Σε τροχιά νέας πολιτικής διαβούλευσης εισέρχεται το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου. Την Τετάρτη 12 Νοεμβρίου προγραμματίζεται τριμερής σύσκεψη με τη συμμετοχή του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρου Παπασταύρου, του Κύπριου ομολόγου του Γιώργου Παπαναστασίου και του Ευρωπαίου Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκεσεν.
Σε μια πρωτοβουλία του Επιτρόπου, στόχος της τριμερούς είναι να αποσαφηνιστεί ο οδικός χάρτης υλοποίησης και όλα τα ανοιχτά επιμέρους θέματα, σε μια συγκυρία όπου το έργο χρειάζεται καθαρά σήματα πολιτικής βούλησης, αλλά κυρίως λύσεις στα τεχνικο-οικονομικά μέτωπα με έμφαση, όμως στο γεωπολιτικό, που εξακολουθεί να είναι ο «ελέφαντας στο δωμάτιο».
Τα «ανοιχτά μέτωπα»
Παρά τη σταθερή στήριξη σε επίπεδο δηλώσεων, πληροφορίες συγκλίνουν ότι οι βασικές εκκρεμότητες δεν έχουν κλείσει. Καθοριστική θεωρείται η μη ολοκλήρωση του concession agreement, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για τον οριστικό προσδιορισμό και την έγκριση του λειτουργικού κόστους της διασύνδεσης. Χωρίς αυτό, η ωρίμανση του σχήματος χρηματοδότησης και η κατανομή ρίσκων παραμένουν θολές.
Ανεπίλυτο παραμένει και το ζήτημα της κάλυψης τελών χρήσης δικτύου από την κυπριακή πλευρά για το 2025, ύψους περίπου 25 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, δεν υπάρχει νεότερη εξέλιξη αναφορικά με την προσφυγή που αφορά την αναγνώριση συνολικής δαπάνης του ΑΔΜΗΕ περίπου 250 εκατ. ευρώ, στοιχείο κρίσιμο για την ταμειακή εξισορρόπηση του έργου και την κεφαλαιακή του στήριξη.
Οι εκκρεμότητες δεν εντοπίζονται μόνο στη Λευκωσία. Και στην Αθήνα εκκρεμεί η τυπική θωράκιση των τελών χρήσης δικτύου. H σχετική απόφαση της ΡΑΑΕΥ δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταβληθούν τα τιμολόγια του 2025 από τους Έλληνες καταναλωτές. Η καθυστέρηση αυτή επηρεάζει την ορατότητα εσόδων για τον Διαχειριστή και, κατ’ επέκταση, την τραπεζική χρηματοδότηση του έργου.
Στο παρασκήνιο, επανέρχεται και η συζήτηση για ενδεχόμενη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του ΑΔΜΗΕ. Αν και δεν επιβεβαιώνεται, πηγές με γνώση του προγράμματος επενδύσεων επισημαίνουν ότι οι ανάγκες κεφαλαίου για τα έργα μεταφοράς που «τρέχουν» είναι σημαντικές — άρα όλα τα εργαλεία χρηματοδότησης βρίσκονται υπό εξέταση, από εταιρικά κεφάλαια έως ρυθμιστικές αποδόσεις και ενωσιακούς πόρους.
Σε κάθε περίπτωση, η στήριξη από την ΕΕ παραμένει ακλόνητη, κάτι που αποδεικνύεται για ακόμα μια φορά με την πρωτοβουλία Γιόργκεσεν για τη διεξαγωγή της τριμερούς.
Η συνάντηση της 12ης Νοεμβρίου καλείται να δώσει απαντήσεις και ένα σαφές πλαίσιο ώστε να «κλειδώσουν» χρηματοδότηση και προθεσμίες. Χωρίς αυτά, το εμβληματικό καλώδιο κινδυνεύει να παραμείνει σε μετέωρο βήμα, παρά τη γεωπολιτική του αξία για την ασφάλεια εφοδιασμού και την ενσωμάτωση ΑΠΕ στο νησιωτικό σύστημα.
Ισραηλινά σήματα στήριξης και νέα πρόταση επίσπευσης από το Τελ Αβίβ
Στο μεταξύ, νέο μήνυμα για να μη χαθεί άλλος χρόνος εκπέμπεται από το Τελ Αβίβ, με τον υπουργό Ενέργειας του Ισραήλ, Ελί Κοέν, να προτείνει σε συνέντευξή του στην Καθημερινή να αντιστραφεί η ακολουθία των φάσεων: αντί να προηγηθεί η γραμμή Κρήτη–Κύπρος και να ακολουθήσει το τμήμα Κύπρος–Ισραήλ, να ξεκινήσει άμεσα η διασύνδεση Ισραήλ–Κύπρου ώστε να κερδηθεί χρόνος. Η παρέμβασή του επανέφερε ψηλά στην ατζέντα ένα έργο που θεωρείται κρίσιμο για την ενεργειακή ασφάλεια και την αλληλοτροφοδότηση συστημάτων σε συνθήκες αστάθειας.
Παράλληλα, στο διπλωματικό πεδίο καταγράφεται σήμα ενθάρρυνσης από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο κοινό ανακοινωθέν του σχήματος «3+1» —Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ με τη συμμετοχή των ΗΠΑ— γίνεται αναφορά στην ενίσχυση έργων διασυνδεσιμότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, ένδειξη που ερμηνεύεται ως ομπρέλα στήριξης και για τον GSI, παρότι δεν κατονομάζεται ρητά. Την ίδια γραμμή ανέδειξε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Διατλαντική Σύνοδο P-TEC, υπογραμμίζοντας ότι η περιοχή λειτουργεί ως συμπληρωματικός πυλώνας της δυτικής ενεργειακής ασφάλειας και της ευρωπαϊκής διαφοροποίησης πηγών και οδεύσεων.
Η επανεκκίνηση του «3+1» μετά από σχεδόν πέντε χρόνια αδράνειας προσφέρει στην Αθήνα έναν επιπλέον θεσμικό δίαυλο συνεργασίας με Ουάσιγκτον, Τελ Αβίβ και Λευκωσία, την ώρα που το Ισραήλ έχει εντάξει το σκέλος Κύπρος–Ισραήλ υπό την ομπρέλα του Διαδρόμου Ινδίας–Μέσης Ανατολής–Ευρώπης (IMEC) για καλύτερο συντονισμό με τον υπερατλαντικό παράγοντα. Ωστόσο, το πολιτικό σήμα από μόνο του δεν αρκεί για να άρει τα σύνθετα οικονομικά και γεωπολιτικά εμπόδια. Η Άγκυρα κλιμακώνει τη ρητορική της αμφισβητώντας την ελληνική ΑΟΖ και τη δυνατότητα έκδοσης NAVTEX, επιχειρώντας να αποκτήσει λόγο σε κάθε ενεργειακό εγχείρημα της περιοχής.
Για Αθήνα και Λευκωσία, η εξίσωση απαιτεί τεχνική ωρίμανση, αξιόπιστη χρηματοδότηση και καθαρό χρονοδιάγραμμα. Αν η πρόταση Κοέν για εκκίνηση από τον άξονα Ισραήλ–Κύπρου προχωρήσει, ο GSI μπορεί να αποκτήσει γρηγορότερο ορίζοντα υλοποίησης, διατηρώντας ταυτόχρονα τη στρατηγική στόχευση μιας τριπλής γέφυρας Κρήτης–Κύπρου–Ισραήλ που θωρακίζει την περιοχή απέναντι στις κρίσεις της επόμενης ημέρας.
