Οξύνονται οι φυλετικές ανισότητες, σύμφωνα με έρευνα της MRB για λογαριασμό του ΚΕΜΕΦΙ

Οξύνονται οι φυλετικές ανισότητες, σύμφωνα με έρευνα της MRB για λογαριασμό του ΚΕΜΕΦΙ

Αναντιστοιχία μεταξύ αυτών που η κοινωνία δηλώνει και αυτών που πράττει διαπίστωσε το ερευνητικό πρόγραμμα που πραγματοποίησε η MRB Hellas με την χορηγία της Eurolife FFH για λογαριασμό του Κέντρου Μελετών Πολιτικής για το Φύλο και την Ισότητα (ΚΕΜΕΦΙ) και παρουσιάστηκε σήμερα στο φουαγιέ του Μουσείου της Ακρόπολης.

Όπως επεσήμανε η πρόεδρος του ΚΕΜΕΦΙ και βουλευτής της ΝΔ Όλγα Κεφαλογιάννη, τα ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος αποτελούν «πηγή γνώσης και κατανόησης της στάσης και της αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας για τη θέση της γυναίκας σε αυτή».

«Όλοι συμφωνούμε στην αναγκαία προοπτική οικοδόμησης βιώσιμων οικονομιών και ανθεκτικών κοινωνιών με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Την ίδια στιγμή όμως, τα προβλήματα των κοινωνικών ανισοτήτων, δυστυχώς οξύνονται περισσότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι η αύξηση των έμφυλων ανισοτήτων και της έμφυλης βίας από την έναρξη της πανδημίας του κορονοϊού» τόνισε η κ. Κεφαλογιάννη συνδέοντας την κοινωνική και οικονομική πρόοδο με την ισότιμη συμπερίληψη των γυναικών.

Η βουλευτής της Α' Αθήνας τόνισε ότι ο δημόσιος διάλογος «είναι το βασικό δημοκρατικό εργαλείο» που θα φέρει την ελληνική κοινωνία πιο κοντά στην ισότητα.

Η κ. Κεφαλογιάννη αναφερόμενη στα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος υπογράμμισε ότι «η θεσμική, εργασιακή και κοινωνική ισότητα δεν επαληθεύεται βιωματικά. Η θέση ισχύος που εξακολουθούν να κατέχουν οι άντρες, σε όλα τα πεδία δραστηριότητας, αντανακλά έντονα στην πραγματική ζωή των γυναικών. Μια κατάσταση μάλιστα που, όπως φαίνεται, διαμορφώνεται πολύ πρώιμα. Μέσα στην οικογένεια».

Σύμφωνα με την ποσοτική και την ποιοτική έρευνα, αλλά και τη σειρά συνεντεύξεων σε βάθος, «ακόμα και οι νεότερες γενιές γυναικών ή κοριτσιών, εισπράττουν διαφορετική αντιμετώπιση λόγω του φύλου τους μέσα στην ίδια την οικογένειά τους. Και η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση είναι που δημιουργεί στεγανά με βάση το φύλο, στους μετέπειτα ρόλους της ζωής» σχολίασε η πρόεδρος του ΚΕΜΕΦΙ.

Στη ρίζα του προβλήματος των έμφυλων ανισοτήτων, συνεπώς, εντοπίζονται «παρωχημένες, στερεοτυπικές αντιλήψεις», οι οποίες εδράζονται «σε καλά ριζωμένα πατριαρχικά πρότυπα» είπε η κ. Κεφαλογιάννη, προσθέτοντας ότι αυτά «συντηρούνται ακόμα και στις στις πιο σύγχρονες και αναπτυγμένες κοινωνίες».

Όπως επεσήμανε η ίδια, «τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος, αντανακλούν, επίσης, την απογοητευτική ελληνική πραγματικότητα. Με την πολιτική εξουσία να παραμένει κυρίαρχα ανδρική υπόθεση. Η συμμετοχή των γυναικών παραμένει συγκριτικά ελάχιστη, σε σχέση με αυτή των ανδρών» ενώ ταυτόχρονα, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο στο πλαίσιο της έρευνας η κοινή γνώμη «εμφανίζεται ιδιαίτερα ώριμη, αναγνωρίζοντας σε συντριπτικό ποσοστό ότι τα πλεονεκτήματα της ανάληψης πολιτικής εξουσίας από γυναίκες θα ήταν πολλαπλά».

