Η PISA θρυμματίζει τα ελληνικά εκπαιδευτικά στερεότυπα

Αν ξεπεράσουμε το αρχικό σοκ από τα ανησυχητικά αποτελέσματα των Ελλήνων μαθητών που έλαβαν μέρος στους διαγωνισμούς της PISA, είναι καλό να μελετήσουμε κάποιες σημαντικές υποσημειώσεις της έρευνας. Υποσημειώσεις που ξεγυμνώνουν το σύστημα της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μας θέτουν όλους προ των ευθυνών μας, αφού θρυμματίζουν παγιωμένα οπισθοδρομικά στερεότυπα δεκαετιών.

Εκτός λοιπόν από την αριθμητική αποτύπωση και τη θλιβερή πτωτική πορεία των επιδόσεων των μαθητών από την Ελλάδα, τα οποία βλέπουμε συγκεντρωτικά στο ακόλουθο γράφημα, η PISA προχωρά στην καταγραφή ορισμένων χρήσιμων ποιοτικών χαρακτηριστικών.

Πρώτα απ’ όλα, το «Programme for International Student Assessment», δηλαδή το πρόγραμμα της Διεθνούς Αξιολόγησης των Μαθητών, προσεγγίζει το χρόνιο πρόβλημα της αυτονομίας των σχολικών μονάδων και του τρόπου εκτέλεσης του εκπαιδευτικού έργου. 

Σύμφωνα με τα σχετικά ευρήματα, μόλις το 1% των μαθητών φοιτούν σε σχολεία στα οποία οι διευθυντές έχουν τη βασική ευθύνη της επιλογής και πρόσληψης των καθηγητών. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες του ΟΟΣΑ είναι το 60%. Αυτό αποδεικνύει τη στρέβλωση που υπάρχει όσον αφορά την επιλογή του διδακτικού προσωπικού που γίνεται μέσω των κεντρικών διορισμών από το υπουργείο Παιδείας. Κάτι που αποτρέπει την αυτόνομη λειτουργία των σχολικών μονάδων, επιβάλλοντας ένα κεντρικό απρόσωπο σχεδιασμό που στερείται αξιολογήσεων.

Και αυτό είναι που κάτι που αναδεικνύεται και από ένα επόμενο εύρημα της PISA, σύμφωνα με το οποίο μόλις το 3% των μαθητών φοιτούν σε σχολεία στα οποία οι καθηγητές έχουν τη βασική ευθύνη της επιλογής των βιβλίων και εργαλείων διδασκαλίας. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 76%. Και μάλιστα η PISA σημειώνει ότι τα σχολεία, οι μαθητές των οποίων παρουσιάζουν υψηλές επιδόσεις, είναι αυτά που εμπιστεύονται τους διευθυντές και τους καθηγητές, όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την αυτόνομη λειτουργία των σχολικών μονάδων.

Με δυο λόγια ο κεντρικός σχεδιασμός του διορισμού και της επιλογής των καθηγητών των σχολικών μονάδων που συνοδεύεται από το ένα και μοναδικό βιβλίο σαν φορέα της απόλυτης εκπαιδευτικής αλήθειας, είναι βασικά χαρακτηριστικά της πλήρους αποτυχίας της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως αυτή καταγράφεται στους διαγωνισμούς της PISA.

Η απόσταση των ελληνικών ποσοστών του 1% και του 3% από τα αντίστοιχα του ΟΟΣΑ που βρίσκονται στο 60% και στο 76% αντιστοίχως, δείχνει  πόσο πίσω είμαστε στο τομέα της επιλογής του διδακτικού προσωπικού και της επιλογής των διδακτικών βιβλίων και λοιπών εκπαιδευτικών μεθόδων και εργαλείων. Οπότε αν πούμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, είναι δομημένο με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί και να διευκολύνει τους καθηγητές και όχι τους μαθητές, δεν θα απέχουμε πολύ από την πραγματικότητα.

Όσον αφορά τις σχέσεις μαθητών - καθηγητών, μόλις το 46% των Ελλήνων μαθητών ανέφερε ότι οι καθηγητές ενδιαφέρονται για την αφομοίωση της ύλης των Μαθηματικών από κάθε μαθητή ξεχωριστά, με το αντίστοιχο ποσοστό του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 63%. Παράλληλα μόλις το 57% των μαθητών ανέφερε ότι οι καθηγητές των Μαθηματικών προσφέρουν επιπλέον βοήθεια σε όσους μαθητές τη χρειάζονται, με το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών του ΟΟΣΑ να βρίσκεται στο 70%. Τα συγκριτικά χαμηλότερα ποσοστά καταδεικνύουν την αναποτελεσματικότητα της μαθησιακής διαδικασίας, που δεν στοχεύει στην ουσιαστική μάθηση, αλλά στην τυπική διεκπεραίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και μόνο.  

Στον τομέα της συμμετοχής των γονέων στην παρακολούθηση της εκπαιδευτικής πορείας των παιδιών τους, παρατηρείται μια σημαντική υποχώρηση. Ενώ το 2018 το ποσοστό του 72% των μαθητών, φοιτούσε σε σχολεία όπου τουλάχιστον οι μισοί γονείς είχαν επισκεφθεί το σχολείο με δική τους πρωτοβουλία για να συζητήσουν με τους καθηγητές τα μαθησιακά ζητήματα των παιδιών τους, το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 41% το 2022. Παράλληλα το ποσοστό του 46% των μαθητών του 2018, φοιτούσε σε σχολεία όπου τουλάχιστον οι μισοί γονείς είχαν επισκεφθεί το σχολείο με πρωτοβουλία του διδακτικού προσωπικού για να συζητήσουν μαζί τους τα μαθησιακά ζητήματα των παιδιών τους, υποχώρησε στο 33% το 2022. Παρατηρείται δηλαδή μια σαφής μείωση της επικοινωνίας και της συνεργασίας των γονέων με το διδακτικό προσωπικό, με την ευθύνη να βαραίνει αμφότερες τις πλευρές.

Τα αποτελέσματα της PISA και τα ευρήματα που συνοδεύουν την έκθεση συμπερασμάτων, έρχονται να συγκρουσθούν με τα οπισθοδρομικά στερεότυπα δεκαετιών, που ταλανίζουν τον χώρο της εκπαίδευσης. Με μόλις το 2% των μαθητών της Ελλάδας να αριστεύουν τους διαγωνισμούς των Μαθηματικών, τι μέλλον μπορούμε να περιμένουμε όταν οι αριστούχοι της Σιγκαπούρης είναι στο 41%, της Ταϊβάν στο 32%, του Χονγκ Κονγκ στο 27%, της Ιαπωνίας στο 23%, της Κορέας στο 23% και όταν ο μέσος όρος των αριστούχων από τις χώρες του ΟΟΣΑ βρίσκεται στο 9%; Πότε θα διορθωθούν οι χρονίζουσες στρεβλώσεις που ξεκίνησαν με τη διάλυση της Παιδείας πριν από 40 έτη και τη διαρκή υποβάθμιση της από τότε;