«Έφυγε» ο Παναγιώτης Τέτσης

«Έφυγε» ο Παναγιώτης Τέτσης

Μόλις που πρόλαβε η πολιτεία να τον τιμήσει απονέμοντάς του, την περασμένη Δευτέρα, το πρώτο βραβείο εικαστικών «Γιάννης Μόραλης». Ο Παναγιώτης Τέτσης, που γενναία πάλευε με τον θάνατο, νικήθηκε. Έσβησε τα ξημερώματα, σε ηλικία 91 ετών στον Ευαγγελισμό, όπου και νοσηλευόταν τις τελευταίες ημέρες. Ζωγράφος, δάσκαλος, ακαδημαϊκός, ο Παναγιώτης Τέτσης διαμόρφωσε μαζί με τον Γιάννη Μόραλη τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική. Με απίστευτη εργατικότητα, αλλά και με σεμνότητα που αρμόζει σε έναν τόσο σπουδαίο καλλιτέχνη.

«Ποτέ δεν έχω πει "θα καθίσω ένα μήνα να κάνω διακοπές χωρίς να κάνω τίποτε". Αντιλαμβάνεστε ότι αισθάνομαι μια ενοχή όταν δεν δουλεύω» έλεγε σε μια συνέντευξη που είχε δώσει στον Τάκη Μαυρωτά για «Το Βήμα». Και σε άλλη συνέντευξή του, παραδεχόταν:

«Η αλήθεια είναι ότι εμείς δεν παράγουμε καινούργια πράγματα. Δεν χαράζουμε καινούργιους δρόμους στην τέχνη. Επομένως, όπως συνέβαινε πάντα, φέρνουμε αυτό που γίνεται αλλού. Κόβουμε τα λουλούδια από έναν κήπο και τα βάζουμε σε ένα βάζο. Η Ελλάδα κατά κάποιον τρόπο είναι το ανθοδοχείο. Δεν πιστεύω ότι παράγονται νέες απόψεις και αντιλήψεις». 

Με πλούσιο πνευματικό, καλλιτεχνικό και διδακτικό έργο, «ύψωσε το ελληνικό φως στην πιο μεγάλη δύναμη του χρώματος» όπως έγραφε η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα. Χάραξε και ακολούθησε τον δικό του δρόμο παραμένοντας πιστός στην εικονιστική τέχνη μέσα από τη ζωγραφική και τη χαρακτική, στην εμβάθυνση των μυστικών του αμείλικτου ελληνικού φωτός και των χρωμάτων, στην ολοκλήρωση της καθαρά προσωπικής του έκφρασης. Στοχαστικός παρατηρητής της φύσης και του τοπίου (Αθήνα, Ύδρα, Σίφνος) συνελάμβανε τη χρωματική υφή του περιβάλλοντος και αυθεντικότητα και απέδιδε τη γνησιότητα της έκφρασης  στην ανθρώπινη μορφή. Επίσης, «αναζητούσε την αποκάλυψη μέσω του ασήμαντου» και «δεν  έπαψε ποτέ να μας αιφνιδιάζει με τις ολοένα και πιο τολμηρές δημιουργίες του» (Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα).

Είχε γεννηθεί στην Ύδρα το 1925. Το 1940 πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής, ενώ την ίδια χρονιά μαθητεύει  στον Πικιώνη και τον Χατζηκυριάκο - Γκίκα. Ακολούθησαν κι άλλες σπουδές, ανάμεσά τους και στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δίπλα στον Κ. Παρθένη. Δίδαξε στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ ως επιμελητής, με καθηγητή τον Χατζηκυριάκο- Γκίκα, διδάχτηκε την τέχνη της χαλκογραφίας στο Παρίσι, ως υπότροφος του ΙΚΥ και επανέρχεται στην Ελλάδα τέλη της δεκαετίας του '50.

Δίδαξε στη Σχολή Βακαλό, και στην ΑΣΚΤ, είχε συμμετοχές σε μπιενάλλε και βραβεία, ενώ διετέλεσε και πρύτανης της Καλών Τεχνών. Το 1970 είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας. Λόγω των ειδικών πολιτικών συνθηκών, (είχαμε χούντα) αρνείται τη συμμετοχή. Είχε παρουσιάσει έργα του σε 90 ατομικές και σε πάρα πολλές θεματικές - ομαδικές εκθέσεις.

Όπως ο ίδιος έλεγε, θαύμαζε «τον Νικόλαο Λύτρα και τον Μιχάλη Οικονόμου. Επίσης τον Μπουζιάννη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Γιάννη Μόραλη.» Διακρινόταν για την εργατικότητα αλλά και την επιμονή του. Σε ερώτηση πόσο συχνά καταστρέφει τα έργα του, η απάντηση ήταν:

«Αντί να καταστρέφω ένα έργο μου, λέω "αυτό πρέπει να γίνει" και συνεχίζω να δουλεύω έστω και αν θεματικά βγει κάτι διαφορετικό. Σπάνια καταστρέφω έργα μου. Στην ιδιοσυγκρασία μου είναι να επιμένω στο να κερδίσω κάτι και όχι στο να χάνω. Ετσι επιμένω να δουλεύω ένα έργο μου έστω και αν χάσει ορισμένα σημεία από τη δροσιά της πρώτης χειρονομίας, γιατί τελικά κερδίζει σε σταθερότητα και πλαστική πυκνότητα».

Πίστευε ακράδαντα πως το αρχικό ερέθισμα μπορεί να ερχόταν από τη φύση, όμως ο πίνακας τελειώνει στο εργαστήριο, αφού πρώτα περάσει από το φίλτρο του μυαλού και ο καλλιτέχνης πετάξει τα περιττά. «Να διώξεις τη φλυαρία» τόνιζε. «Το μόνο που πρέπει να κρατήσεις με μεγάλη ακρίβεια είναι η αίσθηση του φωτός. Έτσι, μένει μια εικόνα καθαρή και ατόφια. Κανένας ζωγράφος δεν ζωγραφίζει αβασάνιστα».