«Πρέπει, λοιπόν, να το λέμε καθαρά» ανέφερε η κ. Κεφαλογιάννη, υπογραμμίζοντας ότι «οι σύγχρονες γυναίκες που μορφώνονται, εργάζονται, παράγουν, στηρίζουν την οικογένειά τους και ανατρέφουν τα παιδιά τους, ακόμα φοβούνται» και ανέτρεξε στην «ατιμωρησία των θυτών», την «αδράνεια της πολιτείας» και την «ανοχή της κοινωνίας» ως αιτίες του προβλήματος.

Η οικογένεια στο κέντρο των στερεοτύπων και της έμφυλης ανισότητας

Παρουσιάζοντας την έρευνα ο διευθύνων σύμβουλος της MRB, κ. Δημήτρης Μαύρος έκανε την εκτίμηση ότι κάποιες από τις απαντήσεις υπαγορεύονται από λόγους «πολιτικής ορθότητας», αφού δεν επαληθεύονται στην πραγματικότητα που βιώνουν οι γυναίκες, όπως η επαγγελματική ανέλιξή τους, το αίσθημα ασφάλειας μέσα στην οικογένεια ή η εκλογή τους σε ανώτερα αξιώματα.

Στα κύρια ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι «το γυναικείο φύλο αισθάνεται πως χρειάζεται να διανύσει ακόμα πολύ δρόμο ώστε να κατακτήσει την πραγματική ισότητα» και το 33% των γυναικών δηλώνει ότι «το φύλο περιόρισε τις επιλογές του». Για την ακρίβεια, οι γυναίκες βιώνουν ανισότητα κατά την επαγγελματική τους εξέλιξη (28,5% πολύ & αρκετή), σε θέματα ανατροφής και αντιμετώπισης σε οικογενειακό περιβάλλον (29,5% πολύ & αρκετή), στην επαγγελματική αποκατάσταση και την επιλογή επαγγέλματος (29,1% πολύ & αρκετή), στην οικογένεια ως προς τους ρόλους και τις υποχρεώσεις τους (20,2% πολύ & αρκετή) αλλά και στις σπουδές και την εκπαίδευσή τους (16,8% πολύ & αρκετή).

Μάλιστα το 19,1% των γυναικών παρατηρεί συχνά περιστατικά έμφυλων διακρίσεων κατά των γυναικών στο περιβάλλον του συγκριτικά προς τους άνδρες που διαπιστώνει μόνο κατά 5% περιστατικά διακρίσεων κατά των ανδρών.

Στην έρευνα στην οποία συμμετείχαν άνδρες και γυναίκες, το 63% των ερωτηθέντων αναγνωρίζει και συμφωνεί με την άποψη ότι μια γυναίκα χρειάζεται να αποδεικνύει τις ικανότητες της περισσότερο από τους άνδρες. Το ποσοστό αυτό αγγίζει το 78% όσον αφορά διακριτά την άποψη των γυναικών. Μόνο το 43,4% (στις γυναίκες το 33,1%) ενστερνίζεται την άποψη ότι οι γυναίκες λαμβάνουν την ίδια αμοιβή με τους άνδρες συναδέλφους τους για αντίστοιχη εργασία. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η εργασιακή και θεσμική ισότητα δεν επαληθεύεται πλήρως βιωματικά και οδηγεί σε μια «παραπλανητική» εικόνα ισότητας.

Το 27% των εργαζόμενων γυναικών αναφέρει ότι στον χώρο εργασίας του οι άνδρες και οι γυναίκες δεν τυγχάνουν ίσης μεταχείρισης ενώ το 52,5% δηλώνει ότι οι γυναίκες «έχουν λιγότερες ευκαιρίες να προχωρήσουν και να εξελιχθούν επαγγελματικά σε σχέση με τους άνδρες».

