Χίλντα Παπαδημητρίου: «Αλλά πάντοτε ξεκινάω από μια εικόνα που με στοιχειώνει: τη σκηνή του φόνου»

Χίλντα Παπαδημητρίου: «Αλλά πάντοτε ξεκινάω από μια εικόνα που με στοιχειώνει: τη σκηνή του φόνου»

«Πρέπει να έχει χιούμορ και μουσική, να διαδραματίζεται σε μια μεγαλούπολη με σκοτεινές γωνιές και όμορφες γειτονιές, μια ιστορία που θα γίνει το σταυροδρόμι όπου θα συναντηθούν οι πιο διαφορετικοί και αταίριαστοι άνθρωποι. Θέλω να ακουμπάει σ’ ένα πλαίσιο ηθικών κανόνων, υπό την έννοια όχι της τρέχουσας ηθικής απαραίτητα, αλλά να διαπνέεται από την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης. Ίσως επειδή η δικαιοσύνη είναι για μένα υπέρτατη αξία.»

Η Χίλντα Παπαδημητρίου, έτσι επιθυμεί τις ιστορίες της, εξάλλου αν όχι αυτή, ποιος! Η ίδια διαθέτει χιούμορ, απ’ τα ακροδάχτυλά της ήδη κυλά η μουσική (έχει γράψει μονογραφίες για τους Beatles και τους Clash, υπήρξε συνεργάτης μουσικών εντύπων [ZOO, Pop&Rock, Sonic] και είναι τακτική συνεργάτης του διαδικτυακού μουσικού περιοδικού www.mic.gr), αγαπά την πόλη της και την θέλει σχεδόν να πρωταγωνιστεί, ο αστυνόμος της Χάρης Νικολόπουλος «δεν αντέχει σε μιαν αστυνομία χωρίς αρετή», ως μεταφράστρια κατέχει και όλα τα σκοτεινά της γραφής.

Κατ’ αυτό τον τρόπο, τα βιβλία της που αγαπήσαμε, «Για μια χούφτα βινύλια», «Η συχνότητα του θανάτου», «Έχουν όλοι καλούς σκοπούς», «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου»… διαθέτουν όλα τα παραπάνω και επί πλέον ήρωες που να μην είναι στερεοτυπικοί: «απεχθάνομαι τα στερεότυπα των σκέτα καλών και των κακών, των τίμιων και των απατεώνων’ πιστεύω ότι ο καθένας είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο», θα μας πει. Και ηρωίδες που «να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, να ορίζουν τη μοίρα τους, να είναι δυναμικές και ατρόμητες». Εξάλλου, διαθέτει ήδη τον «φύλακα-άγγελο και γραμματέα της», την υπέροχη Νίτσα, όπως θα δείτε, την γάτα την ντετεκτιβική και τη σοφή.

Η Χίλντα Παπαδημητρίου, μιλώντας στο Liberal.gr, μας ξεναγεί στο σκοτεινό λογοτεχνικό εργαστήρι της. Άλλωστε η ίδια το ομολογεί: «πάντοτε ξεκινάω από μια εικόνα που με στοιχειώνει: τη σκηνή του φόνου». Και μη σας ξεγελά η… μουσική.

