O πληθωρισμός δεν θα πέσει εύκολα και δεν φταίει μόνο ο πόλεμος

O πληθωρισμός δεν θα πέσει εύκολα και δεν φταίει μόνο ο πόλεμος

Ο υψηλός πληθωρισμός δεν ξεκίνησε μόνος του. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήταν η σπίθα που τον πυροδότησε, όμως βρήκε προσάναμμα και άφθονο καύσιμο για να γιγαντωθεί στην προηγούμενη κατάσταση της οικονομίας. Άλλωστε, ισχυρές πιέσεις υπήρχαν στην παγκόσμια οικονομία, τουλάχιστον σε σημαντικές περιοχές της, και πριν από τη ρωσική εισβολή.

Στη χώρα μας, τα ενοίκια και οι τιμές κατοικιών είχαν πάρει την ανηφόρα τουλάχιστον ένα χρόνο πριν, ενώ σημαντικά ακριβότερο ήταν και το τουριστικό προϊόν το προηγούμενο καλοκαίρι. Ο πληθωρισμός δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην αύξηση του κόστους στην ενέργεια και διάφορα εμπορεύματα λόγω του πολέμου, αν και αυτή αποτελεί παράγοντα που και επιβαρύνει το πρόβλημα. Κατά αναλογία, και η λύση του προβλήματος δεν θα είναι απλή.

Σημαντικό μέρος της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται σε ανισορροπία ήδη από τη χρηματοπιστωτική κρίση, πριν από περισσότερο από μια δεκαετία. Η ευρωπαϊκή και άλλες κεντρικές τράπεζες στήριζαν τις οικονομίες με επεκτατικές πολιτικές επί μακρόν, προσπαθώντας να τις κατευθύνουν ανάμεσα στη διαχείριση χρεών και τη μεγέθυνσή τους, αλλά υπήρχαν χαμηλές επενδύσεις και τιμές.

Όταν ήρθε η πανδημία, έπληξε την οικονομία διπλά, με άμεσο περιορισμό της δυνατότητας κατανάλωσης σε πολλούς τομείς αλλά και με έντονες διαταραχές στις αλυσίδες παραγωγής και διεθνούς εμπορίου. Η μεγάλη μείωση της ζήτησης υπερίσχυσε αρχικά σε σχέση με την υποχώρηση της προσφοράς και οδήγησε τις περισσότερες οικονομίες σε βαθιά ύφεση, μαζί με υποχώρηση των τιμών πολλών προϊόντων. 

Η μείωση της συνολικής ζήτησης, όμως, σε πολύ μικρό βαθμό οφειλόταν σε πρόσκαιρη υποχώρηση των εισοδημάτων. Η αιτία ήταν κυρίως οι άμεσοι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στις αγορές. Τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στηρίχτηκαν, στις περισσότερες χώρες, με εκτεταμένες επιδοματικές πολιτικές και με πρόσθετο δημόσιο δανεισμό που έγινε εφικτός λόγω αφενός της άρσης των δημοσιονομικών κανόνων και αφετέρου των πολιτικών των κεντρικών τραπεζών που οδήγησαν σε χαμηλό κόστος χρήματος.

Και στη χώρα μας, τα εισοδήματα όσων εργάζονται για το δημόσιο και των συνταξιούχων δεν μειώθηκαν κατά την πανδημία, ενώ οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι σε αυτές έλαβαν υψηλά επιδόματα και άλλη στήριξη. Ως αποτέλεσμα, υπήρξε συσσωρευμένη αποταμίευση και αναβαλλόμενη κατανάλωση. Όταν άρχισε να διαφαίνεται η έξοδος από τους περιορισμούς της πανδημίας, η ζήτηση εντάθηκε, κυρίως για κατανάλωση αλλά και για επενδύσεις. Η άνοδος των τιμών ήταν αναμενόμενη, ιδίως γιατί στην πλευρά της προσφοράς, παγκοσμίως, υπήρχε σημαντική υστέρηση. 

