Έξι λόγοι που «καλπάζουν» τα fake news σήμερα

Έξι λόγοι που «καλπάζουν» τα fake news σήμερα

Το να επιτίθεται ένας πρωθυπουργός στα μέσα ενημέρωσης για ψευδείς και «απελπισμένες» ειδήσεις δεν είναι εντελώς καινούριο φαινόμενο. Όμως η συχνότητα με την οποία απευθύνονται κατηγορίες μεταξύ πολιτικών αντιπάλων στην Ελλάδα, για τις ειδήσεις που κυκλοφορούν καθημερινά στο διαδίκτυο και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνει ότι ζούμε σε μία εποχή που δεν συγκρίνεται σε τίποτα με τα χρόνια που κυριαρχούσαν οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα.

Και μπορεί ο Έλληνας πρωθυπουργός να αναφέρεται όλο και πιο συχνά στα fake news, όμως δεν ανακάλυψε... την Αμερική, απλά ίσως να επηρεάστηκε από τον Donald Trump, ο οποίος καθημερινά «μάχεται» με τους ενεργούς χρήστες του διαδικτύου για το ποια είδηση είναι αληθινή και ποια fake.

Το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων (fake news) προφανώς δεν είναι ελληνικό και προφανώς δεν απασχολεί μόνο την εγχώρια πολιτική σκηνή. Παγκοσμίως, οι ανησυχίες για τη διάδοση κακών ειδήσεων, την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα, έχουν φτάσει στο σημείο να αναγκάσουν πολλές κυβερνήσεις να θεσπίσουν νόμους για το θέμα. Όμως οι λύσεις που βρίσκονται μέχρι στιγμής αντανακλούν μία ανεπαρκή κατανόηση του προβλήματος και θα μπορούσαν να έχουν αρνητικές και παράπλευρες επιπτώσεις.

Για παράδειγμα, τον περασμένο Ιούνιο, η γερμανική βουλή πέρασε ένα νόμο που περιλαμβάνει μία ρύθμιση για πρόστιμα έως 50 εκατ. ευρώ σε δημοφιλή μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το YouTube, αν δεν αποσύρουν μέσα σε 24 ώρες, περιεχόμενο που θεωρείται «προφανώς παράνομο», όπως ένας λόγος μίσους και υλικό που παρακινεί σε βία. Η Σιγκαπούρη από την πλευρά της έχει ανακοινώσει την πρόθεσή της να περάσει παρόμοιο νομοσχέδιο για την αντιμετώπιση των fake news.

Ωστόσο, όλες οι προσπάθειες στοχεύουν κυρίως σε ψηφιακές πλατφόρμες και συνήθως αποτυγχάνουν να καταπολεμήσουν τους έξι λόγους για τους οποίους η προπαγάνδα του σήμερα διαφέρει από το παρελθόν.

Πρώτον, υπάρχει εκδημοκρατισμός της δημιουργίας και μετάδοσης πληροφοριών. Κάθε ιδιώτης ή ομάδα μπορεί σήμερα να επικοινωνήσει με – και συνεπώς να επηρεάσει – μεγάλο αριθμό χρηστών του διαδικτύου. Αυτό έχει οφέλη, κρύβει όμως και πολλούς κινδύνους, αρχίζοντας από το γεγονός ότι χάνεται η αριστεία στη δημοσιογραφία. Χωρίς παραδοσιακούς θεσμικούς «φρουρούς» των μέσων ενημέρωσης, ο πολιτικός λόγος δεν βασίζεται πλέον σε ένα κοινό σύνολο γεγονότων.

Το δεύτερο στοιχείο της εποχής της ψηφιακής πληροφορίας – ενός άμεσου υποπροϊόντος του εκδημοκρατισμού – είναι η κοινωνικοποίηση της πληροφορίας. Αντί να λαμβάνουμε τις πληροφορίες απευθείας από τους θεσμικούς φρουρούς, οι οποίοι παρά την συχνά κακή εκτέλεση, ήταν παραδοσιακά προσηλωμένοι στο να φτάνουν σε κάποια συντακτικά πρότυπα, σήμερα μας έρχονται μέσω διαμοιρασμού.

Το τρίτο στοιχείο της σημερινής πραγματικότητας στην πληροφόρηση είναι η εξατομίκευση – ο διαχωρισμός μεμονωμένων ειδήσεων από την πηγή. Παλιότερα, οι αναγνώστες μπορούσαν να διαχωρίσουν τις μη αξιόπιστες πηγές, όπως τα πολύχρωμα σκανδαλοθηρικά περιοδικά, από τις αξιόπιστες πηγές, όπως οι μεγάλες και έγκυρες εφημερίδες. Σήμερα, αντιθέτως, ένα άρθρο των New york Times που μοιράζεται ένας φίλος μπορεί να μην φαίνεται διαφορετικό από ένα blog με θεωρίες συνωμοσίας. Και όπως έδειξε έρευνα του American Press Institute, η αυθεντική πηγή ενός άρθρου έχει μικρότερη σημασία από το ποιος μοιράζεται έναν σύνδεσμο.

Το τέταρτο στοιχείο που πρέπει να προστεθεί στη μάχη κατά της παραπληροφόρησης είναι η ανωνυμία στη δημιουργία και διάδοση πληροφοριών. Τα νέα μέσω διαδικτύου πολλές φορές δεν έχουν ούτε όνομα ούτε πηγή. Αυτό συγκαλύπτει πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, δημιουργεί εύλογη δυσπιστία για τους κρατικούς φορείς που παρεμβαίνουν σε ξένα περιβάλλοντα πληροφοριών και δημιουργεί εύφορο έδαφος για χρήστες-ρομπότ.

Πέμπτον, το υφιστάμενο περιβάλλον της πληροφόρησης χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της προσωποποίησης. Σε αντίθεση με τις έντυπες μορφές, το ραδιόφωνο ή ακόμα και την τηλεόραση, όσοι δημιουργούν περιεχόμενο στο διαδίκτυο μπορούν να τεστάρουν και να αναπροσαρμόσουν στοχοποιημένα μηνύματα σε πραγματικό χρόνο.

Το τελευταίο στοιχείο που διαχωρίζει το σημερινό οικοσύστημα πληροφόρησης με το παρελθόν, όπως παρατηρεί ο καθηγητής του Stanford, Nate Persily, είναι η κυριαρχία. Σε αντίθεση με την τηλεόραση, τις έντυπες μορφές και το ραδιόφωνο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook και το Twitter είναι αυτορυθμιζόμενοι οργανισμοί, και δεν είναι πολύ καλοί σε αυτό.

Το Facebook για παράδειγμα, έχει 1,32 δισ. χρήστες κατά μέσο όρο με αποτέλεσμα να μπορεί να επηρεάσει τους πάντες, ωστόσο η εταιρεία αρνείται να δώσει σε εξωτερικούς ερευνητές πρόσβαση στην πληροφόρηση που χρειάζεται για να καταλάβουμε τα πιο θεμελιώδη ερωτήματα για το σημείο που η πολιτική «τέμνεται» με το διαδίκτυο.

Ζούμε, λοιπόν, σε έναν εντελώς νέο κόσμο παραπληροφόρησης. Όσο αυτοί που μεταδίδουν την πληροφορία έχουν τα δεδομένα που χρειαζόμαστε για να την κατανοήσουμε, οι αντιδράσεις μας θα είναι ανεπαρκείς. Και, στο βαθμό που έχουν λάθος στόχο, δεν αποκλείεται να κάνουν τελικά περισσότερο κακό παρά καλό.

Με πληροφορίες από MarketWatch