
Επαναλαμβάνουν πολλοί το ιδιάζον επιχείρημα ότι «οι άνθρωποι ζούσαν καλύτερα το 2019, από όσο ζουν το 2025». Είναι παράδοξο, ακόμη και να το σκέφτεται κανείς.
Δουλεύουν περισσότεροι: η ανεργία ήταν στο 17% και τώρα είναι στο 8%, αφού έχουν προστεθεί περισσότερα από 200.000 άτομα στη συνολική απασχόληση.
Πληρώνονται καλύτερα: από τα 1.100 στα 1.400 περίπου και κατά μέσο όρο, μια αύξηση περί το 30%. Επιπλέον, τα δύο τελευταία χρόνια, έχουν προστεθεί έμμεσες αμοιβές και καλύψεις, ιδίως στις δουλειές εκείνες που υπάρχει δυσκολία εξεύρεσης εργαζομένων.
Οι τιμές έχουν μεταβληθεί κατά 20% για όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, αλλά από -7% (επικοινωνίες) μέχρι 36% (διατροφή). Ξεχωρίζουν ακόμη η στέγαση (25%), οι μεταφορές (21%) και τα καφε-ξενοδοχο-εστιατόρια (28%), ενώ οι υπόλοιπες κατηγορίες κατανάλωσης είναι κοντά ή κάτω από 10%.
Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα;
Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα συνεχίστηκε τα τελευταία χρόνια αυτό που είχε ξεκινήσει πριν πολλά χρόνια, πριν ακόμη την ένταξή μας στην Ευρωζώνη: τη σύγκλιση μεταξύ ελληνικών και διεθνών τιμών σε, σταδιακά, όλα τα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά.
Με δύο λόγια, μέχρι πριν κάποιο -μεγάλο- χρονικό διάστημα, οι πολυεθνικές και άλλοι μεγάλοι παραγωγοί και εξαγωγείς διαφόρων κρατών έκαναν «ειδικές εκπτώσεις» για την Ελλάδα, πουλούσαν δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη του πληθυσμού. Αυτό, πρακτικά, έχει σταματήσει.
Κάποτε οι εισαγωγείς έφερναν χαμηλότερης ποιότητας, άρα πιο φθηνά, προϊόντα τα οποία «καπέλωναν» με τεράστια περιθώρια κέρδους. Αλλά κι αυτή η «μέθοδος» δεν βοηθά πλέον στην επίτευξη χαμηλότερων τιμών, πόσο μάλλον που τα περιθώρια κέρδους παραμένουν θηριώδη. Η ταχύτατη σύγκλιση των αγορών οδήγησε σε διεθνή τιμολόγηση και, επομένως, οι Έλληνες καταναλωτές πληρώνουν όσο περίπου πληρώνουν και όλοι οι άλλοι καταναλωτές. Το πιο απλό παράδειγμα δίνουν τα αγαθά υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, δηλαδή τα ακριβά, έχουν τις ίδιες τιμές, όπως καλά γνωρίζουν όσοι ψωνίζουν στα ήδη πολύ δημοφιλή ψηφιακά κανάλια αγορών
Με μια σημαντική διαφορά. Η Ελλάδα είναι χώρα υψηλών φόρων. Πρώτα από όλα επί των εισοδημάτων των μισθωτών, οι οποίοι δίνουν το 40% της αξίας της δουλειάς τους στο κράτος, προτού ακόμη πληρώσουν τους φόρους κατανάλωσης: ο υψηλότερος ΦΠΑ (μεταξύ 3 και 5 εκατοστιαίων μονάδων), οι ειδικοί φόροι στα καύσιμα, οι εξτρά επιβαρύνσεις στα αυτοκίνητα και άλλα πολλά παρόμοια, συνήθως κρυμμένα στα «ψιλά γράμματα» εξηγούν ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής ακρίβειας. Καθόλου τυχαία, ένα στα πέντε ευρώ των κρατικών εσόδων προέρχεται από ειδικές επιβαρύνσεις.
Επιπλέον, η Ελλάδα είναι στην 6η θέση με την υψηλότερη αναλογία έμμεσων φόρων (44%) στο σύνολο των κρατικών εσόδων μεταξύ των 38 μελών του ΟΟΣΑ, ενώ παραμένει πολύ χαμηλά (15%) στην ατομική φορολογία και ακόμη χαμηλότερα στη φορολόγηση των εταιρειών (5%).
Μια άλλη σύγκριση, του επιπέδου τιμών σε όρους ισοδύναμης αγοραστικής δύναμης μεταξύ κρατών της Ένωσης προσφέρει πολύτιμη πληροφόρηση. Συγκρίνοντας προς το μέσο επίπεδο τιμών της Ένωσης, το οποίο ορίζουμε στο 100, το επίπεδο τιμών της Ελλάδας είναι στο 80% αυτού. Όμως, το καλάθι τροφίμων είναι στο 106, οι τηλεπικοινωνίες στο 144, οι μεταφορές και η ένδυση/υπόδηση στο 90 και το πακέτο εστίαση-ξενοδοχεία στο 86. Μόνον η Παιδεία είναι χαμηλά (59)!
Προφανώς, το πρόβλημα της ακρίβειας, όπως το βιώνουμε, προκύπτει από αυτές τις εξελίξεις.
Όσο κι αν παρόμοιες στατιστικές έχουν πάντοτε προβλήματα, κυρίως συγκρισιμότητας και γενίκευσης, προσφέρουν το μέτρο της τεράστιας διόρθωσης που πρέπει να επιτύχει το συζητούμενο με αφόρητη ελαφρότητα «νέο παραγωγικό μοντέλο».
Η συζήτηση συνεχίζεται.