Εξακολουθεί να παραμένει ελκυστική και δημοφιλής η Ελλάδα ως επενδυτικός προορισμός μεταξύ των διεθνών επενδυτών.
Αυτό προκύπτει από πρόσφατη, μεγάλη έρευνα της EY, η οποία και διαπιστώνει ότι η προδιάθεση των ξένων επενδυτών παραμένει θετική απέναντι στην Ελλάδα και μάλιστα σε μία χρονιά κατά την οποία οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη, συνολικά, μειώθηκαν κατά 5% το 2024 -στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2017- και οι ανησυχίες εντείνονται εξαιτίας της γεωπολιτικής αβεβαιότητας και των εμπορικών πολέμων.
Η έρευνα διενεργήθηκε σε δείγμα 250 επενδυτών, στο διάστημα από 10 έως 28 Μαρτίου 2025 και δείχνει ότι σε ένα περιβάλλον επενδυτικής επιβράδυνσης, πανευρωπαϊκά, η βάση δεδομένων της EY, European Investment Monitor (EIM), κατέγραψε 35 επενδυτικά έργα στην Ελλάδα το 2024, έναντι 50 το 2023. Πρόκειται για την τέταρτη καλύτερη επίδοση στο διάστημα 25 ετών που παρακολουθεί η βάση δεδομένων. Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων πέντε ετών αντιπροσωπεύουν το 53% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η EY μέσω του EIM από το 2000.
Η ίδια έρευνα επιβεβαιώνει, επίσης, τη συνεχιζόμενη τάση βελτίωσης της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με την έμφαση να μετατοπίζεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας που μπορούν να συμβάλουν στον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Χαρακτηριστικά, οι επενδύσεις στον κλάδο του λογισμικού και των υπηρεσιών πληροφορικής αντιπροσωπεύουν το 26% του συνόλου, έναντι 15% πανευρωπαϊκά, ενώ 14% των ΑΞΕ κατευθύνθηκαν σε δραστηριότητες σχετικές με Internet Data Centers.
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα εκτιμούν, επίσης, ότι είχε θετική επίδραση η προσέγγιση της χώρας σε τομείς όπως τα δεδομένα και η τεχνολογία (65%), η βιώσιμη ανάπτυξη (64%), η Τεχνητή Νοημοσύνη / AI (63%), αλλά και η καινοτομία (58%) και το ρυθμιστικό πλαίσιο (56%).
Πιο επιφυλακτικοί εμφανίζονται οι επενδυτές σε ό,τι αφορά την προσέγγιση για την ανταγωνιστικότητα του φορολογικού περιβάλλοντος (46%) και την αγορά εργασίας (40%).
Παράλληλα, στην πρώτη θέση μεταξύ των κινδύνων για την ελκυστικότητα της χώρας τα επόμενα τρία χρόνια -από την πέμπτη θέση πέρσι- αναδεικνύονται οι γεωπολιτικές εντάσεις ή/και συγκρούσεις (39%), ενώ ακολουθούν οι μακροοικονομικές συνθήκες (32%), οι δασμοί και άλλα εμπόδια στο εμπόριο (28%), και η διασφάλιση ενέργειας ή κρίσιμων υλών (28%).
Θετικό είναι ακόμη το συμπέρασμα ότι οι τρεις στους πέντε συμμετέχοντες στην έρευνα (60%, έναντι 62% πέρσι), δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.
Ειδικότερα, μεταξύ των επιχειρήσεων που δεν έχουν σήμερα επενδυτική παρουσία στην Ελλάδα, το ποσοστό έχει αυξηθεί από 39% σε 41%. Συγχρόνως, 63% (από 69% πέρσι) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Το ποσοστό αυτό συγκρίνεται θετικά με το αντίστοιχο για το σύνολο της Ευρώπης (61%), και άλλων υπό σύγκριση χωρών, όπως η Πορτογαλία, η Ρουμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ υστερεί, μόνο έναντι της Γαλλίας και του Βελγίου.
Επίσης, με δεδομένη τη μεγάλη πρόκληση της επαναβιομηχάνισης της χώρας, οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν πώς κρίνουν την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως προορισμού για επενδύσεις που σχετίζονται με την εκβιομηχάνιση. Συνολικά, 76% των ερωτώμενων θεωρούν την Ελλάδα ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις εκβιομηχάνισης, εκ των οποίων 20% ως «πολύ ελκυστικό». Οι καλύτερες προοπτικές για επενδύσεις αυτού του είδους εντοπίζονται στην ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των ΑΠΕ (45%), στη ναυτιλία (42%), και στον φαρμακευτικό κλάδο και τη βιοτεχνολογία (37%).