Η Λευκωσία παίζει καθυστερήσεις και ΗΠΑ - Κομισιόν πιέζουν για το project
Καλώδιο Ελλάδας με Κύπρο

Η Λευκωσία παίζει καθυστερήσεις και ΗΠΑ - Κομισιόν πιέζουν για το project

Μηνύματα που στην πράξη παραπέμπουν σε «πάγωμα» των αποφάσεων για την ηλ. διασύνδεση Ελλάδας- Κύπρου στέλνει τις τελευταίες ημέρες η Λευκωσία, παρά το ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο το έργο εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται ως στρατηγική προτεραιότητα.

Το πρώτο καμπανάκι ήρθε με τον πρόσφατο ανασχηματισμό στην Κύπρο, ο οποίος και απομάκρυνε από το χαρτοφυλάκιο της Ενέργειας τον Γιώργο Παπαναστασίου, έναν από τους ελάχιστους σταθερούς υποστηρικτές της διασύνδεσης εντός της κυπριακής κυβέρνησης. Η αποχώρησή του, σε συνδυασμό με την παραμονή του υπουργού Οικονομικών Μάκη Κεραυνού, που έχει εκφράσει δημόσια σκεπτικισμό έως και κάθετη αντίθεση για την υλοποίηση του έργου, ερμηνεύεται από παράγοντες της αγοράς ως μετατόπιση του πολιτικού ισοζυγίου προς μια γραμμή αναστολής ή επαναδιαπραγμάτευσης χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα.

Παρότι το προηγούμενο διάστημα είχε καταστήσει σαφές ότι είναι έτοιμος να αποχωρήσει αν του ζητηθεί, ο Ν. Χριστοδουλίδης επέλεξε τελικά να τον στηρίξει και να τον διατηρήσει στο υπουργείο Οικονομικών.

Για την Αθήνα, η εξέλιξη αυτή έχει πρακτικό βάρος. Ο κ. Παπαναστασίου αποτελούσε συνομιλητή που γνώριζε το τεχνικό σκέλος αλλά και τη γεωπολιτική σημασία του καλωδίου, σε μια περίοδο που η ελληνική πλευρά επιχειρούσε να «αναζωογονήσει» τη δυναμική του έργου. Υπενθυμίζεται ότι ο κ. Παπαναστασίου συγκαταλέγεται στους βασικούς συντελεστές της αποκλιμάκωσης και της εξομάλυνσης του κλίματος μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, μετά την ένταση των διμερών σχέσεων στις αρχές Οκτωβρίου. Στο πλαίσιο αυτό συμμετείχε σε σειρά συσκέψεων και συναντήσεων με τον Έλληνα ομόλογό του Σταύρο Παπασταύρου, καθώς και με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Ενέργειας, Νταν Γιόργκενσεν, όπου συμφωνήθηκε δέσμη μέτρων για την επανεκκίνηση του έργου.

Με νέο υπουργό τον Μιχάλη Δαμιανό, ο οποίος καλείται να διαχειριστεί ένα φάκελο υψηλής πολιτικής έντασης, το ερώτημα είναι αν η Κύπρος θα επιστρέψει σε μια καθαρή γραμμή υλοποίησης ή θα επιμείνει σε μια στρατηγική συνεχών επαναξιολογήσεων.

Το δεύτερο μήνυμα προκύπτει από το τεχνικοοικονομικό πεδίο. Παρά τις ευρωπαϊκές διαβεβαιώσεις ότι δεν χρειάζεται νέα ανάλυση κόστους–οφέλους ή επικαιροποιημένη μελέτη βιωσιμότητας, η κυπριακή κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να ζητήσει αναθεώρηση των δεδομένων πριν προχωρήσει οποιαδήποτε δέσμευση. Αυτή η στάση, ακόμη κι αν παρουσιάζεται ως «τεχνική προφύλαξη», λειτουργεί ως μηχανισμός χρονικής μετάθεσης.

Αγώνας δρόμου μέχρι τον Απρίλιο

Η χρονική εξίσωση γίνεται ακόμη πιο πιεστική λόγω του πλαισίου 3+1 (Ελλάδα–Κύπρος–Ισραήλ–ΗΠΑ). Η επόμενη συνάντηση, σύμφωνα με όσα έχουν αναφερθεί, προγραμματίζεται για τον Απρίλιο στην Ουάσιγκτον. Μέχρι τότε, Αθήνα και Λευκωσία θα πρέπει –αν θέλουν να εμφανιστούν με ενιαίο σχέδιο– να συμφωνήσουν ποιος θα αναλάβει την επικαιροποίηση, ποια μεθοδολογία θα ακολουθηθεί και ποιο θα είναι το ρεαλιστικό χρονοδιάγραμμα των επόμενων σταδίων. Αν αυτό δεν αποσαφηνιστεί σύντομα, το ραντεβού του Απριλίου κινδυνεύει να βρει το έργο χωρίς ουσιαστική πρόοδο και με τη συζήτηση να επιστρέφει από την υλοποίηση στην… αρχιτεκτονική του σχεδιασμού.

Σε αυτή τη συγκυρία, η Nexans, που έχει αναλάβει κρίσιμο τμήμα του έργου, ξεκαθαρίζει ότι συνεχίζει να εκτελεί τον σχεδιασμό σύμφωνα με τους στόχους που έχουν συμφωνηθεί με τον ΑΔΜΗΕ, υπογραμμίζοντας ότι σε έργα αυτού του μεγέθους τα επιμέρους ορόσημα μπορεί να προσαρμόζονται χωρίς αυτό να σημαίνει αλλαγή στρατηγικής κατεύθυνσης.

Tο ενδιαφέρον από ΗΠΑ και η κρίσιμη Δευτέρα

Παράλληλα, ο Έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, θα έχει συνάντηση τη Δευτέρα, 15 του μήνα, με τον Κύπριο ομόλογό του, με στόχο να «ξαναπιαστεί το νήμα» στις Βρυξέλλες. Η πρώτη εμφάνιση του νέου Κύπριου υπουργού σε επαφή με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Ενέργειας στο περιθώριο του Συμβουλίου Υπουργών, αποκτά έτσι χαρακτήρα τεστ προθέσεων.

Επιπλέον, ο Στ. Παπασταύρου τόνισε πως το GSI αποτελεί «πολύ σημαντικό έργο» και, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι υπάρχει ουσιαστικό ενδιαφέρον τόσο από κρατικούς όσο και από ιδιωτικούς φορείς για την υλοποίησή του.

Η μεγάλη εικόνα παραμένει διπλή. Από τη μία, η ΕΕ επιμένει στη γεωπολιτική και ενεργειακή αξία της διασύνδεσης, ειδικά υπό το πρίσμα της ασφάλειας εφοδιασμού και της ενσωμάτωσης περισσότερης «πράσινης» ενέργειας. Από την άλλη, η εσωτερική πολιτική ισορροπία στην Κύπρο και η επιμονή σε νέα επικαιροποίηση μελετών δημιουργούν ένα τοπίο ασάφειας που μπορεί να μεταφραστεί σε παρατεταμένη καθυστέρηση.