Ο γάλλος υπουργός Οικονομίας Μπρουνό Λεμέρ τάχθηκε σήμερα στο Τσερνόμπιο της Ιταλίας υπέρ «μιας πιο ισχυρής Ευρώπης», η οποία θα οικοδομήσει τη «πολιτική ανεξαρτησία» της και μια «τεχνολογική κυριαρχία», αντί να περιορίζεται σ' ένα ρόλο «κοινής αγοράς».
«Θέλουμε να αγωνιστούμε για μια Ευρώπη που θα καταλάβει τη θέση της ως μεγάλης δύναμης στον κόσμο, δίπλα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα» και η οποία «υπερασπίζεται έναν ορισμένο αριθμό αξιών», όπως δήλωσε στο γαλλικό ειδησεογραφικό πρακτορείο AFP στο περιθώριο του φόρουμ The European House - Ambrosetti, που οργανώθηκε στις όχθες της λίμνης του Κόμο.
Μεταξύ των αξιών αυτών περιλαμβάνονται η «αλληλεγγύη μεταξύ των εθνών» και «ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που σέβεται το περιβάλλον», επέμεινε ο Λεμέρ ενώ η Γαλλία θα αναλάβει τον Ιανουάριο την εκ περιτροπής προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Δεν υπάρχει πολιτική κυριαρχία χωρίς τεχνολογική κυριαρχία. Δεν μπορούμε να είμαστε κυρίαρχοι πολιτικά όταν εξαττιόμαστε από το εξωτερικό για τους ημιαγωγους, τις ηλεκτρικές μπαταρίες ή το διάστημα», υπογράμμισε ο γάλλος υπουργός.
«Οφείλουμε να οικοδομήσουμε αυτή την ευρωπαϊκή ανεξαρτησία επανεγκαθιστώντας τη βιομηχανική παραγωγή και κατασκευάζοντας νέες αλυσίδες αξίας σε τομείς όπως το υδρογόνο, η τεχνητή νοημοσύνη, οι ηλεκτρικές μπαταρίες, οι βιοτεχνολογίες ή η υγεία», εξήγησε ο κ. Λεμέρ.
Για να χρηματοδοτηθούν αυτές οι επενδύσεις, «θα χρειαστούν η ένωση των κεφαλαιαγορών και η τραπεζική ένωση», υπογράμμισε ο ίδιος «Ελπίζουμε να καταγράψουμε προόδους σ' αυτά τα θέματα, στα οποία τα οικονομικά διακυβεύματα είναι πολύ βαριά», πρόσθεσε.
Παράλληλα, ο γάλλος υπουργός Οικονομίας σημείωσε ότι η Γαλλία επιδιώκει επίσης «να φθάσουμε σε μια ευρωπαϊκή συναίνεση υπό τη γαλλική προεδρία για την ελάχιστη φορολόγηση» των πολυεθνικών, πρόσθεσε.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιρλανδία, η Ουγγαρία και η Εσθονία αρνούνται να υπογράψουν τη συμφωνία που συνήφθη τον Ιούλιο από τις χώρες της Ομάδας των Είκοσι (G20) και προβλέπει τη θέσπιση ενός παγκόσμιου φόρου τουλάχιστον 15% επί των κερδών των πολυεθνικών και τη δικαιότερη κατανομή των δικαιωμάτων φορολόγησης των επιχειρήσεων αυτών.