Λ. Μενδώνη: Όποιος γνώριζε κακώς δεν μίλησε, ειδικά όταν είναι βουλευτής

Λ. Μενδώνη: Όποιος γνώριζε κακώς δεν μίλησε, ειδικά όταν είναι βουλευτής

«Από τη μια με κατηγορείτε για δήθεν συγκάλυψη και από την άλλη, ότι εξέδωσα δικαστική απόφαση χαρακτηρίζοντας τον Λιγνάδη "επικίνδυνο". Και τα δύο δεν γίνονται. Ή προσπάθησα να τον συγκαλύψω ή προσπάθησα να τον καταδικάσω, ως μη όφειλα. Ή το ένα ισχύει ή το άλλο. Αποφασίστε για ποιο από τα δύο με κατηγορείτε κυρία Αναγνωστοπούλου. Εγώ το λάθος μου το αναγνωρίζω, αναγνωρίστε κι εσείς το άδικο της κριτικής σας», ανέφερε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη κατά τη συζήτηση ερώτησης της Σίας Αναγνωστοπούλου στη Βουλή. Και επίσης αναγνώρισε πως κατά τον χειρισμό της υπόθεσης, εκ μέρους της υπήρξε ένας άστοχος χειρισμός. Όμως η άλλη πλευρά, δεν αναγνώρισε κανένα πρόβλημα στις τοξικές επιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ.

«Άκουσα πολλούς να λένε "εμείς γνωρίζαμε". Άκουσα μέχρι και βουλευτή να λέει "γνωρίζαμε εδώ και πολλά χρόνια". Με συγχωρείτε, αλλά όποιος γνώριζε κακώς δεν μίλησε. Και ειδικά όταν είναι βουλευτής» είπε η κα Μενδώνη χωρίς να πάρει απάντηση. Η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου, που κατέθεσε τη σχετική με την υπόθεση Λιγνάδη ερώτηση, δεν έδωσε κάποιο στοιχείο.

«Ενάμιση χρόνο γιατί δεν έγινε κάποια ερώτηση στη βουλή για το θέμα;» συνέχισε η υπουργός. «Γιατί δεν με πήρε κάποιος έστω ένα τηλέφωνο να μου πει "ξέρεις, ακούγεται αυτό κι αυτό, δεν το ξαναβλέπεις;" Για να προστατεύσουν όχι εμένα, αλλά το Εθνικό Θέατρο που μπήκε σε μια περιπέτεια και το κυριότερο τους ίδιους τους ανθρώπους του χώρου. Εγώ με χαρά επικοινωνώ με τους βουλευτές οποιουδήποτε κόμματος γιατί είναι υποχρέωση μου. Γιατί δεν με ενημέρωσαν έστω και ανεπίσημα εφόσον λένε ότι ήξεραν; Δεν είναι λοιπόν κάπως οξύμωρο αυτοί που λένε ότι γνώριζαν πολλά χρόνια και μίλαγαν να εγκαλούν εμένα που δεν γνώριζα;».

Η χυδαιότητα δεν οδηγεί πουθενά

Η Λίνα Μενδώνη αρνήθηκε τη λέξη «συγκάλυψη», λέγοντας πως είναι βαριά λέξη. «Διότι δεν μας καταλογίζει κάποια αστοχία ή κάποιο κακό χειρισμό αλλά πρόθεση. Και το να λες ανεύθυνα ότι ο πολιτικός σου αντίπαλος συγκαλύπτει εσκεμμένα μια υπόθεση για την οποία τόσο φρικτά πράγματα έχουν ακουστεί, δεν προάγει το δημόσιο βίο. Αντιθέτως, δίνει ώθηση και νομιμοποιεί ακραίες συμπεριφορές και χυδαιότητες, όπως αυτές που είδαμε τις προηγούμενες μέρες. Στην πολιτική αντιπαράθεση πρέπει να υπάρχουν κανόνες. Δεν είναι ζήτημα πολιτικού καθωσπρεπισμού, είναι ζήτημα ποιότητας Δημοκρατίας. Η χυδαιότητα, οι θεωρίες συνωμοσίας, η φανατική τύφλωση δεν οδηγούν πουθενά».

