Ο ανίσχυρος αρχηγός που ζητά ισχυρή εντολή

Όταν ακούμε για «ισχυρές εντολές» εν όψει εκλογών, η σκέψη μας πρέπει να πηγαίνει σε παλαιότερες εκλογικές διαδικασίες. Διότι μόνο αν ανατρέξουμε πίσω σε αυτές, μπορούμε να δούμε καθαρότερα το σήμερα, να ακούμε πιο ψύχραιμα τις δηλώσεις και τις συνθηματολογίες των αρχηγών των κομμάτων και να ανιχνεύουμε τις επιδιώξεις τους. 

Ο Νίκος Ανδρουλάκης ζητά ισχυρή εντολή από την πρώτη Κυριακή στις εκλογές του 2023, δηλώνοντας πως θέλει ένα μεγάλο ποσοστό. Ώστε το ποσοστό αυτό «να είναι κυβερνητική δύναμη με προτεραιότητες το πρόγραμμά του». Βέβαια, όπως έχει δείξει η ιστορία στις εκλογές άλλο είναι το τι ζητάς και άλλο το τι παίρνεις από τις κάλπες. 

Ισχυρή εντολή είχε ζητήσει και η Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου (Ε.ΔΗ.Κ.) στις εκλογές του 1981 και είδε να πέφτει από το 11,95% των εκλογών του 1977, στο 0,11% με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί.  

Ισχυρή εντολή με ποσοστό πάνω από το 17% ζητούσε και το ΚΚΕ στις εκλογές του 1981 για να περάσει στη δεύτερη κατανομή των βουλευτικών εδρών και τελικά είχε βρεθεί να συγκεντρώνει τότε το 10,93% και 620 χιλιάδες ψήφους. Για να έχει φτάσει σήμερα με το σύνθημα: «Κουκουέ δυνατό στη Βουλή και στο λαό» μόλις στο 5,30% και στις 299 χιλιάδες ψήφους.

Τι σκέφτεται άραγε ο Νίκος Ανδρουλάκης και η ηγετική ομάδα της ΠΑΣΠ που κάποτε κυριαρχούσε στα Πανεπιστήμια; Τι εννοεί χρησιμοποιώντας τη λέξη ισχυρό; Πού πρέπει να φτάσει το 8,10% που ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών του 2019 για να αισθανθεί ισχυρός; Πόσους βουλευτές θα πρέπει να διαθέτει η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ για να έχει ισχυρή παρουσία και να αποτελέσει κυβερνητική δύναμη; 

Πιθανόν ο Νίκος Ανδρουλάκης να σκέπτεται πως έχει φτάσει η στιγμή για μία εκ νέου νεκρανάσταση του ΠΑΣΟΚ, σαν και αυτή που είχε λάβει χώρα το 2019. Όταν το ΠΑΣΟΚ που είχε εν τω μεταξύ καταστραφεί στο χέρια του Ευάγγελου Βενιζέλου στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 λαμβάνοντας 4,68%, κατάφερε να ξεπεράσει το 8%. Βέβαια το 8,10% του 2019, οφείλονταν σε σημαντικό βαθμό στην επανάκαμψη ψήφων των παλαιών Πασόκων από τον Σύριζα. 

Οπότε το ερώτημα για τον Νίκο Ανδρουλάκη είναι ο αριθμός των παλαιών Πασόκων, που θα καταφέρει εκ νέου να αποσπάσει από τον Σύριζα. Και αυτό διότι η πολιτική που ακολουθεί είναι μονόπλευρη, καταγγελτική και απορριπτική. 

Έτσι, από πολύφερνη πολιτική νύφη, το ΠΑΣΟΚ έχει καταντήσει αποδιοπομπαίος τράγος. Αντί να περιγράψει το πρόγραμμά του και να δηλώσει πως «θα είναι έτοιμο να συζητήσει με τον νικητή των εκλογών για να δομήσει μια κυβέρνηση συνεργασίας που τόσο πολύ έχει ανάγκη ο τόπος», συμπεριφέρεται σαν τον ήρωα των κινουμένων σχεδίων Ιζνογκούντ, που το μόνο που σκέφτεται είναι το πώς θα καταφέρει να γίνει βεζίρης στη θέση του βεζίρη. 

Οι ψηφοφόροι του πολιτικού κέντρου το αποφεύγουν, διότι βλέπουν πως με τη στάση του το ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν θα επιλύσει προβλήματα, αλλά αντιθέτως με τη «μικρομέγαλη» αντίληψή του, θα δημιουργήσει κρίσεις. Αλλά και οι ψηφοφόροι της αριστεράς, δεν έχουν κανένα λόγο να επιλέξουν να ψηφίσουν ένα μικρό αντίγραφο του Σύριζα όταν έχουν τη δυνατότητα να ψηφίσουν τον αυθεντικό Σύριζα. 

 

Επομένως η δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη,  «εγώ, λοιπόν, ζητώ ισχυρή εντολή από την πρώτη Κυριακή για να πάμε μπροστά με μία ισχυρή κυβέρνηση με σοσιαλδημοκρατικό κορμό και πρωταγωνιστή τη δημοκρατική παράταξη», μόνο σαν πολιτικό ανέκδοτο μπορεί να εκληφθεί.