Οι «ταύροι» διψούν για κέρδη και υπεραξίες στις τράπεζες
Shutterstock
Shutterstock

Οι «ταύροι» διψούν για κέρδη και υπεραξίες στις τράπεζες

Το γιορτινό κλίμα των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών δεν έχει επηρεάσει ακόμα θετικά το Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι ταύροι σε όλα τα ταμπλό διψούν για ανοδικά σενάρια, υπεραξίες και κέρδη. Στο δικό μας Χρηματιστήριο οι ταύροι γνωρίζουν καλά ότι  η άνοδος περνάει μέσα από τις τραπεζικές μετοχές, που αποτελούν και το 25% του Γενικού Δείκτη.

Το ερώτημα, λοιπόν, για τους ταύρους είναι το αν οι τραπεζικές μετοχές θα τους επιφυλάξουν μια ακόμα κερδοφόρα χρονιά, όπως ήταν το 2023. Μια χρονιά που είχε οδηγήσει τον Τραπεζικό Δείκτη στο +65%. Μια απόδοση απολύτως δικαιολογημένη από τα γεγονότα. Δηλαδή από τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών στους τραπεζικούς ισολογισμούς, από τις αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και από τα μετοχικά deals, με σημαντικότερο αυτό της αποεπένδυσης της ΤΧΣ.

Οι ταύροι διψούν για κέρδη και υπεραξίες. Και ταυτόχρονα αποφεύγουν τα σπαθιά, που είναι κρυμμένα πίσω από τις κόκκινες  μπέρτες των ταυρομάχων, δηλαδή τους κινδύνους. Υπάρχουν τέτοιοι κίνδυνοι σήμερα στο τραπεζικό τοπίο και είναι δυο. Ο πρώτος είναι ο κίνδυνος από την εκ νέου αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και ο δεύτερος είναι ο κίνδυνος από τη μείωση των εσόδων, που κατά βάση χωρίζονται και αυτές σε δυο πηγές. Η πρώτη πηγή είναι έσοδα από τους τόκους και η δεύτερη είναι τα έσοδα από τις προμήθειες.

Ο κίνδυνος αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι πάντα υπαρκτός σε ένα πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον. Ωστόσο, όσο η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται και όσο τα επίπεδα των επιτοκίων αποκλιμακώνονται, η αύξηση των κόκκινων δανείων δεν φαίνεται να συγκεντρώνει υψηλές πιθανότητες.

Διότι αφενός η μεγέθυνση της οικονομίας οδηγεί στην αύξηση των εταιρικών μεγεθών και την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση των τοκοχρεολυτικών δόσεων και αφετέρου το χαμηλότερο κόστος χρήματος επιτρέπει στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά να ανταπεξέρχονται στο κόστος αποπληρωμής των δανείων.

Όσον αφορά στα έσοδα, υπάρχει διπλή ανάγνωση. Τα έσοδα από προμήθειες όσον αφορά στις τραπεζικές συναλλαγές, τις κινήσεις κεφαλαίων  και τις πληρωμές, πιθανότατα να μειωθούν, μετά τις πιέσεις που υφίστανται από την πλευρά της κυβέρνησης, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών. Ωστόσο, θα αυξηθούν τα έσοδα από τις προμήθειες άλλων υπηρεσιών και προϊόντων που προσφέρονται από τα δίκτυα των τραπεζών.

Τα έσοδα από τόκους θα αυξηθούν επίσης, καθώς αναμένεται αύξηση των εκταμιεύσεων των επιχειρηματικών, στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων μέσα στο 2024, σε ένα περιβάλλον αναπτυξιακό, με χαμηλότερα επιτόκια και με χορηγήσεις που συνδέονται με την εισροή κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης. Βλέπουμε λοιπόν ότι οι κίνδυνοι για τους ταύρους, είναι σχετικά μικροί.    

Αντιθέτως, οι δυνητικές χαρές και οι ευκαιρίες είναι μεγαλύτερες. Ο δρόμος του καλπασμού των ταύρων προς τα κέρδη και τις υπεραξίες είναι ορθάνοιχτος. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων οικονομικών ετών, η προτεραιότητα των τραπεζών ήταν η κεφαλαιακή θωράκιση, η ραγδαία μείωση των προβληματικών δανείων, ο εξορθολογισμός των εξόδων λειτουργίας των τραπεζών και η προετοιμασία για την αποχώρηση του ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που θα οδηγούσε στην πλήρη ιδιωτικοποίηση τους. 

Έτσι, οι τράπεζες σήμερα είναι έτοιμες να διανείμουν μερίσματα στους μετόχους τους μετά από 16 ολόκληρα χρόνια, αφού μετά από την πλήρη ιδιωτικοποίησή τους, τερματίστηκε η σχετική απαγόρευση από την πλευρά των εποπτικών αρχών του SSM. Οι δείκτες διανομής μερισμάτων που ανακοίνωσαν οι ελληνικές τράπεζες δεν θα επιβαρύνουν υπέρμετρα την κεφαλαιακή τους κατάσταση. Ταυτόχρονα, όσες τράπεζες διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε επαναγορά ιδίων μετοχών μέσα από το χρηματιστήριο, κάτι που θα ωφελήσει τους μετόχους των τραπεζών. 

Στην εξίσωση θα πρέπει να προσμετρηθεί και η ώθηση που θα δοθεί στις τραπεζικές μετοχές, από τις αγορές που θα προκύψουν λόγω των σημαντικών εισροών «φρέσκων» επενδυτικών κεφαλαίων μέσα στο 2024, σαν αποτέλεσμα των αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας.

Το θετικό σενάριο για το 2024, που επιλέγουν και οι αμερικανικοί χρηματιστηριακοί κολοσσοί JPMorgan και Goldman Sachs, δίνει τιμές - στόχους για τις τράπεζες, που είναι ιδιαίτερα δελεαστικές. Σύμφωνα με αυτές, τα περιθώρια ανόδου των τραπεζικών μετοχών είναι +33% για την Εθνική Τράπεζα, +62% για την Eurobank, +46% για την Alpha Bank και +45% για την Τράπεζα Πειραιώς. Πώς λοιπόν να μην ενθαρρύνονται οι ταύροι των αγορών, μπροστά στη θέα τέτοιων αποδόσεων;