Σε αυτό το σκηνικό, η εισβολή στην Ουκρανία έδρασε αποσταθεροποιητικά, προκαλώντας απότομη αύξηση κόστους στην ενέργεια και σε κρίσιμα εμπορεύματα. Ταυτόχρονα εκτροχίασε τις προσδοκίες και αύξησε τα ρίσκα. Αντί να αυξηθεί, η παραγωγή υποχώρησε περισσότερο. Οι κεντρικές τράπεζες αμφιταλαντεύονται ανάμεσα σε πολιτικές που θα τιθασεύσουν τις τιμές αλλά μπορεί να πιέσουν τις οικονομίες προς ύφεση, χωρίς να έχουν πολλά διαθέσιμα εργαλεία. Ο πληθωρισμός στις περισσότερες δυτικές οικονομίες απέκτησε ήδη ισχυρή δυναμική, με αυτo-τροφοδοτούμενα σπιράλ τιμών και μισθών.  Στην Ελλάδα, ο πληθωρισμός κινείται πλέον γρηγορότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. 

Αν η ανάκαμψη μετά το τέλος της πανδημίας συνοδεύονταν αρχικά από σχετικά χαμηλό πληθωρισμό, αυτός θα ήταν αναμενόμενος, ακόμη και επιθυμητός σε σημαντικό βαθμό, καθώς θα βοηθούσε τη διαχείριση των χρεών και τη μετάβαση της νομισματικής πολιτικής προς την κανονικότητα. Ο υψηλός και εντεινόμενος πληθωρισμός είναι, όμως, σημαντικό πρόβλημα καθώς πλήττει άμεσα την ευημερία των νοικοκυριών και τις προοπτικές πραγματικής μεγέθυνσης της οικονομίας. Η λήξη του πολέμου στην Ουκρανία ασφαλώς θα βοηθούσε προς την αποκλιμάκωση των τιμών, όμως από μόνη της δεν θα ήταν αρκετή και άλλωστε δεν φαίνεται πως θα μπορεί να έρθει σύντομα. 

Οικονομίες όπως η δική μας, με χρόνιες αδυναμίες και δομικές υστερήσεις, δεν μπορούν να θεωρούν πως θα αντιμετωπίσουν και το πρόβλημα του πληθωρισμού κυρίως με εκτεταμένες επιδοματικές πολιτικές. Αυτές μπορεί μάλιστα να εντείνουν και παρατείνουν το πρόβλημα, πλήττοντας τελικά το μέσο νοικοκυριό. Η αλήθεια είναι πως μεσοπρόθεσμα, οι τιμές δεν μπορούν να υποχωρήσουν όσο δεν περιορίζεται η ζήτηση και δεν αυξάνεται η προσφορά. Ο περιορισμός της ζήτησης θα τείνει να πιέζει, βέβαια, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, που σε μεγάλο βαθμό βρίσκονται σε αδύναμη θέση μετά από πολλά χρόνια ασθενούς πορείας των εισοδημάτων. 

Την ιδία ώρα, λοιπόν, που είναι απαραίτητα μέτρα υποστήριξης αλλά με σωστή στόχευση προς τα πλέον ευάλωτα νοικοκυριά, και πολιτικές προσαρμογής της ρύθμισης σε βασικές αγορές όπως το ηλεκτρικό ρεύμα, είναι κρίσιμο και επείγον να υπάρξει υποστήριξη της παραγωγής, κυρίως με απλούστευση διαδικασιών και κανόνων, μεταρρυθμίσεις για αύξηση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, ακριβώς εκεί δηλαδή που υπάρχει υστέρηση της ελληνικής οικονομίας.

Αυτό θα είχε όφελος με διπλό άμεσο τρόπο, την αύξηση της προσφοράς εγχωρίως και άρα τη μείωση τιμών και την αύξηση των εξαγωγών και άρα των πραγματικών εισοδημάτων. Θα είχε και ένα έμμεσο αλλά πολύ σημαντικό όφελος, καθώς θα ενίσχυε τη συνολική αξιοπιστία της οικονομίας, απομακρύνοντας σενάρια μελλοντικής κρίσης, και θα μείωνε έτσι το κόστος χρηματοδότησης της, που το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να αυξάνεται ανησυχητικά. 

*Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών