Στην τελική ευθεία μπαίνει ο νέος μηχανισμός στήριξης της ενεργοβόρας βιομηχανίας, με την κυβέρνηση να ετοιμάζει ανακοινώσεις μέσα στις επόμενες ημέρες. Το σχήμα που κλειδώνει παραπέμπει ευθέως στο λεγόμενο «ιταλικό μοντέλο», προσαρμοσμένο όμως στα ελληνικά δεδομένα. Η φόρμουλα θα περιλαμβάνει πιο περιορισμένη περίμετρο δικαιούχων και αυστηρή συμμόρφωση με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ.
Χρηματοδότηση 200 εκατ. ευρώ χωρίς βάρος για τον προϋπολογισμό
Το συνολικό πακέτο στήριξης υπολογίζεται γύρω στα 200 εκατ. ευρώ χωρίς να επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, σύμφωνα με πληροφορίες.
Η χρηματοδότηση θα προέλθει αποκλειστικά από τα έσοδα του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ). Ένα σκέλος, περίπου 50 εκατ. ευρώ, θα προκύψει από την αύξηση του ποσοστού των εσόδων που κατευθύνονται στις αντισταθμίσεις CO₂, από 20% σε 25%, ενώ το υπόλοιπο, περί τα 150 εκατ. ευρώ, θα στηρίξει τον μηχανισμό του φθηνού ρεύματος από ΑΠΕ.
Με αυτόν τον τρόπο, το ΥΠΕΝ επιχειρεί να «κουμπώσει» τη βιομηχανική στήριξη πάνω σε υφιστάμενα ευρωπαϊκά εργαλεία, αποφεύγοντας προσκόμματα από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Κομισιόν.
Ο πυρήνας του μηχανισμού δεν είναι μια κλασική επιδότηση, αλλά ένα είδος «ενεργειακού συμβολαίου» με αντάλλαγμα. Οι μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες θα έχουν πρόσβαση, για μια τριετία, σε ρεύμα από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας σε σταθερή τιμή που, σύμφωνα με τις έως τώρα πληροφορίες, θα κινείται μεταξύ 55–65 €/MWh.
Σε αντάλλαγμα, οι επιχειρήσεις θα υποχρεωθούν σε βάθος 20ετίας να υλοποιήσουν ή να συγχρηματοδοτήσουν νέα έργα ΑΠΕ – είτε αυτόνομα, είτε σε συνεργασία με παραγωγούς – επιστρέφοντας ουσιαστικά στο σύστημα την ενέργεια που έλαβαν σήμερα σε προνομιακό κόστος.
Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή «ενεργειακού δανείου» με άμεσο όφελος στα τιμολόγια για τρία χρόνια και μακροχρόνια δέσμευση για πράσινες επενδύσεις.
Γιατί επιλέχθηκε το ιταλικό μοντέλο
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι η ελληνική πρόταση έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να ακολουθεί κατά γράμμα το πλαίσιο που εφαρμόζει ήδη η Ιταλία, ακριβώς για να εξασφαλιστεί γρήγορη και «καθαρή» έγκριση από τις Βρυξέλλες.
Αυτό σημαίνει ότι η κάλυψη του ενεργειακού κόστους δεν μπορεί να αγγίξει τα επίπεδα 80% ή 100% που ζητούσε ο ΣΕΒ και το «ταβάνι» στήριξης θα κινείται κοντά στο 25% του ενεργειακού κόστους για τις επιλέξιμες επιχειρήσεις, όπως προβλέπει το ιταλικό μοντέλο.
Στόχος δεν είναι να «εξαφανιστεί» το κόστος, αλλά να μειωθεί η ψαλίδα ανάμεσα στην ελληνική και την ευρωπαϊκή βιομηχανία, ώστε οι εγχώριες επιχειρήσεις να σταθούν πιο ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές.
Ποιοι κερδίζουν – ποιοι μένουν εκτός
Στη ζώνη των δικαιούχων εκτιμάται ότι εντάσσονται περίπου 60 μεγάλες ενεργοβόρες βιομηχανίες, με συνολική κατανάλωση γύρω στις 6 TWh ετησίως. Πρόκειται κυρίως για κλάδους όπως μέταλλα, τσιμέντα, χαρτί, χημικά και άλλες βαριές βιομηχανίες, που πλήττονται αμέσως από τις μεταβολές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού.
Εκτός μένουν, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής πληροφορίες, κλάδοι όπως τα σούπερ μάρκετ και άλλες μεγάλες αλυσίδες λιανεμπορίου, παρά το υψηλό ενεργειακό αποτύπωμά τους. Η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να κρατήσει στενό το εύρος των δικαιούχων, προκειμένου να μη «φουσκώσει» επικίνδυνα ο δημοσιονομικός λογαριασμός.
Η απόκλιση από την πρόταση του ΣΕΒ
Η αρχική πρόταση του ΣΕΒ ήταν πολύ πιο φιλόδοξη – και προέβλεπε 100% κάλυψη του ενεργειακού κόστους για 11 μεγάλες βιομηχανίες υψηλής τάσης και 67 επιχειρήσεις μέσης τάσης, ένταξη άνω των 300 βιομηχανιών μέσης τάσης με κάλυψη 80% και συνολικό κόστος άνω των 280 εκατ. ευρώ.
Η κυβέρνηση κινήθηκε σε σαφώς πιο «σφιχτή» κατεύθυνση, τόσο ως προς το ύψος της στήριξης όσο και ως προς τον αριθμό των δικαιούχων, εκτιμώντας ότι μια υπερβολικά διευρυμένη πρόταση δεν θα περνούσε ποτέ από τον έλεγχο ανταγωνισμού της ΕΕ.
Τι σημαίνει για την επόμενη μέρα της βιομηχανίας
Για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις, η σταθεροποίηση του ενεργειακού κόστους για τρία χρόνια, σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από τη χονδρική, αποτελεί μια κρίσιμη ανάσα. Οι ίδιοι οι βιομήχανοι επισημαίνουν εδώ και καιρό ότι το κόστος ρεύματος στην Ελλάδα κινείται περίπου στο διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και ζητούν σταθερό πλαίσιο τιμών, προβλεψιμότητα και παράλληλα φορολογικά και ρυθμιστικά κίνητρα για επενδύσεις.
Αν ο μηχανισμός λειτουργήσει όπως σχεδιάζεται, μπορεί να συνδυάσει δύο στόχους:
- βραχυπρόθεσμη στήριξη της ανταγωνιστικότητας,
- μακροπρόθεσμη ώθηση σε νέες επενδύσεις ΑΠΕ από τον ίδιο τον βιομηχανικό κλάδο.
Οι τελικές λεπτομέρειες του πλαισίου αναμένεται να οριστικοποιηθούν με την επιστροφή του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρου Παπασταύρου, από τις επαφές του στο εξωτερικό.