-Κυρία Παπαδημητρίου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Εξαρτάται από τη φάση του βιβλίου. Όσο μαζεύω εικόνες και σκέψεις, τους ήχους και τις μυρωδιές που θα ντύσουν την ιστορία, μπορώ να γράψω, και όντως γράφω, οπουδήποτε. Στο τραπεζάκι ενός καφέ, σε αεροπλάνα και τρένα, στην παραλία περιμένοντας να στεγνώσω —καταγράφω τις ιδέες που θα αναπτυχθούν αργότερα σε μια πιο σύνθετη πλοκή. Από τη στιγμή που η ιστορία ολοκληρώνεται μέσα στο μυαλό μου, μπορώ να συγκεντρωθώ μόνο στο σπίτι μου, στο γραφείο μου, με φύλακα-άγγελο και γραμματέα τη γάτα μου. Όσο για τον χρόνο, επειδή δεν είμαι πρωινός τύπος, ξεκινάω τη δουλειά κατά το μεσημέρι και συνήθως να γράφω ως τα ξημερώματα. Καθημερινά, χωρίς διακοπή ή ανάπαυλα.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Καθώς γράφω αστυνομικά μυθιστορήματα, μου είναι απαραίτητο να γνωρίζω την αρχή και κυρίως το τέλος της υπόθεσης. Και χρειάζομαι μια κεντρική ιδέα που να τη βρίσκω συναρπαστική [εγώ, τουλάχιστον, ελπίζοντας ότι θα συμφωνήσουν οι αναγνώστες], το θέμα που θα θέσει σε κίνηση τους ήρωες. Αλλά πάντοτε ξεκινάω από μια εικόνα που με στοιχειώνει: τη σκηνή του φόνου.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Δεν θα ισχυριζόμουν ότι ήταν αλλόκοτος ακριβώς ο τρόπος που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, το Για μια χούφτα βινύλια. Κάπως αντισυμβατικός σε σχέση με τις μετέπειτα συνήθειές μου. Το έγραφα από το 2008 ως τα μέσα του 2010, αποσπασματικά σχεδόν, ψάχνοντας ακόμα τα εργαλεία μου, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις μου, ακολουθώντας τους ήρωες κρυμμένη πίσω από δέντρα και κολώνες της ΔΕΗ. Τότε υιοθέτησα ενστικτωδώς τη συνήθεια να κλείνω κάθε βιβλίο μου με μια αχτίδα αισιοδοξίας, όσο σκληρό κι αν είναι το περιεχόμενο.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Οι εμμονές μου έχουν σχέση με την πόλη μου, την Αθήνα, και τις γειτονιές της. Μου αρέσει να εισάγω την τοπογραφία της πόλης μέσα στην αφήγηση, θέλω η Αθήνα να είναι συμπρωταγωνίστρια. Η αλήθεια είναι ότι γράφω ενστικτωδώς, δεν σκέφτομαι τεχνικές και συγγραφικά τεχνάσματα, αποφασίζω ποια είναι η ιστορία μου και κάθομαι να τη γράψω. Μου αρέσουν οι ιστορίες. Τελεία. Προσπαθώ να γράφω βιβλία που να μη μπορεί να τα αφήσει ο αναγνώστης, αν δεν φτάσει στην τελευταία σελίδα. Επειδή τέτοια βιβλία διαλέγω ως αναγνώστρια.

- Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Πρέπει να έχει χιούμορ και μουσική, να διαδραματίζεται σε μια μεγαλούπολη με σκοτεινές γωνιές και όμορφες γειτονιές, μια ιστορία που θα γίνει το σταυροδρόμι όπου θα συναντηθούν οι πιο διαφορετικοί και αταίριαστοι άνθρωποι. Θέλω να ακουμπάει σ’ ένα πλαίσιο ηθικών κανόνων, υπό την έννοια όχι της τρέχουσας ηθικής απαραίτητα, αλλά να διαπνέεται από την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης. Ίσως επειδή η δικαιοσύνη είναι για μένα υπέρτατη αξία.

- Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Δεν πρέπει να είναι στερεοτυπικός, απεχθάνομαι τα στερεότυπα των σκέτα καλών και των κακών, των τίμιων και των απατεώνων. Πιστεύω ότι ο καθένας είναι ικανός για το καλύτερο και το χειρότερο, και αυτή η αμφισημία θέλω να διακρίνει τους ήρωες και τις ηρωίδες μου. Από τις ηρωίδες, ειδικότερα, περιμένω να παίρνουν τη ζωή στα χέρια τους, να ορίζουν τη μοίρα τους, να είναι δυναμικές και ατρόμητες.

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Αΐντα Μητροπούλου, η οποία γεννήθηκε από την ιδέα του συγγραφέα Κυριάκου Αθανασιάδη να συγγράψουμε το αστυνομικό μυθιστόρημα Αποκάλυψη οι εξής τέσσερις: ο Κυριάκος, ο Βαγγέλης Γιαννίσης, ο Δημήτρης Σίμος κι εγώ. Ανέλαβα να γράψω την επικεφαλής του τμήματος Ανθρωποκτονιών, και θέλησα να χτίσω μια προσωπικότητα τελείως διαφορετική από τις συνήθεις αστυνομικίνες ή τον ήρωά μου, τον Χάρη Νικολόπουλο. Την αγάπησα την Αΐντα, της έβαλα αρκετά στοιχεία από μένα, όπως η αυτόματη αντίδραση απέναντι σε κάθε μορφής εξουσία.

