Χωρίς φρένο συνεχίζεται η άνοδος στις τιμές του πετρελαίου, καθώς χθες το πρωί το +3% εξελίχθηκε σε άλμα άνω του 5%. Η τιμή του βαρελιού βορειοαμερικανικού πετρελαίου της ποικιλίας WTI αυξήθηκε κατά 5,52% στα 61,73 δολάρια το βαρέλι, ενώ αυτή του βαρελιού Brent κατά 5,34%, στα 65,93 δολάρια.
Αφετηρία της ανοδικής αυτής τάσης ήταν η απόφαση της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επιβάλει νέες κυρώσεις στις δύο μεγαλύτερες ρωσικές πετρελαϊκές, Rosneft και Lukoil, επικαλούμενη «έλλειψη σοβαρής δέσμευσης» της Μόσχας σε ειρηνευτική διαδικασία για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Η κίνηση θεωρείται στροφή 180 μοιρών από τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος μέχρι πρόσφατα άφηνε ανοικτό παράθυρο συνάντησης με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Πέρα από το πετρέλαιο, ανοδικό σήμα δόθηκε και σε μετοχές του κλάδου (BP, Shell, TotalEnergies) καθώς και στο φυσικό αέριο Ευρώπης.
Παρά το τελευταίο «ξεπέταγμα», το ευρύτερο πλαίσιο παραμένει πιο σύνθετο. Από την αρχή του έτους, το WTI γράφει -16% και το Brent σχεδόν -14%, ενώ ο ΟΠΕΚ+ με επικεφαλής Σαουδική Αραβία και Ρωσία αυξάνει παραγωγή επί μήνες, χτίζοντας εικόνα υπερπροσφοράς που δρα ως «καπάκι» στις τιμές. Σε αυτό το φόντο, η UBS μιλά για «βραχυπρόθεσμη αστάθεια» μετά τις κυρώσεις και βλέπει εύρος 60–70 δολ./βαρέλι για το Brent. «Κρίσιμο να παρακολουθεί κανείς την εφαρμογή των μέτρων και τυχόν αντιδράσεις άλλων παραγωγών στην προσφορά», σημειώνει ο οίκος.
Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις θέτουν ανοιχτά ζητήματα για τις ροές ρωσικού αργού προς βασικούς αγοραστές. «Το βασικό ερώτημα είναι αν αρκούν για να αποτρέψουν Κίνα και Ινδία», επισημαίνει ο Γουόρεν Πάτερσον (ING). Στελέχη ινδικών διυλιστηρίων αφήνουν να εννοηθεί ότι οι περιορισμοί δυσκολεύουν τη συνέχιση εισαγωγών, ενώ ο Τραμπ προανήγγειλε επαφές με τον Σι Τζινπίνγκ και ανέφερε διαβεβαιώσεις από τον Ναρέντρα Μόντι για παύση αγορών. Τα δύο κράτη είχαν αναδειχθεί στους μεγαλύτερους αποδέκτες ρωσικού πετρελαίου μετά την εισβολή, καθώς η Δύση περιόρισε τις συναλλαγές με τη Μόσχα.
Σε όρους βαρύτητας, Rosneft και Lukoil αντιπροσωπεύουν περίπου το μισό των ρωσικών εξαγωγών αργού, ενώ τα έσοδα από πετρέλαιο/αέριο συνεισφέρουν περίπου το ένα τέταρτο του ρωσικού ομοσπονδιακού προϋπολογισμού. Η κίνηση της Ουάσιγκτον διαφοροποιείται από την προηγούμενη στρατηγική του G7 (ανώτατο όριο τιμών), που στόχευε να απομειώσει έσοδα χωρίς να τραυματίσει την προσφορά. «Η αγορά θα χρειαστεί χρόνο για να χωνέψει τι σημαίνει πρακτικά», σχολιάζει η Βαντάνα Χάρι (Vanda Insights), προειδοποιώντας για πιθανές επιπτώσεις σε διυλιστήρια Ινδίας και Κίνας.
