Η Ελλάδα έχει ήδη χτίσει τα τελευταία χρόνια ρόλο-κλειδί ως πύλη για το φυσικό αέριο και ως ενεργειακός διάδρομος ηλεκτρικής ενέργειας προς τη ΝΑ Ευρώπη. Τώρα, όμως, ένα νέο πεδίο ανοίγει — και μάλιστα με θεσμική «σφραγίδα»: το τρίπτυχο δέσμευση–μεταφορά–αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS/CCUS), που μπαίνει δυναμικά στο κάδρο μετά το νέο πλαίσιο που ψηφίστηκε από τη Βουλή και τις επενδυτικές πρωτοβουλίες μεγάλων ομίλων.
Το στίγμα των εξελίξεων δόθηκε στην Αθήνα, στο Industrial Carbon Management Forum, το ευρωπαϊκό συνέδριο για τη διαχείριση βιομηχανικών εκπομπών που διοργάνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με την ΕΔΕΥΕΠ. Εκεί «φωτίστηκε» ο ευρύτερος στόχος: η χώρα να μην περιοριστεί σε έργα μεμονωμένων βιομηχανιών, αλλά να εξελιχθεί σε περιφερειακό κόμβο για τη διακίνηση CO₂, συνδέοντας Νότια–Κεντρική Ευρώπη με υποδομές της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥΕΠ, Αριστοφάνης Στεφάτος, περιέγραψε τη φιλοδοξία με όρους γεωοικονομίας: η Ελλάδα μπορεί να λειτουργήσει ως «γέφυρα» μεταφοράς CO₂ προς ασφαλείς γεωλογικές αποθήκες, στο πλαίσιο συνεργασιών με Ιταλία, Βαλκάνια και χώρες της Ανατολικής Μεσογείου (όπως η Αίγυπτος), με στόχο μια ανταγωνιστική και κλιματικά ουδέτερη περιφερειακή οικονομία. Παράλληλα, έθεσε ένα κρίσιμο μέγεθος: έχουν ήδη εξασφαλιστεί ευρωπαϊκοί πόροι άνω των 920 εκατ. ευρώ για έργα CCS/CCUS, με προοπτική μόχλευσης επενδύσεων που μπορεί να φτάσουν έως και 4 δισ. ευρώ για να στηθεί εγχώρια αλυσίδα μεταφοράς και αποθήκευσης.
Όχι μόνο αποθήκευση: «Παιχνίδι» και στη μεταφορά και στην τεχνογνωσία
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο ρόλος της Ελλάδας δεν εξαντλείται —τουλάχιστον προς το παρόν— στην καθαρή αποθήκευση. Η υφιστάμενη υπόγεια δυνατότητα στον Πρίνο αρκεί για μέρος των αναγκών της ελληνικής βιομηχανίας, όμως η μεγάλη εικόνα περιλαμβάνει και κάτι ακόμη πιο «εξαγώγιμο»: υγροποίηση, logistics, θαλάσσιες μεταφορές και διασυνοριακές συνεργασίες με χώρες που διαθέτουν μεγαλύτερο αποθηκευτικό δυναμικό.
Ενδεικτική είναι η συμφωνία της EnEarth (θυγατρικής της Energean) με τη Heidelberg Materials, για την προοπτική ανάπτυξης χερσαίας υπόγειας αποθήκης στη Βουλγαρία (περιοχή Βάρνας/Ντέβνια). Το μήνυμα είναι διπλό: αφενός το CO₂ «γεννά» ένα νέο δίκτυο υποδομών, αφετέρου η Ελλάδα μπορεί να εξάγει τεχνογνωσία — κάτι που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν προνόμιο του Βορρά.
Ο επικεφαλής του Τομέα Αποθήκευσης Άνθρακα της EnEarth, Νικόλας Ρήγας, υπογράμμισε ότι η συμφωνία με έναν όμιλο τέτοιου μεγέθους αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στη μέθοδο που αναπτύσσεται για τον Πρίνο και «μεταφέρεται» σε κρίσιμο έργο αποανθρακοποίησης στη γειτονική χώρα. Στο ίδιο πλαίσιο, σημείωσε ότι το έργο στον Πρίνο έχει ήδη λάβει περιβαλλοντική άδεια και αναμένει την άδεια αποθήκευσης για την πρώτη φάση.
