«Ο μεγάλος θανατικός», σαραντάρισε

«Ο μεγάλος θανατικός», σαραντάρισε

«Στους επιζώντες» το αφιερώνει και δεν αφήνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Εξάλλου το δηλώνει από τον τίτλο, απελευθερωμένος ήδη, δεν είναι βέβηλος όχι, δεν έχει σκοπό να σταθεί ούτε απέναντι στον «Μεγάλο ερωτικό» που εκτιμά, ούτε και στον «Μεγάλο Ανατολικό» που θα προτιμούσε να υπογράφει. Αλλά αυτό, το πρώτο του βιβλίο, όμως, του ταιριάζει, έχει κάτι το βιβλικό, το υπερβατικό και το μεταβατικό, κι εκείνος ο απόλυτος άρχων τους σκότους σχεδόν ως Μεσσίας, πληρώνει με αίμα μεν αλλά παίρνει μαύρο πνεύμα, έτσι δεν είναι η ζωή; με το ένα χέρι σου παίρνει, με το άλλο σου δίνει, αφού χρυσοπληρώνει ο ήρωάς του τα δυο πόδια που του έκοψε σύριζα το αυτοκίνητο της αρχιεπισκοπής, αναπτύσσει κατόπιν δυνάμεις που αγνοούσε ότι διέθετε.

Πρόκειται για το πρώτο βιβλίο του μεγάλου Γιάννη Ξανθούλη σε επετειακή έκδοση, 40 χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία («καλά σαράντα» όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας αυτοσαρκαστικά). Eίναι «Ο μεγάλος θανατικός», από τις εκδόσεις Διόπτρα, σελ. 200. Το πρώτο βιβλίο το οποίο εμπεριέρχει στο μάξιμουμ όμως ως ωρολογιακή βόμβα όλα τα μεγάλα συγγραφικά προνόμια στο υπερθετικό: μαύρο χιούμορ, βαθιά μελαγχολία, αλλόκοτο και παράδοξο, υποδόρια τρυφερότητα, παιδική σκανδαλιά, βιβλική θεώρηση, μεσσιανική σωτηρία και ιουδαϊκή προδοσία, μέχρι και τα τριάκοντα αργύρια εμπεριέχει και βέβαια χιούμορ και φαντασία τρελή. Στην συγγραφική του πορεία ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης θα γίνει πιο συνετός ως συγγραφέας που διαβάζεται πολύ για να απελευθερωθεί όσο περνά ο καιρός και να αποδειχθεί ότι αυτό ήταν από πάντα: ένας μεγάλος συγγραφέας: ο μεγάλος θανατικός! [τα γέλια μου ακούγονταν ως έξω στο δρόμο!] 



Πρωτοπρόσωπο, με πρόλογο που αφηγείται τη μικρή ιστορία του βιβλίου που έφτασε από τις εκδόσεις Αστέρι το 1981 που έγιναν Αστάρτη και τον πήραν είδηση μόνο ο Φρέντυ Γερμανός και ο Πέτρος Τατσόπουλος, στον Καστανιώτη και σήμερα στην Διόπτρα, ο Γιάννης Ξανθούλης μας μιλά τώρα και τότε ως «ο μεγάλος θανατικός»:

«Όλα άλλαξαν ριζικά στη ζωή μου όταν το αυτοκίνητο της Αρχιεπισκοπής με σακάτεψε.

Τότε αναδύθηκαν από μέσα μου εντάσεις και δυνατότητες πέραν της μεταφυσικής, που με απογείωσαν οριστικά στη σφαίρα του απόλυτα τραγικού. Τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πως έπρεπε να υπερασπιστώ την ηθική του κακού και να παίξω τον ρόλο ενός δραματικού απόστολου πέρα από τη λογική των τετριμμένων.

Εξάλλου, δεν είχα και άλλες επιλογές στην κατάσταση που βρισκόμουν από το να παίζω με συνειδήσεις και συγκυρίες. Μόνο που δεν υπολόγισα όσο έπρεπε στο φωτεινό ήμισυ μιας απελπισίας που ονομαζόταν Ελπίδα Γιαρμάς. Πάντως, ο «μεγάλος θανατικός» άρχισε παραμονές Χριστουγέννων του 1981 στην οδό Κλεμανσώ.
Στο παλιό μας σπίτι…» Τώρα.

«Το χειμώνα του 1981, μεταξύ στοιχήματος και λαχτάρας να γράψω ένα μυθιστόρημα, έπεσα στην περιπέτεια του Μεγάλου Θανατικού.
Κι εκεί, στο σπίτι όπου ζούσα τότε, στην οδό Ανάφης, κοντά στον κινηματογράφο Ράδιο Σίτυ της Πατησίων, ξετύλιξα την ιστορία ενός εγκληματικά χαρισματικού ανάπηρου με ευαισθησίες που όμως έκρυβα επιμελώς με γελαστικά παραβάν ή έτσι νόμιζα.

