Συραγώ Τσιάρα: Ψάχνοντας το κοινό και στην πλατεία και στο διαδίκτυο

Συραγώ Τσιάρα: Ψάχνοντας το κοινό και στην πλατεία και στο διαδίκτυο

Έχει πείρα, έχει άποψη, γνωρίζει από τέχνη και από διοίκηση. Η Συραγώ Τσιάρα, η νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, πηγαίνει στο νέο της πόστο με νέες ιδέες. Η πολυετής θητεία της, αλλά και η πανδημία που ενέσκηψε ξαφνικά, γκρέμισαν πολλές βεβαιότητες.

«Η πανδημία, μας έκανε να ξανασκεφτούμε τα πάντα από την αρχή», έλεγε σε συνέντευξή της. «Τι νόημα έχουν οι εκθέσεις και οι δράσεις των μουσείων, με ποια μέσα απευθύνεσαι στο κοινό, πως επικοινωνείς σε συνθήκες υποχρεωτικής απομάκρυνσης, πως εξισορροπείς την απόλαυση με τον προβληματισμό, τι κάνεις με το διαδίκτυο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τη σωματική επαφή σε συνθήκες επισφάλειας και δικαιολογημένης υπαρξιακής αγωνίας.

Δεν είναι εύκολο, χρειάζεται να επινοείς ξανά και ξανά το ρόλο σου. Αν κάτι κατάλαβα από την περιπέτεια των δύο τελευταίων χρόνων είναι ότι όσο σημαντική είναι η ζωντανή διαπροσωπική επαφή στο χώρο του μουσείου με άλλους ανθρώπους γύρω σου, άλλο τόσο ανακουφιστική, αλλά τελείως διαφορετική, μπορεί να γίνει η επαφή μέσω της οθόνης του υπολογιστή ή του κινητού. Πρόκειται για διαφορετικές εμπειρίες, η μία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την άλλη. Συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι τα μουσεία εισέρχονται σε μία νέα εποχή με τη δραστηριότητά τους να σχεδιάζεται εξίσου στον αναλογικό και τον ψηφιακό χώρο και στο ευρύτερα δημόσιο, θα πρόσθετα. Γιατί το να πας να βρεις το κοινό σου εκεί έξω, στην πλατεία, γίνεται πλέον πιο αναγκαίο από παλιά, όταν αναζητούσαμε εναλλακτικές συνθήκες παρουσίασης του καλλιτεχνικού έργου εκτός του ‘λευκού κύβου’». (Η συνέντευξη του Μενέλαου Κατσαμπέλα είναι δημοσιευμένη στη FORMedia).

H Συραγώ Τσιάρα είναι ιστορικός τέχνης, επιμελήτρια και διευθύντρια του ΜΟΜus - Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Διαθέτει δεκαπενταετή εμπειρία διεύθυνσης δημόσιων μουσειακών οργανισμών και εικοσαετή εμπειρία διαχείρισης συλλογών έργων ελληνικής και διεθνούς τέχνης. Έχει επιμεληθεί περισσότερες από πενήντα εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, έχει οργανώσει συνέδρια, συγγράφει επιστημονικές μελέτες και δίνει διαλέξεις, κυρίως πάνω σε ζητήματα σχέσεων τέχνης και πολιτικής, μνήμης, ταυτότητας, επιμελητικών πρακτικών και διασύνδεσης της σύγχρονης τέχνης με τους αρχαιολογικούς χώρους και τη δημόσια σφαίρα.

   Από το 2007 μέχρι το 2020 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης. Από το 2017 μέχρι σήμερα διευθύνει τη Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης. Το 2009 συνεπιμελήθηκε τη 2η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης - «Πράξις. Τέχνη σε Αβέβαιους Καιρούς». Διετέλεσε επιμελήτρια του Ελληνικού Περιπτέρου στη 55η Μπιενάλε της Βενετίας το 2013. Το 2017 συνεπιμελήθηκε με τη Μαρία Τσαντσάνογλου έκθεση 28 Ελλήνων καλλιτεχνών στο Εθνικό Μουσείο Τεχνών του Πεκίνου στο πλαίσιο της 7ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης του Πεκίνου, διοργάνωση στην οποία η Ελλάδα υπήρξε τιμώμενη χώρα. Στη 58η Μπιενάλε της Βενετίας, το 2019, ανέλαβε τα καθήκοντα της εθνικής επιτρόπου.

Γεννήθηκε στη Λάρισα το 1968. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης , ενώ συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Leeds, στην Αγγλία. Εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο ΑΠΘ με θέμα το ρόλο της δημόσιας γλυπτικής στη διαμόρφωση της εθνικής μνήμης και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 2000. Εργάστηκε για την έρευνα, μελέτη, τεκμηρίωση και εκθεσιακή προβολή της Συλλογής Κωστάκη στην Ελλάδα και το εξωτερικό, διδάσκοντας παράλληλα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.

Από την ίδρυση του Μητροπολιτικού Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (MOMus), το 2018, ανέλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης -Συλλογές Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Το 2019 εργάστηκε μαζί με τον Δημήτρη Αντωνακάκη στη διεύθυνση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ώστε να αποδοθεί το μουσείο στο κοινό. Την ίδια χρονιά ολοκλήρωσε το σχεδιασμό και την επιμέλεια της παρουσίασης της μόνιμης συλλογής νεοελληνικής τέχνης στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας - Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα.