Οι φράσεις της κας Αναγνωστοπούλου ήταν: «Έχετε ή όχι την πολιτική ευθύνη για την πολιτική συγκάλυψη; Όταν είχατε την επιστολή των σπουδαστών τους καλέσατε να σας εξηγήσουν τις καταγγελίες ή καλέσατε μόνο αυτόν που βάρυναν οι καταγγελίες;

Όλα αυτά καθώς και ο ξεσηκωμός όλων των ανθρώπων του πολιτισμού σας καθιστούν πρόσωπο non grata για τον Πολιτισμό. Θεωρείτε ότι μπορείτε να παραμείνετε όχι ως υπουργός μπιζνας αλλά του Πολιτισμού;»

«Η Ελλάδα δεν πρέπει να γυρίσει σε εποχές ανεξέλεγκτης τοξικότητας» επέμεινε η κα Μενδώνη. «Θα ήταν κακό για την κοινωνία συνολικά. Αλλά θα ήταν άδικο και για τα ίδια τα θύματα των κακοποιητικών συμπεριφορών. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται στην υπόθεση των αποκαλύψεων στον καλλιτεχνικό χώρο είναι μια άνευ ορίων πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα. Κάτι τέτοιο θα αποπροσανατόλιζε την ουσία του θέματος αλλά κυρίως θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για την πραγματική κάθαρση του χώρου. Να βρουν τα θύματα το θάρρος να μιλήσουν θέλουν ενθάρρυνση, να νιώσουν τη σιγουριά ότι θα βρουν απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα έτοιμο να τους στηρίξει. Να νοιώσουν ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Τότε, ναι, θα μιλήσουν ευκολότερα», ανέφερε η κα Μενδώνη.

Και επεσήμανε ότι αν αντιθέτως τα θύματα θεωρήσουν ότι όσα πουν θα γίνει αντικείμενο μικροπολιτικής εκμετάλλευσης και ότι τα ίδια θα μπουν στη δίνη μιας ανελέητης πολιτικής σύγκρουσης, μπορεί και να μη μιλήσουν. «Τα θύματα θα μπορούσαν και να μην μιλήσουν γιατί δεν θα ήθελαν να δουν το δικό τους βίωμα να γίνεται αφορμή για να εξυπηρετηθούν άλλου είδους σκοπιμότητες. Θέλω να πιστεύω ότι κανένας σ’ αυτή την αίθουσα δεν επιθυμεί κάτι τέτοιο, γι’ αυτό και θα παρακαλούσα να αφήσουμε στην άκρη τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες σ’ αυτό το πεδίο. Στο ζήτημα πολιτικής του Υπουργείου Πολιτισμού να συγκρουστούμε όσο θέλετε. Είναι θεμιτό, αλλά όχι πολιτικάντικα παιχνίδια πάνω στα τραύματα ανθρώπινων ψυχών» σημείωσε η υπουργός.

Για να προσθέσει ότι θα χαρεί αν οι θεσμικές ρυθμίσεις για την προστασία από τις κακοποιητικές συμπεριφορές τις οποίες παρουσίασε από αυτό το βήμα ο Πρωθυπουργός έχουν την ευρύτερη δυνατή στήριξη. Χαρακτήρισε μάλιστα μια τέτοια εξέλιξη ως ένα ουσιαστικό βήμα μπροστά και μια πραγματική απόδειξη ότι όλο το πολιτικό σύστημα έχει αποφασίσει να ορθώσει ένα τείχος απέναντι σ’ αυτές τις εγκληματικές συμπεριφορές.

Τι είπε για τις 56 προσωπικότητες

Σχετικά με τις 56 προσωπικότητες του πολιτισμού που υπέγραψαν κείμενο υπέρ της υπουργού, η κα Μενδώνη τόνισε: «Μιλάτε για τους ανθρώπους του πολιτισμού και αναφέρεστε - έως ειρωνικά - στις 56 προσωπικότητες από τον χώρο λέγοντας ότι οι περισσότεροι έχουν κρατικές θέσεις. Κρατικές θέσεις έχουν ο Γιάννης Αδαμάκος, ο Διονύσης Γραμμένος, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Χάρης Καμπουρίδης, η Ρούλα Πατεράκη ή η Σώτη Τριανταφύλλου; Λοιπόν, κυρία Αναγνωστοπούλου, στο δικό μας πολιτικό χώρο ανήκουν η Αιμιλία Υψηλάντη, η Άννα Φόνσου, ο Λευτέρης Πλασκοβίτης;» διερωτήθηκε η υπουργός.

Και κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση ότι απαξιώνει ανθρώπους με προσφορά στον πολιτισμό επικαλούμενη το όνομα των ανθρώπων του πολιτισμού, επειδή διαφοροποιούνται από την οργανωμένη προπαγάνδα που έχετε στήσει σε βάρος μου. «Αντιθέτως, κυρία Αναγνωστοπούλου, διορισμένο από σας είναι το διοικητικό συμβούλιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το οποίο η κυβέρνηση σας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ διόρισε και το οποίο έβγαλε ανακοίνωση εναντίον μου. Αντίστοιχη θέση έλαβαν και άλλοι που έχουν πολιτική σχέση μαζί σας. Τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά δεν προσδίνουν αξιοπιστία στην κριτική σας και επιτρέψτε μου να πω ότι δεν σας τιμούν» ανέφερε η κα Μενδώνη.