Όσο γραφόταν ο “Θανατικός”, κάθε βράδυ έδινα ένα μικρό σόου ανάγνωσης σε φίλους και συνεργάτες, που έρχονταν τότε στο σπίτι της οδού Ανάφης, ναρκισσευόμενο απ’ τις γκροτέσκ καταστάσεις του βιβλίου, αγνοώντας ηθελημένα το φραματικό του εκτόπισμα.

Ήταν ευτυχισμένη εκείνη η εποχή του “Θανατικού” καθώς περίμενα να τον δω τυπωμένο, ξέροντας πόσο συντριπτικά βαρύ – βιογραφικά τουλάχιστον – είναι το τύπωμα για κάποιον που γράφει. Αισθανόμουν και ήμουν νέος κι ούτε που μου περνούσε η ιδέα πως με τον Μεγάλο Θανατικό άνοιγα μια χαραμάδα σ’ έναν άλλο άγνωστό μου εαυτό. Από τότε η μια χαραμάδα έφερνε την άλλη και η άλλη την άλλη…



Τώρα ο “Θανατικός” ξανάγινε βιβλίο για να μου θυμίζει πόσο βιωμένο κι επώδυνο είναι το χαμόγελο της ανησυχίας και του φόβου, κάτι που το 1981 τοποθετούσα μόνο στη σφαίρα της φαντασίας και των κόμικς που υπερασπίζονται γραφικά την “ηθική του κακού”.» Τότε

Όπως θα καταλάβατε ο δαιμόνιος ανάπηρος θαυματοποιός του βιβλίου ο οποίος βελτίωνε πιτσιρικάς το «ή ταν ή επί τας» σε «ή ταν ή τας κεμπαπ», μετέτρεπε το μπένζαμιν σε Κάντο Χενεράλ σαρκοφάγο φυτό και τις χρυσές λίρες Αγγλίας σε βόμβες, μετέτρεπε καλοκάγαθες νοικοκυρές σε απεσταλμένες του κακού και προσπαθώντας να διατηρήσει την ισορροπία Καλού Κακού, ό,τι καλό παραχωρούσε στην δεκαπενταετή Ελπίδα Γιαρμάς εχθρό και άλτερ έγκο του που εις μάτην επικαλείται την ύστατη στιγμή της προδοσίας του.

Ας δούμε όμως κάποτε πως το ανακάλυπταν οι ανυποψίαστοι αναγνώστες του στο goodreaders: 

«Ε εντάξει, απίστευτος Ξανθούλης, έχω λυθεί στο γέλιο!

«Δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι δικό του. Αξίζει όμως να αναφέρω ότι είναι έξυπνο, ευρηματικό με γραφή που δεν σε κουράζει.» Σίγουρα θα διαβάσω και κάτι άλλο δικό του!

«Μεταφυσικός Ξανθούλης. Δηλαδή πιο μεταφυσικός από το σύνηθες. Ωραίος όμως! Τι να πω; Για το σαρκοφάγο κατοικίδιο δημοκρατικό φυτό Κάντο Χενεράλ που είναι και θηλυκό καθότι αροκάρια, ζει στο σπίτι του ήρωα επί της οδού Κλεμανσώ και αναλαμβάνει δράση κατά βούληση;
Για το βιβλίο αποκρυφισμού που διαβάζει ο ήρωας καταστρώνοντας τα βδελυρά του σχέδια και του οποίου συγγραφέας φέρεται ο Ενώχ Αρχιδιάν;
Για τον Αρχιμασόνο - Αποκρυφιστή του Σικάγου Ντιλάιλα Τσιμπούχ; Γέλιο και πίκρα μαζί, αυτοσαρκασμός»

«Είχα διαβάσει πολύ Ξανθούλη πριν διαβάσω το Μεγάλο Θανατικό, στην πρώτη του έκδοση, χιλιοταλαιπωρημένη στη βιβλιοθήκη του θείου μου. Παραμένει ένα από τα καλύτερά του, από άποψη πλοκής. Τρομερό χιούμορ, πικρό και δηλητηριώδες, πολλή φαντασία, μια αντιπαθέστατη Ελπίδα Γιαρμάς αλά Γκαστόνε Γκάντερ σε συνδυασμό με Γιώργο Θαλάσση, και ένας υπέροχος αντιήρωας που λάτρεψα και μίσησα με το ίδιο σθένος.»
«Πολύ πρωτότυπο, δεν έχω ξαναδιαβάσει κάτι παρόμοιο. Πολύ ευρηματικό. Το ξεκίνησα και δεν το άφησα μέχρι να το τελειώσω.»

Ακριβώς αυτό. «Ο μεγάλος θανατικός» του Γιάννη Ξανθούλη μας υπόσχεται την συγγραφική κορφή που μπορεί να κατακτήσει ο συγγραφέας ξεκινώντας απ’ αυτόν. Έτσι συμπυκνωμένος σπείρα και βόμβα, φαντασία, ευρηματικότητα και μελαγχολία που σκάβουν μέχρι τα έγκατα και εκτινάσσονται ως τα ουράνια με ταχύτητα φωτός.