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

Δεν θυμάμαι πια ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα και με εντυπωσίασε, επειδή έμαθα «γράμματα» πριν πάω στο σχολείο για να διαβάζω μόνη μου τα αγαπημένα μου βιβλία. Νομίζω ότι με έχει στοιχειώσει ο Γύρος του Κόσμου σε 80 μέρες, του Βερν, και τα Σταφύλια της Οργής, του Στάινμπεκ. Το ταξίδι σαν περιπέτεια, και το ταξίδι σαν ανάγκη επιβίωσης, αυτοί οι δυο άξονες με κατατρέχουν ακόμα.

-Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Δύσκολα μου βάζεις, αγαπητή Ελένη. Ένα μόνο;
Η Χαμένη Άνοιξη, του Στρατή Τσίρκα, η Αρχαία Σκουριά, της Μάρως Δούκα, το Τρίτο Στεφάνι, του Κώστα Ταχτσή.
Τρυφερή είναι η Νύχτα, του Σκοτ Φιτζέραλντ, η τριλογία USA του Ντος Πάσος, το Χρυσό Σημειωματάριο της Ντόρις Λέσινγκ, ο Κήπος των Φίτζι Κοντίνι του Τζόρτζιο Μπασάνι. Κάθε τόσο, ανοίγω κάποιο απ’ όλα αυτά και διαβάζω μερικές σελίδες. Για να θυμηθώ τι σημαίνει μεγάλη και σπουδαία λογοτεχνία.

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Θα τους βάλω ανάκατα, όπως μου έρχονται στο μυαλό. Η Μάρω Δούκα και η Ιωάννα Καρυστιάνη, ο Χέμινγουεϊ και ο Στάινμπεκ, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και η Κάρεν Μπλίξεν, ο Μπόρχες, η Σώτη Τριανταφύλλου και ο Αλέξης Πανσέληνος, ο Χάμετ και ο Τσάντλερ και ο Τζέιμς Κέιν, η Πατρίσια Χάισμιθ και η Μινέτ Γουόλτερς. Ο Ιούλιος Βερν, φυσικά, και ο Κάρολος Ντίκενς. Ο Γκράχαμ Γκριν και Τζον ΛεΚαρέ, η Μάγια Αγγέλου και Άλις Γουόκερ. Η Σύλβια Πλαθ και η Άννα Αχμάτοβα, η Ανν Σέξτον και η Αντριέν Ριτς. [Διαβάζω περισσότερο ποιήτριες παρά ποιητές]. Ο Γιώργος Σεφέρης και Κώστας Καβάφης.

Σταματάω, ξέρω το έχω παρακάνει.

-Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Στα πρώτα στάδια της γραφής ακούω αγαπημένη μουσική, η οποία συνήθως έχει σχέση με το βιβλίο που γράφω. Όταν το γράψιμο σοβαρεύει πολύ, όταν τα προβλήματα που φοβάμαι ότι μπορεί να ανακύψουν μού κλείνουν τον δρόμο, τότε δεν ακούω τίποτα. Από την πρώτη καραντίνα και μετά απέκτησα τη συνήθεια να ψάχνω στο youtube τον ήχο της θάλασσας, κύματα να σκάνε σε αμμουδιές και βράχια, γιατί με ηρεμούν και μου δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκομαι «αλλού».

-Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Επειδή βιοπορίζομαι ως μεταφράστρια, υπάρχουν περίοδοι που μεταφράζω απλώς, και δεν προλαβαίνω να γράψω τίποτα. Έχοντας ολοκληρώσει τον Ένοχο μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ένα βιβλίο πολύ απαιτητικό, τώρα «ξεκουράζομαι» με τη μετάφραση του τελευταίου μυθιστορήματος του αγαπημένου μου Νικ Χόρνμπι.

[Το εργαστήρι του συγγραφέα]