Τέλος, ένα 11,3% αναφέρει ότι έχασε μια αύξηση, προαγωγή, εργασία ή ευκαιρία για ανέλιξη εξαιτίας του φύλου του.

Παρόμοια είναι η εικόνα αναντιστοιχίας μεταξύ απαντήσεων και πραγματικότητας διαπιστώνεται στις πολιτικές επιλογές των ερωτηθέντων, που, ενώ δηλώνουν κατά 84% ότι «οι άνδρες δεν είναι καλύτεροι και πιο αξιόπιστοι σε θέσεις ευθύνης στην πολιτική από ό,τι οι γυναίκες» και ότι «η πολιτική δεν είναι μόνο για άνδρες» κατά 93%, τελικά στη σταυροδοσία εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι επιλέγουν άνδρες.

Στα σημαντικά ευρήματα του ερευνητικού προγράμματος συγκαταλέγεται η ιεράρχηση των λόγων που οδηγούν στην βία, σύμφωνα με τα οποία η οικογένεια φέρει την κυρίαρχη και πρώτη ευθύνη αφού το 50,7% (στο σύνολο ανδρών και γυναικών) θεωρεί ότι ευθύνονται «τα πρότυπα με τα οποία γαλουχήθηκαν οι άνδρες στην οικογένεια τους (πατέρας/μητέρα)». Ακολουθούν ως αιτίες η «αίσθηση ατιμωρησίας των θυτών/ενόχων» (45,9%), η «πεποίθηση πολλών ανδρών ότι η σύζυγος/ σύντροφος τους ανήκει» (45% σύνολο), τα «κυρίαρχα κοινωνικά πρότυπα που ίσχυαν στο παρελθόν αλλά και σήμερα» (36,1%), η «αίσθηση ότι υπάρχει κοινωνική ανοχή στην έμφυλη βία» (35,5%), «οικονομικοί λόγοι δηλαδή ανέχεια, δυσκολία εξασφάλισης ενός ελάχιστου επιπέδου επιθυμητής διαβίωσης» (31,4%), η «πεποίθηση πολλών ανδρών ότι οι γυναίκες επιθυμούν ή προκαλούν σε ορισμένες περιπτώσεις την βίαιη συμπεριφορά (30,5%) και, τέλος, ότι «η κακή ποιότητα ζωής λόγω της πανδημίας έχει φέρει στην επιφάνεια άγρια ένστικτα» που αλλιώς δεν θα αποκαλύπτονταν (27,2% σύνολο).

Οι γυναίκες περισσότερο ευάλωτες απέναντι στην κατάθλιψη

Στην παρέμβασή της στο πλαίσιο της εκδήλωσης, η καθηγήτρια Ψυχιατρικής Μαρίνα Οικονόμου συνδέοντας τα αποτελέσματα της έρευνας με τις επιπτώσεις στον ψυχισμό των γυναικών, εξήγησε ότι η κατάθλιψη «προτιμά» τις γυναίκες και ότι αυτό αποδίδεται «τόσο σε βιολογικούς, όσο και σε ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, που φαίνεται ότι δρουν συνδυαστικά».

μως, η κ. Οικονόμου επεσήμανε ότι ναι μεν, «οι ορμονικές αλλαγές επηρεάζουν το συναίσθημα και τη διάθεση ωστόσο, σε μελέτες για την επιλόχειο κατάθλιψη δεν βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στα επίπεδα ορμονών ανάμεσα σε γυναίκες που εμφάνισαν επιλόχειο κατάθλιψη και σε αυτές που δεν παρουσίασαν».

Σύμφωνα με την καθηγήτρια Ψυχιατρικής τα ευρήματα «αποδεικνύουν» ότι είναι οι «ψυχοκοινωνικοί παράγοντες» οι οποίοι «λειτουργούν εκλυτικά, πυροδοτώντας το καταθλιπτικό επεισόδιο».