Επιμελείται εκθέσεις, συγγράφει και δίνει διαλέξεις κυρίως για ζητήματα ταυτότητας, δημόσιας σφαίρας, φύλου, μνήμης και πολιτικής στη σύγχρονη τέχνη. Συγγραφέας του βιβλίου "Η επιμέλεια του Βλέμματος"  μιλάει για τη σχέση της σύγχρονης τέχνης με το φύλο, τη μνήμη, την ταυτότητα και τη δημόσια σφαίρα, με ζητήματα όπως η αιρετική αναβίωση του παρελθόντος, η αρχειακή τέχνη, η σωματική μνήμη, η συνάντηση της σύγχρονης τέχνης με την αρχαιότητα, η διεκδίκηση της σεξουαλικότητας, ο έμφυλος προσδιορισμός του βλέμματος, οι υβριδικές ταυτότητες, το τραύμα και η επανάκαμψη της υλικότητας.

«Έγραψα αυτό το βιβλίο αναζητώντας την πολιτική διάσταση της υποκειμενικότητας, όπως αυτή αποτυπώνεται στο καλλιτεχνικό έργο και το σκεπτικό της επιμέλειας εκθέσεων, με κύριους θεματικούς άξονες το φύλο, την ταυτότητα, τη μνήμη και τη δημόσια σφαίρα» σημειώνει η ίδια. «Δε νομίζω ότι το βιβλίο προϋποθέτει έναν αναγνώστη που ξέρει σε βάθος την ιστορία της τέχνης ή τις σύγχρονες μουσειακές πρακτικές, αλλά σίγουρα έναν ανήσυχο συνομιλητή που ενδιαφέρεται για τη σύγχρονη τέχνη και θέλει να εμβαθύνει την κριτική του προσέγγιση.

Για μένα αποτελεί ένα καταστάλαγμα των αναζητήσεων και των ερωτημάτων που με απασχόλησαν από τότε που ξεκίνησα να εργάζομαι στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και συνεχίζουν να με απασχολούν μέχρι σήμερα: Πώς σχεδιάζεις εκθέσεις που αφορούν το σύγχρονο θεατή; Τι ερωτήματα θέτεις; Πώς προσεγγίζεις και διευρύνεις το κοινό; Με ποια εργαλεία καθιστάς ελκυστικό, ενδιαφέρον και επιδραστικό το αφήγημα μιας εικαστικής έκθεσης; Ίσως το πλέον σημαντικό ερώτημα παραμένει το πως διαμορφώνεις το απαραίτητο περιβάλλον ώστε να συνευρεθούν δημιουργικά τα βλέμματα και ο λόγος των καλλιτεχνών, των επιμελητών και των θεατών, μέσα σε ένα ανοιχτό πλαίσιο πρόσληψης, συγκίνησης, ερμηνείας και βιωματικής προσέγγισης.»

Σύμφωνα με την ίδια, την έννοια της «συμπεριληπτικότητας» στη σύγχρονη τέχνη, «θα μπορούσαμε να την αντιληφθούμε ως μία τάση της σύγχρονης τέχνης να συμπεριλάβει και να αναδείξει ξεχασμένες, αμφιλεγόμενες, αιρετικές ή αποσιωπημένες φωνές. Και δεν το θεωρώ χαρακτηριστικό μόνο της εποχής μας. Σε κάθε εποχή η τέχνη σε όλες τις μορφές της δημιουργούσε χώρο για τη συνάντηση με το απρόβλεπτο, το κρυμμένο μέσα μας, το ασυνείδητο, τις ενορμήσεις και τα ένστικτα.

Στη νεότερη ιστοριογραφία αυτή την τάση της συμπερίληψης τη συναντούμε ως «ιστορία από τα κάτω» ή προφορική ιστορία και είναι σε γενικές γραμμές η αφήγηση της εμπειρίας και του ιδιαίτερου βιώματος ανθρώπων που δεν ανήκουν σε κυρίαρχα οικονομικά, κοινωνικά στρώματα ή ομάδων που έχουν βιώσει διακρίσεις λόγω του φύλου, του έθνους, της φυλής, της σεξουαλικότητας και άλλων στοιχείων ταυτότητας. Η τέχνη συχνά προκαλεί εδραιωμένες πεποιθήσεις, μας φέρει αντιμέτωπους με όσα θεωρούσαμε στέρεα υλικά, θεμέλια της ύπαρξής μας και μας καλεί να αναμετρηθούμε ή και να συμφιλιωθούμε με τη διαφορετικότητα εντός μας. Κάποιες φορές, αυτή η διασάλευση των βεβαιοτήτων είναι δύναμη αναζωογόνησης». (συνέντευξη στον Μ. Κατσαμπέλα).

Θεωρεί πως ο ρόλος του φιλότεχνου κοινού στην καλλιτεχνική δημιουργία είναι «σημαντικός, καθοριστικός θα έλεγα σε πολλές περιπτώσεις. Το έργο τέχνης έχει εγγενή επικοινωνιακή πρόθεση. Ολοκληρώνεται στη συνάντησή του με το θεατή. Άλλωστε, σε σημερινά καλλιτεχνικά εγχειρήματα, αναιρείται ο κλασικός διαχωρισμός καλλιτέχνη - κοινού, και το κοινό εντάσσεται σε ρόλο συνδημιουργού» (Περιοδικό SUNDAY)

Η τοποθέτησή της στην Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου» γίνεται σε μια ιδιαίτερη στιγμή, ύστερα από την απώλεια της Μαρίνας Λαμπράκη- Πλάκα. Βρίσκει έτοιμα σχέδια, αλλά θα αναπτύξει σύντομα και το δικό της όραμα, αν κρίνουμε από τη συνολική πορεία της.