Ποια διαδικασία τηρήθηκε

Εξήγησε στη συνέχεια ποια διαδικασία ακολουθήθηκε για τον διορισμό: Ο Δημήτρης Λιγνάδης διορίστηκε με την ίδια ακριβώς διαδικασία που είχε διοριστεί επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και ο προηγούμενος καλλιτεχνικός διευθυντής Στάθης Λιβαθινός. Δηλαδή, με τη διαδικασία που προβλέπεται από τον ν. 2273/94 που είναι και ο ιδρυτικός νόμος του Εθνικού Θεάτρου. Τον Ιανουάριο του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται κυβέρνηση. Δεν άλλαξε τον νόμο για τον διορισμό του καλλιτεχνικού διευθυντή.

Με αυτόν τον νόμο, οι υπουργοί Μπαλτάς και Ξυδάκης διορίζουν τον Στάθη Λιβαθινό. Με μια απλή τους απόφαση. Αυτό που σήμερα αποκαλεί απευθείας ανάθεση ο ΣΥΡΙΖΑ.

Το 2016 ψηφίζεται ο νόμος 4369 από την τότε κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ βάσει του νόμου αυτού, δεν εκδίδει προκήρυξη. Ανανεώνει τη θητεία του Στάθη Λιβαθινού πάλι χωρίς προκήρυξη, πάλι με απευθείας ανάθεση.

Η προκήρυξη ενδιαφέροντος για την πλήρωση της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου από την υπουργό Μυρσίνη Ζορμπά εκδίδεται τρία χρόνια μετά, 29 Μαϊου του 2019.

Στις 26 Μαΐου, τρεις μέρες δηλαδή πριν από την προκήρυξη, είχαν διεξαχθεί οι Ευρωεκλογές. Και το ίδιο βράδυ, λόγω του αποτελέσματος, ο τ. πρωθυπουργός κ. Τσίπρας ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει άμεσα σε εκλογές. Προκηρύχθηκε λοιπόν η θέση εν μέσω προεκλογικής περιόδου, κάτι που όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είχαν τότε καταγγείλει.

Η ίδια η προκήρυξη θα έπασχε από ακυρότητα, επέμεινε η Λίνα Μενδώνη και εξήγησε γιατί: «Η προκήρυξη εκδόθηκε δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 8 του νόμου 4369/16. Στο μεταξύ όμως, με τον νόμο 4622/19 τα άρθρα 1 έως 13 του νόμου 4369/16 καταργήθηκαν. Συνεπώς, η διάταξη βάσει της οποίας εξεδόθη η προκήρυξη για τον καλλιτεχνικό διευθυντή, θα έπασχε από ακυρότητα. Και αυτό, πέραν των άλλων τυπικών σφαλμάτων, που διέτρεχαν την προκήρυξη, ως απόδειξη της βιασύνης, με την οποία εξεδόθη. Ήταν συνεπώς βέβαιο, ότι θα υπήρχαν ενστάσεις από τους υποψηφίους. Και εν τέλει, η προκήρυξη θα ακυρωνόταν στα διοικητικά δικαστήρια.

Η αλλαγή νομοθεσίας, αμέσως μετά τις εκλογές, και η επαναπροκήρυξη της θέσης, θα καθυστερούσε τον διορισμό τουλάχιστον έξι με οκτώ μήνες. Αποτέλεσμα, το Εθνικό Θέατρο θα έμενε χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή. Αυτό σήμαινε ότι όλος ο καλλιτεχνικός προγραμματισμός του Εθνικού, για τη σεζόν 2019-20, θα βρισκόταν στον αέρα, με ευθύνη του Υπουργείου.

Τότε σας θυμίζω ότι δεν υπήρχε ο κορονοϊός. Το θέατρο έπρεπε να λειτουργήσει. Το αυτονόητο λοιπόν ήταν να γίνει χρήση του ιδρυτικού νόμου του Εθνικού θεάτρου, όπως άλλωστε είχε γίνει με το διορισμό όλων των προηγουμένων καλλιτεχνικών διευθυντών, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που διορίσατε εσείς. Όπως ορίστηκε ο Στάθης Λιβαθινός. Όπως αντίστοιχα ορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος το 2018 ο Γιάννης Αναστασάκης. Και σας θυμίζω, ότι παράλληλα με το διορισμό Λιγνάδη, δήλωσα ρητά, ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του και αφού γίνουν οι αναγκαίες νομοθετικές αλλαγές, θα δημοσιευτεί εγκαίρως προκήρυξη για την πλήρωση της θέσης. Αυτό που θα έπρεπε να είχατε κάνει εσείς και δεν κάνατε. Λέτε κ. Αναγνωστοπούλου πως ήταν σκάνδαλο ο διορισμός του Λιβαθηνού και του Αναστασάκη; Υποθέτω πως όχι. Άρα συμφωνείτε πως δεν ήταν ούτε ο διορισμός Λιγνάδη, γιατί έγινε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο».