Ανοδική πορεία εμφανίζει η αγορά χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας μέσα στον Δεκέμβριο, με τα τελευταία στοιχεία να ενισχύουν τις ανησυχίες ότι το αυξημένο κόστος παραγωγής μπορεί να περάσει – έστω και εν μέρει – στους λογαριασμούς των καταναλωτών από τον Ιανουάριο.
H εικόνα στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας καταγράφει αύξηση της τάξης του 5%, εξέλιξη που αναμένεται να επηρεάσει τις τελικές αποφάσεις των παρόχων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αγοράς Επόμενης Ημέρας στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, η μέση χρηματιστηριακή τιμή από την 1η Δεκεμβρίου ανέρχεται ως τώρα στα 112,76 ευρώ/MWh, έναντι 106,97 ευρώ/MWh την αντίστοιχη περίοδο του Νοεμβρίου.
Οι πάροχοι θα διαμορφώσουν τα τιμολόγια του Ιανουαρίου 2026 συγκρίνοντας τις μέσες χονδρεμπορικές τιμές του Δεκεμβρίου με εκείνες του Νοεμβρίου. Οι ανακοινώσεις που αναμένονται αφορούν κυρίως τα ειδικά (πράσινα) τιμολόγια, αλλά και τα κίτρινα προγράμματα ρεύματος.
Υπενθυμίζεται ότι για τον Δεκέμβριο, παρότι οι χρηματιστηριακές τιμές του Νοεμβρίου είχαν κλείσει χαμηλότερα, οι μεγάλοι προμηθευτές επέλεξαν να διατηρήσουν αμετάβλητα τα πράσινα τιμολόγια, ενώ μικρότεροι παίκτες της αγοράς προχώρησαν σε αυξήσεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι τον Δεκέμβριο, μέχρι στιγμής, δεν έχουν καταγραφεί αρνητικές τιμές, σε αντίθεση με τον Νοέμβριο, όταν η αγορά είχε «αγγίξει» τα - 4,5 ευρώ/MWh, λόγω υψηλής παραγωγής από ΑΠΕ.
Με βάση το ισχύον πλαίσιο τιμολόγησης, η πορεία της χονδρικής αγοράς τον Δεκέμβριο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για τα κυμαινόμενα τιμολόγια του Ιανουαρίου. Εφόσον η μέση τιμή «κλειδώσει» σε επίπεδα άνω των 114 –115 ευρώ/MWh, ενισχύονται τα σενάρια για ανοδικές προσαρμογές, εκτός αν οι προμηθευτές επιλέξουν να απορροφήσουν μέρος της επιβάρυνσης μέσω εμπορικών εκπτώσεων.
Αλλάζει το μείγμα: Περισσότερα ορυκτά καύσιμα, λιγότερες ΑΠΕ
Η εξέλιξη των τιμών συνδέεται άμεσα με τη μεταβολή του ενεργειακού μείγματος. Τον Δεκέμβριο παρατηρείται ενίσχυση της συμμετοχής του φυσικού αερίου και του λιγνίτη, καθώς οι χειμερινές συνθήκες περιορίζουν την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές.
Ειδικότερα, το φυσικό αέριο αυξάνει το μερίδιό του από 37,25% τον Νοέμβριο σε 45,34% τον Δεκέμβριο. Ο λιγνίτης σχεδόν διπλασιάζει τη συμμετοχή του, από 4,42% σε 7,94%. Αντίθετα, οι ΑΠΕ υποχωρούν αισθητά, από 43,9% σε 32,53%, καταγράφοντας πτώση άνω των 11 ποσοστιαίων μονάδων. Παράλληλα, μειώνεται και η συμβολή των εισαγωγών, οι οποίες περιορίζονται στο 5,85% από 8,08% τον Νοέμβριο.
Η εικόνα αυτή αποτυπώνει το κλασικό «χειμερινό μοτίβο» της αγοράς, όπου η χαμηλότερη παραγωγή από ΑΠΕ οδηγεί σε αυξημένη χρήση θερμικών μονάδων, με άμεσο αντίκτυπο στο κόστος.
Το «αγκάθι» του φυσικού αερίου και η ανάλυση του Green Tank
Τη δομική διάσταση του προβλήματος αναδεικνύει και πρόσφατη ανάλυση του The Green Tank, σύμφωνα με την οποία οι υψηλές τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα συνδέονται άμεσα με την εκτεταμένη χρήση φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή, σε συνδυασμό με την ανεπαρκή ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης.
Η μελέτη, βασισμένη σε στοιχεία του ENTSO-E, δείχνει ότι η ελληνική αγορά συγκαταλέγεται συστηματικά στις ακριβότερες της Ευρώπης, ειδικά σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία, η οποία διαθέτει παρόμοια χαρακτηριστικά αλλά σημαντικά χαμηλότερες τιμές στην προημερήσια αγορά.
Ενδεικτικά, μετά τον Απρίλιο του 2022, η ελληνική αγορά ήταν κατά μέσο όρο 36% ακριβότερη, με σχεδόν διπλάσια μεταβλητότητα τιμών. Καθοριστικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι το φυσικό αέριο διατηρεί στην Ελλάδα μερίδιο άνω του 32% και κατά μέσο όρο 43,9%, όταν στην Πορτογαλία κινείται γύρω στο 14%.
Αποθήκευση: Ο «χαμένος κρίκος»
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στο ζήτημα της αποθήκευσης. Η Ελλάδα παραμένει στα 0,7 GW, περιορίζοντας τις δυνατότητες εξομάλυνσης των τιμών, όταν την ίδια στιγμή άλλες ευρωπαϊκές χώρες σημειώνουν πολύ μεγαλύτερα νούμερα στον κλάδο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πορτογαλία, η οποία διαθέτει 3,71 GW αντλησιοταμίευσης, επιτρέποντας τη μεταφορά φθηνής ενέργειας από ΑΠΕ στις ώρες αιχμής.
Όπως σημειώνει ο αναλυτής πολιτικής του Green Tank, Νίκος Μάντζαρης, η διατήρηση της εξάρτησης από το ορυκτό αέριο αποδυναμώνει τις ευεργετικές επιδράσεις των ΑΠΕ στις τιμές. «Ο συνδυασμός ΑΠΕ και αποθήκευσης μπορεί να αποτελέσει τον βασικό μοχλό για ουσιαστική και μακροπρόθεσμη μείωση του κόστους ηλεκτρισμού», υπογραμμίζει.
