Μέσα σε ένα ολοένα και πιο σύνθετο τοπίο που διαμορφώνεται γύρω από το πετρέλαιο, οι ηγέτες του ΟΠΕΚ+, Σαουδική Αραβία και Ρωσία, προωθούν έναν ακόμα στόχο: την αντιμετώπιση της αμερικανικής παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου για να κερδίσουν πίσω μερίδιο αγοράς από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο ΟΠΕΚ+ δεν έχει κηρύξει ακόμα τον πόλεμο των τιμών, ωστόσο ο οργανισμός επιθυμεί να ελέγξει εκ νέου το μερίδιο που σήμερα έχουν οι ΗΠΑ, καθώς αυτό θα τους επέτρεπε να έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη στην εξέλιξη των τιμών και έναντι της Ουάσιγκτον.
Θυμίζουμε πως ο σχιστόλιθος αποδείχθηκε «game changer» για την αγορά των ΗΠΑ αλλάζοντας όχι μόνο την ισορροπία προσφοράς-ζήτησης, αλλά και τη γεωπολιτική ισορροπία. Η σχιστολιθική επανάσταση στις ΗΠΑ δεν άλλαξε μόνο την ενεργειακή στρατηγική της Ουάσιγκτον, αλλά και τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς της, γεγονός που τη μετέτρεψε σε μία ενεργειακή υπερδύναμη.
Χάρη στην εγχώρια παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, οι ΗΠΑ δεν χρειάζονταν πια να αγωνιούν για την ασφάλεια των εφοδιαστικών αλυσίδων σε μέρη του πλανήτη όπως η Μέση Ανατολή. Παράλληλα, ο Λευκός Οίκος μπορούσε να αξιοποιεί την αμερικανική παραγωγή ως μέσο ελέγχου των τιμών, αποτρέποντας άλλους μεγάλους παίκτες όπως η Σαουδική Αραβία ή η Ρωσία από το να προκαλούν σοκ στην αγορά.
Τώρα, οι κινήσεις της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας δεν είναι απλώς τεχνικές αλλά το εναρκτήριο λάκτισμα ενός νέου πολέμου φθοράς απέναντι στους απείθαρχους συμμάχους του καρτέλ, αλλά και, κυρίως, απέναντι στο σχιστολιθικό πετρέλαιο των ΗΠΑ.
Δέκα αξιωματούχοι και στελέχη του κλάδου με γνώση της στρατηγικής του καρτέλ επιβεβαίωσαν στο Reuters πως ο απώτερος στόχος είναι να τεθεί υπό πίεση η αμερικανική παραγωγή, ειδικά τα μικρότερα ανεξάρτητα σχήματα.
Το μήνυμα που στέλνεται είναι ξεκάθαρο, καθώς όσο η τιμή παραμένει κάτω από τα 60 δολάρια το βαρέλι, τα επενδυτικά πλάνα των αμερικανικών κολοσσών σχιστολιθικού πετρελαίου θα βυθίζονται στην αβεβαιότητα.
Με τις καλύτερες γεωτρήσεις του Permian να έχουν ήδη εξαντληθεί και την απόδοση να μειώνεται στις δευτερεύουσες περιοχές, οι Αμερικανοί παραγωγοί βλέπουν το κόστος τους να αυξάνεται.
Σύμφωνα με τη Fed του Ντάλας, για να είναι βιώσιμη η εξόρυξη για τους Αμερικανούς παραγωγούς οι τιμές του αργού πρέπει να είναι τουλάχιστον 62 – 65 δολάρια το βαρέλι. Αντίθετα, η Σαουδική Αραβία μπορεί να παράγει ακόμη και με… 5 δολάρια το βαρέλι, ενώ η Ρωσία με 10 έως 20 δολάρια.
Για τους Σαουδάραβες, είναι ξεκάθαρο: «Θα είμαστε ο τελευταίος παίκτης που θα μείνει όρθιος». Και η Μόσχα, αν και πιο επιφυλακτική λόγω των δημοσιονομικών της αναγκών, βλέπει με ικανοποίηση την τιμή να πλησιάζει το όριο των 60 δολαρίων – όσο διαρκεί η Δύση το πλαφόν στις ρωσικές εξαγωγές.
Βέβαια, η πίεση στην αμερικανική αγορά σχιστολιθικού πετρελαίου δεν προέρχεται μόνο από το Ριάντ και τη Μόσχα. Ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ ζητά διαρκώς «φθηνότερο πετρέλαιο» – όπως απαίτησε πρόσφατα και πριν την επίσκεψή του στη Σαουδική Αραβία (13–14 Μαΐου).