«Οι ψυχοκοινωνικές συνθήκες που γενικότερα συνδέονται με την εμφάνιση κατάθλιψης στον σύγχρονο τρόπο ζωής -με πιο σημαντικό το στρες που διαπερνά τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα- φαίνεται ότι επιφυλάσσουν πιο δυσμενείς όρους για τις γυναίκες» είπε η κ. Οικονόμου, προσθέτοντας ότι «οι πολλαπλοί ρόλοι που έχει να επιτελέσει η σύγχρονη γυναίκα και οι αυξημένες ευθύνες στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί προκαλούν ισχυρό στρες».

Παράλληλα, «άλλες συνθήκες στις οποίες πιο συχνά βρίσκεται εκτεθειμένη μια γυναίκα είναι η έλλειψη υποστήριξης και γενικότερα η έλλειψη ουσιαστικών κοινωνικών υποστηρικτικών συστημάτων, ο επαγγελματικός εκφοβισμός (το περίφημο mobbing) με κύρια θύματα τις γυναίκες και θύτες τους άνδρες και η θυματοποίηση γενικότερα. Αυτές οι στρεσσογόνες συνθήκες αποτελούν σοβαρούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση κατάθλιψης» υπογράμμισε η καθηγήτρια, συγκαταλέγοντας την «περιρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα και τους όρους που επιβάλλει η σύγχρονη κοινωνία» στις γυναίκες σε «σημαντικό μέρος του προβλήματος, γεγονός που μπορεί ίσως να αιτιολογήσει τον βαθμό στον οποίο η κατάθλιψη απειλεί το γυναικείο φύλο».

Δίνοντας μερικά παραδείγματα διαφοροποιήσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών, η κ. Οικονόμου ανέφερε τα αποτελέσματα έρευνας που δείχνουν ότι «ο ελεύθερος χρόνος ενός μέσου εργαζόμενου πατέρα φτάνει τις 46 ώρες την εβδομάδα, ενώ αντίστοιχα εκείνος της εργαζόμενης μητέρας μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 13 ώρες».

Επίσης, «οι γυναίκες αφιερώνουν για τη φροντίδα των παιδιών τους πέντε φορές περισσότερο χρόνο από ότι οι άντρες τους. Ταυτόχρονα, όμως, εκείνες ξοδεύουν τετραπλάσιο χρόνο για τις δουλειές του σπιτιού, τριπλάσιο για το μαγείρεμα και διπλάσιο χρόνο για τις αγορές τροφίμων, ενώ ακόμα και οι άντρες που δεν εργάζονται, σπάνια αφιερώνουν περισσότερο χρόνο για τις δουλειές του σπιτιού από εκείνους που δουλεύουν με κανονικό ωράριο».

Εκ μέρους της Eurolife FFH, με την υποστήριξη της οποίας πραγματοποιήθηκε το ερευνητικό πρόγραμμα, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος κ. Αλέξανδρος Σαρρηγεωργίου, στον σύντομο χαιρετισμό του, σημείωσε ότι «έχει αξία να στηρίζουμε κάθε πρωτοβουλία που βοηθά την κοινωνία μας να κάνει βήματα προόδου προς την ισότητα των φύλων, τον αλληλοσεβασμό και τη δίκαιη και αντικειμενική αντιμετώπιση της σύγχρονης Ελληνίδας» προσθέτοντας ότι η εταιρεία «έχει έμπρακτα αποδείξει την υποστήριξή της στο κομμάτι της γυναικείας ενδυνάμωσης, μέσα από την στελέχωση θέσεων ευθύνης εντός του οργανισμού μας από γυναίκες, οι οποίες καθημερινά διαπρέπουν στους ρόλους τους κάνοντας σπουδαία δουλειά». Καταλήγοντας ο κ. Σαρρηγεωργίου τόνισε ότι η στήριξη προς «το συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα ήταν μονόδρομος».

Τη συζήτηση διεύθυνε ο δημοσιογράφος Γιώργος Κουβαράς προαναγγέλλοντας και μια εκπομπή για τα αποτελέσματα της έρευνας, η οποία θα προβληθεί στην δημόσια τηλεόραση, ενώ σύντομη παρέμβαση έκανε η πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, Βασιλική Λαζαράκου και ο καθηγητής Αρχαιολογίας και γενικός διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης, που φιλοξένησε την εκδήλωση, Νίκος Σταμπολίδης.