Και γιατί να φτάσει ο δανειολήπτης στον πλειστηριασμό;

Με αφορμή την απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με τις διαδικασίες των πλειστηριασμών, ξεκίνησε από την αντιπολίτευση μια καταγγελτική επίθεση άνευ προηγουμένου. Ωστόσο η στήλη δεν θα ασχοληθεί με τα επιβαρυντικά πεπραγμένα της κυβέρνησης Τσίπρα - Καμένου στο τομέα των κόκκινων δανείων. Απλά θα αναφέρουμε «πως δεν μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου».

Έτσι σήμερα θα κάνουμε αναφορά στο πλαίσιο της προστασίας των ευάλωτων νοικοκυριών, των ρυθμίσεων και των συμβιβασμών των δανειοληπτών που είδαν τη ζωή τους να ανατρέπεται άρδην και που αποδεδειγμένα αδυνατούν πλέον να ανταποκριθούν στην εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυτικών δόσεων των στεγαστικών τους δανείων. Διότι έτσι όπως τα παρουσιάζει η αντιπολίτευση, φαίνεται πως οι τράπεζες, τα funds, οι εταιρείες διαχείρισης (servicers) και η κυβέρνηση, όλη την ημέρα προσπαθούν «να πάρουν τα σπίτια του κοσμάκη». 

Η ένταξη στην κατηγορία των ευάλωτων νοικοκυριών, η διμερής ρύθμιση με τις τράπεζες ή του servicers και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός είναι οι τρεις τρόποι μέσω των οποίων οι δανειολήπτες μπορούν να τακτοποιήσουν τις μη εξυπηρετούμενες υποχρεώσεις τους. Δηλαδή τα «κόκκινα δάνειά» τους, με σκοπό να αποφύγουν τον εκπλειστηριασμό των ακινήτων που έχουν αγοράσει μέσω τραπεζικού δανεισμού. 

Η ένταξη στο πλαίσιο της προστασίας της πρώτης κατοικίας αφορά μόνο την κατηγορία των ευάλωτων νοικοκυριών. Η κατηγορία αυτή οριοθετείται με βάση συγκεκριμένα περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια που φτάνουν έως τα 21.000 ευρώ. Η ένταξη σε αυτήν την κατηγορία απαιτεί τη συναίνεση από την πλευρά του δανειολήπτη για την άρση του τραπεζικού του απόρρητου, ώστε να πιστοποιηθεί πως είναι πραγματικά ευάλωτος. Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο σχετικό σημείωμα, από τους 60.000 δανειολήπτες που είχαν επιχειρήσει να ενταχθούν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα για την προστασία της πρώτης κατοικίας το 2020, οι 25.000 είχαν αρνηθεί να συναινέσουν στην άρση του τραπεζικού τους απορρήτου.

Παράλληλα παρέχεται η δυνατότητα μηνιαίας επιδότησης της καταβαλλόμενης τοκοχρεολυτικής δόσης που φτάνει μέχρι τα 210 ευρώ. Επιπλέον προβλέπεται η 12μηνη επιδότηση του 50% των επιπλέον τόκων που έχουν προκύψει από την άνοδο των τραπεζικών επιτοκίων δανεισμού, στα στεγαστικά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, λόγω των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η πλειονότητα των δανειοληπτών επέλεγε συνήθως το κυμαινόμενο επιτόκιο από το σταθερό, διότι ήταν πιο χαμηλό. Οπότε σήμερα μετά την αύξηση των επιτοκίων βρίσκονται μπροστά στη δυσμενή πλευρά των αποφάσεών τους.

Στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού, έχουν γίνει περίπου 50.000 αιτήσεις από τις οποίες περισσότερες από 3.000 έχουν τελεσφορήσει, με το συνολικό ύψος χρεών που οδηγήθηκαν στο συμβιβασμό να υπερβαίνει το 1 δισ. ευρώ.

Η πιο επιτυχής διαδικασία είναι αυτή των ρυθμίσεων που προκύπτουν από τις απ’ ευθείας διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δανειολήπτες και τους servicers ή τις τράπεζες. Και η επιτυχία κρίνεται εκ του αποτελέσματος, αφού το κλείσιμο του 2022, βρήκε ρυθμισμένα δάνεια ύψους 27 δισ. ευρώ. 

Όσον αφορά τους πλειστηριασμούς, μέσα στο 2023 είναι ήδη προγραμματισμένοι 17.000 και αναμένεται να διπλασιαστούν, με δεδομένο ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου έδωσε λύση στο κενό που υπήρχε.

Είναι προφανές πως η επιλογή συναινετικών λύσεων και ρυθμίσεων, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στην αποφυγή των πλειστηριασμών. Διότι οι τράπεζες και οι servicers, όπως έχει αναφέρει έμπειρος τραπεζίτης, «θέλουν τα λεφτά τους και όχι τα ντουβάρια». Άλλωστε οι διαδικασίες των πλειστηριασμών συνοδεύονται από ένα αχρείαστο οικονομικό και κοινωνικό κόστος.