«Πηγές είναι τα βιώματά μου» έλεγε. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω ξαφνικά. Πρέπει να ζήσω κάτι. Για παράδειγμα σας αναφέρω τη λαϊκή αγορά την οποία έβλεπα επί 30 χρόνια. Μετά ωρίμασε και βγήκε. Το τοπίο της Ύδρας με απασχόλησε μια ολόκληρη ζωή, μην ξεχνάτε ότι είμαι Υδραίος».

Ήταν απογοητευμένος από τον τρόπο που η πολιτεία αντιμετώπιζε τους ανθρώπους του Πνεύματος και της Τέχνης  «Ποτέ οι Έλληνες πολιτικοί δεν λογαριάζουν τους πνευματικούς ανθρώπους και δημιουργούς» σημείωνε. «Μας αποκαλούν ειρωνικά 'γραφιάδες'. Εγώ είμαι, εκτός των άλλων, και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών,  ουδείς μας λαμβάνει υπόψη.» 

Ήταν εναντίον της βίας και επέμενε ότι μπορείς να εκδηλώσεις την αντίθεσή σου με ειρηνικό, δικό σου τρόπο. Προτιμούσε να εστιάζει και να τονίζει όσα δεν αναμόχλευαν τα πάθη. «Κάποιος μπορεί να θεωρήσει τη στάση μου αδιαφορία» σχολίαζε, «αλλά αν είσαι παθιασμένος για κάτι και αυτό εισχωρήσει στην τέχνη σου, τότε η καθαρή τέχνη υποχωρεί και μετατρέπεται σε κήρυγμα. Αν θες να κάνεις κήρυγμα, μπορείς να πάρεις ένα μολύβι κι ένα χαρτί και να γράψεις. Δεν χρειάζεσαι πινέλο και καμβά.»

Η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα έγραψε για τον Παναγιώτη Τέτση με αφορμή την μεγάλη έκθεση «Π. Τέτσης: Η αποθέωση του τοπίου. Ζωγραφική 2010-2014» στο Ίδρυμα Θεοχαράκη: 

«Τα τελευταία έργα του Παναγιώτη Τέτση φέρνουν αυθόρμητα στη μνήμη περιγραφές του Παπαδιαμάντη, στίχους του Κάλβου, του Σεφέρη, του Ελύτη. Γιατί και ο ζωγράφος, όπως ο ζακύνθιος ποιητής, πλέκει δοξαστικό και τραχύ ύμνο στα «καυχήματα των θαυμασίων σκοπέλων» («Σπετζίας, Υδρας, Ψαρών») και ιδιαίτερα στις φίλιες και γνώριμες ακτές της ένδοξης πατρίδας του της Υδρας. «Τα περιπόθητα βουνά και τα χωράφια, κεχρυσωμένα ακόμα από τον ήλιο» του Κάλβου, «οι κρημνώδεις ακτές και οι αλίπληκτοι βράχοι» ενός παπαδιαμαντικού Ελύτη, το  ομηρικό «πορφύρεον κύμα» αναζητούσαν την εικόνα τους στη ζωγραφική. Οι πίνακες του Τέτση που εκτίθενται στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, μνημειακοί σε μέγεθος και επικοί στο ύφος, ιστορούν μια πρωτόγνωρη, «θεόκτιστη» νησιωτική Ελλάδα που μόνο στην ποίηση είχαμε συναντήσει ως τώρα: «Τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι / λίγα καμένα πεύκα μαύρα και κίτρινα / κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη», και ιδού οι στίχοι του Σεφέρη φέρνουν μπροστά στα μάτια μας τους πρόσφατους πίνακες του ζωγράφου. Βουνά και βράχια ηλιοτροπικά γράφουν με χρώματα και φώτα τις ώρες και τις εποχές, ντυμένα άλλοτε με πορφύρες και άλλοτε με σκυθρωπά γκρίζα, όταν «μελανόπτερα σύννεφα αρμενίζουν» πάνω τους, σύμφωνα με τη λύρα του Κάλβου.

Για να ανταποκριθεί στη φιλόδοξη πρόκληση που έβαλε στον χρωστήρα του ο ζωγράφος, να μεταφράσει ζωγραφικά την ορεινή φύση της νησιωτικής Ελλάδας, ανανεώνει και προσαρμόζει ανάλογα την τεχνική του. Η πινελιά του άλλοτε χτίζει με «κρυστάλλους» χρώματος τη φόρμα, άλλοτε πάλι παρακολουθεί την ίδια τη δομή του θέματος, αποδίδοντας με ελεύθερες ιμπρεσιονιστικές πινελιές την τραχύτητα των βράχων. Η λιγοστή βλάστηση δημιουργεί έντονες αντιθέσεις με τα ανοιχτόχρωμα βραχώδη εδάφη, όπως συμβαίνει και στην ελληνική ύπαιθρο, όπου το δυνατό φως συσπειρώνει τα σκούρα χρώματα και ξεθωριάζει τα ανοιχτά. Τα έργα αυτά, ζωγραφισμένα με αδίστακτη τόλμη, μαρτυρούν την εξοικείωση του δημιουργού με τα σύγχρονα ρεύματα της πρωτοπορίας.»

Ο εκλιπών είχε δωρίσει στην Εθνική Πινακοθήκη 200 πίνακές του.

Αντιγόνη Καρατάσου

Διαβάστε ακόμα:

- Ο πολιτικός κόσμος για τον Π. Τέτση