Όμως τα στοιχεία λένε το αντίθετο. Οι δασμοί που έχει επιβάλει σε χάλυβα και εξοπλισμό ανεβάζουν το κόστος για τις αμερικανικές εταιρείες. Η παγκόσμια αβεβαιότητα από τον εμπορικό πόλεμο ρίχνει τη ζήτηση. Και τώρα, οι χαμηλές τιμές που ζητά επιτακτικά ο ίδιος, θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών μικρομεσαίων παραγωγών των ΗΠΑ.
Ήδη, η Diamondback Energy έχει ανακοινώσει μείωση παραγωγής και επενδύσεων. Η ConocoPhillips προειδοποιεί ότι αν η τιμή πέσει κάτω από τα 50 δολάρια, θα σταματήσουν τα projects τους ακόμα και οι μεγάλοι. Και η παραγωγή στις ΗΠΑ φαίνεται να βρίσκεται σε σημείο καμπής – όπως παραδέχεται ο επικεφαλής της Surge Energy.
Το 60% της αμερικανικής παραγωγής πετρελαίου ανήκει πλέον σε κολοσσούς όπως η Exxon, η Chevron και η BP. Αυτοί αντέχουν – προς το παρόν. Οι μικρότεροι, όμως, πληρώνουν ήδη το τίμημα, καθώς δεν έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ για να μετακυλήσουν τα κόστη, ούτε επενδυτική στήριξη για να αντέξουν τον πόλεμο τιμών.
Ο Τραμπ υπόσχεται επιστροφή στην «ενεργειακή κυριαρχία», αλλά ο συνδυασμός φθηνού πετρελαίου, εμπορικών δασμών και παγκόσμιας αστάθειας ωθεί την αμερικανική παραγωγή σε συρρίκνωση.
Ο ΟΠΕΚ+ δείχνει έτοιμος να ρισκάρει μια περίοδο χαμηλών τιμών, ακόμη κι αν χρειαστεί να δανειστεί η Σαουδική Αραβία ή να πιεστεί ο ρωσικός προϋπολογισμός.
Η επανάληψη ενός πολέμου τιμών ανάλογου με εκείνου που είχαμε ζήσει το 2014 είναι κάτι παραπάνω από πιθανός. Αλλά αυτή τη φορά η αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου δεν είναι τόσο ευέλικτη – και η πολιτική της ίδιας της Ουάσιγκτον λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντά της.
Θυμίζουμε, όμως, ότι ο τελευταίος πόλεμος τιμών του ΟΠΕΚ κατά των Αμερικανών παραγωγών πριν από περίπου 10 χρόνια κατέληξε σε αποτυχία, καθώς οι ανακαλύψεις στην τεχνολογία και τις γεωτρήσεις επέτρεψαν στις αμερικανικές εταιρείες σχιστόλιθου να μειώσουν το κόστος, να ανταγωνιστούν σε χαμηλότερες τιμές και τα επόμενα χρόνια να πάρουν μερίδιο αγοράς από τον 12μελή όμιλο.
Έντεκα χρόνια μετά όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά και η επανάληψη ενός πολέμου τιμών ανάλογου με εκείνου που είχαμε ζήσει το 2014 είναι παραπάνω από πιθανός. Αυτήν, όμως, τη φορά, η αμερικανική βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου δεν είναι τόσο ευέλικτη και η πολιτική της ίδιας της Ουάσιγκτον λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντά της. Φαίνεται πως Σαουδική Αραβία και Ρωσία έχουν έναν απροσδόκητο σύμμαχο: τον Τραμπ.
Στο μεταξύ, στις αρχές αυτού του μήνα, η ομάδα του OPEC+ με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία συμφώνησε να αυξήσει τη συλλογική παραγωγή κατά 411.000 βαρέλια την ημέρα (bpd) τον Ιούνιο, σχεδόν τριπλάσια από την αρχικά προγραμματισμένη ποσότητα. Η κίνηση αυτή έρχεται μετά από μια παρόμοια αύξηση που ανακοινώθηκε για τον Μάιο και σηματοδοτεί μια απότομη αντιστροφή από τις προσπάθειες του ΟΠΕΚ+ για την υπεράσπιση των τιμών του πετρελαίου.