Φαίνεται, λοιπόν, πως βραχυπρόθεσμα, το «σοκ» από τις κυρώσεις τροφοδοτεί ράλι και μεταβλητότητα, με τις αγορές να αποτιμούν τον κίνδυνο διαταραχών στις ροές. Μεσοπρόθεσμα, η υπερπροσφορά—εφόσον επιβεβαιωθεί από τον ΟΠΕΚ+—και τα υψηλά αποθέματα περιορίζουν το περιθώριο μόνιμης ανόδου. Το βασικό ταμπλό θα κριθεί από την αυστηρότητα και την εφαρμογή των μέτρων, τη στάση Κίνας–Ινδίας και τις επόμενες αποφάσεις του ΟΠΕΚ+. Μέχρι τότε, η αγορά πετρελαίου δείχνει έτοιμη για «κυλιόμενες» εκπλήξεις, με κάθε πολιτικό σήμα να μεταφράζεται σε γρήγορες κινήσεις τιμών.
Τα ελλείμματα «πνίγουν» τις οικονομίες του ΟΠΕΚ — Ανοικτές κάνουλες για δημοσιονομική ανάσα
Στο μεταξύ, υψηλές δημοσιονομικές πιέσεις φέρνουν τις τελευταίες ημέρες αρκετά μέλη του ΟΠΕΚ σε δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στην πειθαρχία παραγωγής και την ανάγκη για έσοδα. Οι κυβερνήσεις, βλέποντας τα ελλείμματα να διευρύνονται, κρατούν τις κάνουλες ανοικτές, ακόμη κι αν αυτό περιορίζει την ανοδική προοπτική στις τιμές.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αναθεώρησε ανοδικά την πρόβλεψη για το φετινό δημοσιονομικό έλλειμμα. Πλέον υπολογίζεται στα 65,3 δισ. δολάρια, ή 5,3% του ΑΕΠ. Στη Νιγηρία, το ΔΝΤ αναμένει το έλλειμμα να ξεπεράσει το 4,7% φέτος. Στο Ιράκ, η απόκλιση προβλέπεται να εκτιναχθεί από 4,2% πέρυσι σε 7,5% το 2025 και 9,2% το 2026, ενώ η Αλγερία δίνει μάχη με ένα έλλειμμα κοντά στο 14%. Πιο ομαλή εμφανίζεται η εικόνα στο Ομάν (1,4%) και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, όπου καταγράφεται μεν πλεόνασμα αλλά μικρότερο από προηγούμενες χρονιές.
Σε αυτό το περιβάλλον, το δίλημμα είναι σαφές: περισσότερα βαρέλια σημαίνουν άμεσα φορολογικά έσοδα και ρευστότητα, αλλά ταυτόχρονα ασκούν καθοδική πίεση στις διεθνείς τιμές. Η πρόσφατη χαλάρωση των περιορισμών παραγωγής που αποφάσισε ο ΟΠΕΚ ερμηνεύεται από αναλυτές κυρίως ως «ευθυγράμμιση» με τα πραγματικά επίπεδα άντλησης ορισμένων μελών και όχι ως σήμα για νέα αύξηση.
Προς το παρόν, η εξίσωση μοιάζει να ευνοεί τη διατήρηση της παραγωγής σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αντί για περαιτέρω σύσφιξη. Η συμπεριφορά πολλών μελών υποδηλώνει περιορισμένη πίστη στη δυνατότητα του καρτέλ να στηρίξει διαρκώς τις τιμές μέσω μειώσεων, ιδιαίτερα όταν τα δημοσιονομικά «καίνε». Παράλληλα, η αγορά φαίνεται πως υποτίμησε το βάρος του δημοσιονομικού παράγοντα στους τελευταίους μήνες των εκτιμήσεών της.
Ωστόσο, εάν Brent και WTI διολισθήσουν κάτω από «κρίσιμα» επίπεδα, εκτιμάται ότι ο ΟΠΕΚ θα επανέλθει με πιο αποφασιστικές κινήσεις για να αποκαταστήσει την ισορροπία. Έως τότε, οι δημοσιονομικές ανάγκες των παραγωγών θα επηρεάζουν τον ρυθμό παραγωγής.