Ποιοι επενδύουν και τι «τρέχει» στο pipeline
Το νέο οικοσύστημα σχηματίζεται ήδη γύρω από συγκεκριμένα έργα, με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και σαφείς στόχους μείωσης εκπομπών:
- Motor Oil (Διυλιστήρια Κορίνθου): Επιχορήγηση 127 εκατ. ευρώ, με στόχο δέσμευση συνολικά 86 εκατ. τόνων CO₂ σε ορίζοντα δεκαετίας. Επενδυτική απόφαση στα μέσα του 2026, έναρξη λειτουργίας στα τέλη του 2029.
- EnEarth / Energean (Αποθήκη Πρίνου): Επένδυση περίπου 1 δισ. ευρώ, με ενισχύσεις 120 εκατ. ευρώ από το CEF και 150 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Market test το 2026, επενδυτική απόφαση στο τέλος του ίδιου έτους. Δυνατότητα αποθήκευσης 1 εκατ. τόνου/έτος στην πρώτη φάση και έως 2,8 εκατ. τόνους/έτος στην πλήρη ανάπτυξη.
- ΤΙΤΑΝ (Καμάρι): Επιχορήγηση 234 εκατ. ευρώ, με εκτιμώμενη μείωση εκπομπών 20 εκατ. τόνων. Επενδυτική απόφαση στα τέλη του 2026, λειτουργία στις αρχές του 2030.
- Ηρακλής (Μηλάκι Εύβοιας): Επιχορήγηση 124,5 εκατ. ευρώ για δέσμευση 7 εκατ. τόνων CO₂. Αντίστοιχο χρονοδιάγραμμα με τελική επενδυτική απόφαση στα τέλη του 2026 και λειτουργία στις αρχές του 2030.
- ΔΕΣΦΑ + GASLOG (APOLLOCO2 – Ρεβυθούσα): Εδώ βρίσκεται και ένα από τα πιο «έξυπνα» ενεργειακά πάντρεμα. Το project αφορά μονάδα υγροποίησης, προσωρινής αποθήκευσης και εξαγωγής CO₂ στη Ρεβυθούσα. Η αξιοποίηση των κρυογενικών συνθηκών του LNG (-162°C) επιτρέπει πιο αποδοτική διαδικασία υγροποίησης, άρα χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας — στοιχείο που συνέβαλε στην εξασφάλιση χρηματοδότησης από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ. Το υγροποιημένο CO₂ προβλέπεται να μεταφέρεται με πλοία προς τον Πρίνο ή/και άλλες αποθήκες εντός και εκτός Ελλάδας, ενώ σχεδιάζεται και δίκτυο αγωγών που θα συνδέει βιομηχανίες με τη Ρεβυθούσα.
Γιατί το CO₂ γίνεται «νέα υποδομή» της Ευρώπης
Η δέσμευση και υπόγεια αποθήκευση CO₂ αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ευρωπαϊκής στρατηγικής απανθρακοποίησης, ειδικά για κλάδους όπου οι εκπομπές είναι δύσκολο να μηδενιστούν τεχνολογικά: διυλιστήρια, τσιμεντοβιομηχανία, χημική βιομηχανία. Μέχρι πρόσφατα, τον τόνο έδιναν κυρίως χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης με εμβληματικά έργα τύπου Northern Lights. Τώρα, το ενδιαφέρον κατεβαίνει νότια — και η Ελλάδα φιλοδοξεί να μπει στον χάρτη όχι ως «ουρά», αλλά ως κόμβος διακίνησης και υποδομών.
Το στοίχημα, βέβαια, δεν είναι μόνο επενδυτικό. Είναι και ρυθμιστικό, τεχνικό, επιχειρησιακό: άδειες, δίκτυα, κανόνες πρόσβασης τρίτων, τιμολόγηση μεταφοράς, συμβατότητα με ευρωπαϊκά standards. Όμως η «πρώτη ύλη» υπάρχει: χρηματοδότηση, ενδιαφέρον από μεγάλους ομίλους, και μια γεωγραφική θέση που μπορεί να συνδέσει αγορές και ροές.
Αν οι προθεσμίες τηρηθούν και τα projects περάσουν από τις εξαγγελίες στις τελικές επενδυτικές αποφάσεις του 2026, τότε η Ελλάδα μπορεί να βρεθεί σε μια νέα κατηγορία ενεργειακού ρόλου: όχι μόνο κόμβος φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, αλλά και κόμβος του CO₂ — μιας υποδομής που, στην πράξη, θα κρίνει το πόσο γρήγορα μπορεί να «καθαρίσει» η βαριά βιομηχανία της Ευρώπης χωρίς να χάσει ανταγωνιστικότητα.
