Τέλος στην υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά της Covid-19

Τέλος στην υποχρεωτικότητα εμβολιασμού κατά της Covid-19

Ο μαζικός εμβολιασμός του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού και τα εκατομμύρια των λοιμώξεων και επαναλοιμώξεων, ανθρώπων που νόσησαν με τα υποστελέχη της Όμικρον έχουν δημιουργήσει μία νέα συνθήκη, η οποία επιτρέπει πλέον την οριστική απομάκρυνση της υποχρεωτικότητας από τις πολιτικές υγείας για τον έλεγχο της πανδημίας.

Όπως εξηγεί ο καθηγητής πνευμονολογίας ΕΚΠΑ Στέλιος Λουκίδης  από το νοσοκομείο «Αττικόν», πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας «δεν είμαστε πια στο σημείο που ήμασταν παλιότερα:  Ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει εμβολιαστεί έναντι του κορονοϊού και πολλοί άνθρωποι έχουν νοσήσει και μια και δυο και τρεις φορές, με την αποκτηθείσα ανοσία φυσικά ή τεχνητά (με τον εμβολιασμό) ή υβριδικά (δηλαδή συνδυαστικά) να προστατεύει πλέον το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας». Όχι τόσο από τη διασπορά των νέων στελεχών του κορονοϊού, αλλά από την βαριά νόσηση και από την πίεση που μπορεί να ασκηθεί στο σύστημα υγείας.

Αν λοιπόν οι συνθήκες είναι τέτοιες που η πίεση στο σύστημα υγείας είναι ελέγξιμη με αποτέλεσμα τα νοσοκομεία του ΕΣΥ να μπορούν να ανταποκριθούν και στα Covid περιστατικά και στα non Covid, δεν υπάρχει λόγος για την εφαρμογή ξανά στο μέλλον υποχρεωτικών μέτρων προστασίας από την πανδημία.

Αυτή την άποψη, που αποτελεί κοινή ευρωπαΐκή στρατηγική υγείας για την επόμενη μέρα της πανδημίας εκφράζει και η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και προληπτικής ιατρικής ΕΚΠΑ ,Ντόρα (Θεοδώρα) Ψαλτοπούλου, που εξηγεί ότι σε όλες τις χώρες και εν αναμονή του ανοίγματος των σχολείων αλλά και της επιστροφής όλων των εργαζομένων στο βόρειο ημισφαίριο από τις καλοκαιρινές διακοπές στους χώρους εργασίας,  η συζήτηση που γίνεται για την επαναφορά της μάσκας είναι μόνο ως προαιρετικό μέτρο.

Φυσικά όλα θα εξαρτηθούν από την επιδημιολογική πορεία και όπως τονίζει ο υπουργός υγείας Θάνος Πλεύρης θα επανεκτιμηθούν οι χώροι όπου η μάσκα πρέπει να μείνει υποχρεωτικά και εκεί όπου θα υπάρχει σύσταση, ενώ ειδικά για τα σχολεία η στρατηγική είναι να εφαρμοστούν όσο το δυνατόν πιο ήπια μέτρα. Μέχρι στιγμής βλέπουμε ότι παρότι οι θάνατοι διατηρούνται σε μειωμένο επίπεδο (όχι ικανοποιητικά ωστόσο, αφού εξακολουθούν να καταγράφονται 35 θάνατοι κατά μέσο όρο ημερησίως), η ηλικιακή ομάδα που πλήττεται ξεκάθαρα από βαριά νόσηση με τη λοίμωξη Covid 19 περιλαμβάνει τους ηλικιωμένους ανθρώπους, άνω των 60 ετών και τις ευπαθείς ομάδες με πολλαπλά υποκείμενα προβλήματα υγείας για τους οποίους υπάρχει και ισχυρή σύσταση να κάνουν την 4η αναμνηστική δόση, εφόσον δεν έχουν νοσήσει μετά την τρίτη δόση.

Οι άνθρωποι αυτοί έχουν την πιο εύθραυστη υγεία και σε τέτοιες συνθήκες κινδυνεύουν περισσότερο, συνεπώς δεν πρέπει να περιμένουν την άφιξη των επικαιροποιημενων εμβολίων. Βέβαια στην Ελλάδα στους άνω των 60 ετών, μόνο ένα ποσοστό 20% έχει κάνει την τέταρτη δόση με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι σχετικά χαμηλά είναι τα ποσοστά για την τέταρτη δόση και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.

Για όλους τους υπόλοιπους -νεότερους και υγιείς-  βρισκόμαστε εν αναμονή των επικαιροποιημένων εμβολίων, τα οποία όπως αναφέρει ο καθηγητής πνευμονολογίας Στέλιος Λουκίδης θα αργήσουν λίγο να έρθουν καθώς απαιτείται να περάσουν από την εγκριτική διαδικασία των ρυθμιστικών Αρχών, με τις εν εξελίξει μελέτες να περιλαμβάνουν τις καινούργιες υποπαραλλαγές της Όμικρον, την Ο4 και την Ο5 που εμφανίστηκαν σχετικά πρόσφατα.

Στην Ελλάδα δεν θεωρείται καθόλου βέβαιο ότι θα κυριαρχήσει η νέα υποπαραλλαγή που έχει βαφτιστεί «Κένταυρος» και είναι υποπαραλλαγή της Ο2, καθώς έχει επικρατήσει η εξίσου μεταδοτική Ο5. Σε κάθε περίπτωση, ο επικαιροποιημένος εμβολιασμός όπως και τα άλλα μέτρα προστασίας θα συνοδεύονται πιθανότατα από ισχυρή σύσταση και δεν θα έχει πια χαρακτήρα υποχρεωτικότητας.

Ειδικά για τα υγιή παιδιά δεν δρομολογείται μέχρι στιγμής αναμνηστική δόση, ούτε γίνεται πουθενά συζήτηση για νέο υποχρεωτικό εμβολιασμό των υγιών παιδιών, αφού μπορεί μεν οι ανήλικοι να συμμετέχουν στις αλυσίδες μετάδοσης (από το σχολείο στην οικογένεια και αντιστρόφως), αλλά τα τελευταία δεδομένα δείχνουν ότι τα παιδιά πλέον με τις υποπαραλλαγές Όμικρον νοσούν πολύ ήπια.